ΠΗΓΗ: Αζνίβ Γεραμιάν (armenika.gr) Αρμενικά Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2000 Τεύχος 16 - Αποσπάσματα
Πριν αρκετά χρόνια, ξεφυλλίζοντας τα αρχεία του πατέρα μου βρήκα ένα ετήσιο ημερολόγιο του 1924, τυπωμένο στη Γαλλία από τον Τεοτίκ, ο οποίος καταγόταν από την Πόλη και ήταν μέλος της αρμενικής διανόησης της εποχής. Αναφέρεται στα πεπραγμένα των ετών 1922-1923, στα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς των Αρμενίων ανά τον κόσμο, μετά την Μικρασιατική καταστροφή, εποχή κατά την οποία δημιουργούνται οι μεγάλες αρμενικές κοινότητες σε Ευρώπη και Αμερική. Εκτενής αναφορά γίνεται για τον αρμενισμό της Κέρκυρας.
Μεγάλος αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε στο νησί, μαζί με πολλά ορφανοτροφεία, καθώς και δασκάλους και λόγιους της εποχής. Αυτοί οι άνθρωποι το 1923 περιόδευσαν το νησί, συνέλεξαν και κατέγραψαν την ιστορία των Αρμενίων από το 1550 μέχρι τη δεκαετία του 1920.
Ένα ξεχασμένο αρμενικό χωριό
32 χιλ. βόρεια της πόλης της Κέρκυρας βρίσκεται το χωριό Αρμενάδες. Η ετοιμολογία της λέξης μας κίνησε έντονο ενδιαφέρον και μας ώθησε να μάθουμε εάν οι κάτοικοί του είχαν όντως αρμενική καταγωγή (αναφέρεται στο βιβλίο του Τεοτίκ). Έτσι, προχωρημένο φθινόπωρο, μια ομάδα δασκάλων από την παροικία μας επισκέφθηκε το χωριό. Μας πληροφόρησαν ότι η παλαιά αρμενική παροικία ζούσε λίγο μακρύτερα, στο εξίσου παλιό χωριό, Pαχτάδες. Σε αυτό συναντήσαμε το δάσκαλο του χωριού κ. Σ. Κουρτελέση, ο οποίος μας ξενάγησε και μας έδωσε πολύτιμες πληροφορίες. Οι μνήμες του προέρχονταν από μια παλιά εφημερίδα που κυκλοφόρησε και το σχετικό άρθρο το υπέγραφε ο κ. Δημήτρης Κολάσης.
«Το 1550, εξαιτίας της τουρανικής θηριωδίας, οι Αρμένιοι μαζί με άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς αποβιβάζονται στις ακτές της Κέρκυρας. Οι πλούσιοι Κερκυραίοι τους στέλνουν κατά ομάδες στους ελαιώνες τους για να δουλέψουν. Μετά από κάποιο διάστημα όλοι αυτοί οι πρόσφυγες έστησαν τα νοικοκυριά τους στα μέρη που βρέθηκαν και σιγά-σιγά οργανώθηκαν σε χωριά και τα ονόμασαν με τα ονόματα των τόπων καταγωγής τους: Αρκαδάδες (Αρκάδες), Λιαπάδες (Ηπειρώτες), Δουκάδες και Σκριπερό (Αλβανοί), Σφακερά (Κρήτες) κ.ά.. Οι Αρμένιοι αρχικά ίδρυσαν το χωριό Αρμενάδες. Όταν κάποια στιγμή βρέθηκαν σταυροφόροι σε αυτά τα μέρη, παρέμειναν στα υψώματα των Ραχτάδων, προσέλαβαν τους Αρμενίους των Αρμενάδων ως μισθοφόρους. Μετά την αποχώρηση των Σταυροφόρων, οι Αρμένιοι εγκαταστάθηκαν στα σπίτια τους στους Ραχτάδες.
Σ΄ αυτή την απομακρυσμένη γωνιά της Κέρκυρας ζούσαν εδώ και 5 αιώνες Αρμένιοι και ήμασταν οι πρώτοι που επισκεφθήκαμε τον αφομοιωμένο σήμερα, αρμενικό πληθυσμό. Με αμοιβαία συγκίνηση κοιταχτήκαμε στα μάτια. Όλοι, στα πλαίσια των μακρινών πατριωτικών και εθνικών τους καταβολών, κατέκτησαν μια θέση στην καρδιά μας. Μια ομάδα γυναικών, όρθιες αφού μας άκουσαν με μεγάλη συγκίνηση και προσοχή να τραγουδάμε τον εθνικό μας ύμνο, μας φιλοξένησαν στρώνοντας τραπέζι με καρπούς των αμπελιών τους και εδέσματα των νοικοκυριών τους. Τα πατριωτικά αισθήματα ήταν διάχυτα, όλοι οι κάτοικοι με υπερηφάνεια ομολογούσαν την αρμενική τους καταγωγή. Το μόνο λυπηρό ήταν, που με την πάροδο του χρόνου είχαν χάσει τη μητρική τους γλώσσα...
Το χωριό των Ραχτάδων βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τον Παντοκράτορα, στη δυτική πλευρά του νησιού, μια ώρα μακριά από τη θάλασσα πάνω σε ένα πανέμορφο βράχο, από τον οποίο έχει πάρει και το όνομά του, που σημαίνει «ψηλή φωλιά». Έχει 550 κατοίκους από τους οποίους οι 350 είναι Αρμένιοι, ενώ οι υπόλοιποι έχουν μετοικίσει από τα διπλανά χωριά. Τελευταία γίνονται γάμοι και από πιο μακρινά χωριά. Οι κοπέλες μετά τα 25 παντρεύονται και ακολουθούν τους συζύγους τους στις αγροτικές ασχολίες, κυρίως αμπελοκαλλιέργειες, ελαιοκαλλιέργειες και κτηνοτροφία. Έχουν και μία ολοκαίνουργια εκκλησία αφιερωμένη στην Αγ. Βαρβάρα. Η παλαιά, που χρονολογείται πριν από κάποιους αιώνες, κάηκε από κεραυνό μαζί με τα βιβλία και τα αρχεία της κοινότητας που ήταν ό,τι πιο πολύτιμο για εμάς. Το κηπάκι δίπλα στην εκκλησία είναι το νεκροταφείο του χωριού, με μερικές δεκάδες ξύλινους σταυρούς. Η αυλή της παλιάς εκκλησίας χρησίμευσε σαν σχολείο του χωριού».
Μας διηγούνται: «Το όνομα Αρμένης, που είναι το κυρίαρχο επίθετο σ΄ αυτά τα δύο χωριά, είναι δημιούργημα των κατοίκων τους. Βλέποντας να αλλοιώνεται το εθνικό τους στοιχείο, έθεσαν όρο στις κοπέλες, ότι εάν παντρευτούν με αλλοεθνή, να κληροδοτήσουν στα παιδιά τους σαν δεύτερο επίθετο το «Αρμένης», εάν δεν το κάνουν θα αποκληρωθούν από την οικογένειά τους. Οι κοπέλες σεβάσθηκαν και διατήρησαν την κορυφαία εντολή. Έτσι, γόνος της γνωστής κερκυραϊκής οικογένειας των Βραΐλα νυμφεύεται Αρμένια, η οποία δίνει το όνομα «Αρμένης» στα παιδιά της, στον Ιωάννη Βραΐλα Αρμένη και τον Πέτρο Βραΐλα Αρμένη. Ο πρώτος γιατρός και συγγραφέας, ο δε δεύτερος προσωπικότητα διεθνούς φήμης στον οποίο αξίζει να αναφερθούμε. Είναι απόφοιτος της φυσικής σχολής των Παρισίων, σπούδασε φιλοσοφία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο της Κέρκυρας. Διατέλεσε πρέσβης της Ελλάδος στο Παρίσι, στην Αγ. Πετρούπολη και στο Λονδίνο, όπου και πέθανε. Η σορός του μεταφέρθηκε στη γενέτειρά του και θάφτηκε σ΄ έναν επιβλητικό τάφο στο νεκροταφείο Κέρκυρας.
Για να εξιχνιάσουμε τα απομεινάρια μιας παλιάς, ναυαγισμένης κοινότητας, περιπλανηθήκαμε και σε άλλα μέρη. Τριάμισι χιλιόμετρα από την πόλη, στο χωριό Ποταμός μέσα στον ελαιώνα και πάνω σε ένα λόφο, βρίσκεται ένα αρμενικό παρεκκλήσι ο Αγ. Νικόλαος. Σήμερα ανήκει σε δύο οικογένειες που φέρουν το όνομα «Αρμένης», είναι οι μοναδικοί που υπάρχουν από μια παροικία που είχε δημιουργηθεί εκεί παλιά. Στο χωριό Γαστούρι συναντήσαμε τον Σωκράτη Αρμένη, επίτροπο στην εκκλησία, ο οποίος με υπερηφάνεια μας ομολόγησε την αρμενική του καταγωγή. Σε κάθε γωνιά του νησιού βρήκαμε πολλούς οι οποίοι είχαν παραμείνει Αρμένιοι μόνο στο επίθετο. Όλοι τους μαζί με τη μητρική τους γλώσσα, είχαν χάσει τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά τους.
Η αρμενική παροικία στην πόλη της Κέρκυρας
Ο πυρήνας της νέας αρμενικής παροικίας στην πόλη, είχε δημιουργηθεί πριν από 16 χρόνια από τους αδελφούς Μαρκοσιάν και τον Μπογός Τζαρουκιάν από το Κεμάχ. Στο κεντρικότερο σημείο της πόλης είχαν εργαστήριο καφέ και υπήρξαν το στήριγμα των συμπατριωτών τους προσφύγων, οι οποίοι κατέφθασαν τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 1922, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Υπολογίζονται περίπου 3.000 άτομα, κατά τα 2/3 γυναικόπαιδα, χωρίς να λογαριάσουμε τον αριθμό των ορφανών. Προέρχονταν κυρίως από τις πόλεις Ακσέρ, Κόνια και Καισαρεία. Ο αριθμός των χριστιανών εξόριστων, οι οποίοι έφθασαν στην Κέρκυρα από την τουρκική ενδοχώρα και τον Πόντο, αρχικά ήταν 22.000. Παρέμειναν περίπου 17.000, ενώ 5.000 έφυγαν για τη Θεσσαλία, ανάμεσά τους και 400 Αρμένιοι. Οι αρχές παρεχώρησαν ανά οικογένεια 20-40 τ.μ. γης για να ασχοληθούν με τη γεωργία. Οι δικοί μας ήταν σκορπισμένοι στις συνοικίες της πόλης, στο χωριό Ποταμό, κάποιες οικογένειες σε μακρυνά χωριά όπως οι Συναράδες, ήταν έτοιμοι για όλες τις βαριές εργασίες όμως αντιμετώπισαν την αδιαφορία και την άρνηση των ντόπιων για οποιαδήποτε εργασία. Αρκετοί έχασαν τη ζωή τους από τις κακουχίες και την ταλαιπωρία. Πάντως θα μας μείνει αξέχαστη η περίθαλψη και η φιλοξενία την οποία επέδειξε στα δύο έθνη, χωρίς καμία διάκριση, ο δήμαρχος Ν. Φαρμάκης.
Αρμενική Κοινοτική Επιτροπή
Το Φεβρουάριο του 1923, με πρωτοβουλία των Δρ. Νερσές Σανταλτζιάν, Αντρανίκ Κεοσελτζιάν και Αρντασές Ατταριάν, συστάθηκε μια επιτροπή με σκοπό να διευκολύνει τις διατυπώσεις των προσφύγων με τις αρχές και να συντονίσει τη διανομή της βοήθειας που έφθανε από το κέντρο. Αυτή η επιτροπή αργότερα οργανώθηκε σε κοινοτικό συμβούλιο με πρόεδρο τον Γκαρνίκ Μομτζιάν, ταμία τον Μπογός Τζαρουκιάν και γραμματέα τον Κεβόρκ Γκαρβαρέντς. Με πρωτοβουλία της ηγεσίας της κερκυραϊκής παροικίας, διοργανώθηκε στις 11 Απριλίου 1924, στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών, εκδήλωση μνήμης για τη Γενοκτονία του 1915 με συμμετοχή πλήθους κόσμου, τοπικών φορέων και εκπροσώπων ξένων κρατών. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο αρμένιος πάστορας Ο. Τζετζιζιάν και ο διανοούμενος ποιητής Βαχάν Τεκεγιάν. Με στεφάνια και μεγάλα κεριά είχε στηθεί ένας συμβολικός τάφος των θυμάτων, ενώ η φιλαρμονική της Κέρκυρας περιοδικά παιάνιζε πένθιμα εμβατήρια και συμμετείχε η χορωδία των ορφανοτροφείων.
Μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα η παροικία της Κέρκυρας στερήθηκε εκκλησιαστικού ποιμένα. Τα μέλη της τελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στις ελληνικές εκκλησίες, υπήρχαν δε περιπτώσεις που έθαβαν τους πρόσφυγες χωρίς καμία θρησκευτική τελετή. Ο τότε Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Αθηναγόρας, διέθεσε στους Αρμενίους την εκκλησία της Υπαπαντής, στην οποία την ημέρα της Ανάστασης, τελέστηκε για πρώτη φορά η θεία λειτουργία στην αρμενική γλώσσα από τον πατέρα Καρεκίν Χατσαντουριάν - επιζήσας και αυτός της Μικρασιατικής καταστροφής. Τον διαδέχθηκε αργότερα ο Γιεγισέ Ντρεζιάν, ένας μορφωμένος ενημερωμένος και δραστήριος παπάς, ο οποίος κατέλαβε τις καρδιές όλων, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες και δίνοντας λύσεις στις ανάγκες των αρμενίων προσφύγων στο μέτρο του δυνατού.
Προ αυτής της κατάστασης πήγε στην Αίγυπτο και συνεργαζόμενος με άλλους φορείς, πέτυχε να δώσει οριστική λύση στο πρόβλημα των ορφανών.
Το καλοκαίρι του 1922 ο αριθμός των ορφανών στην Κέρκυρα ήταν περίπου 5.000. Αρχικά είχαν στεγασθεί στο Παλάτι του Αχιλλείου μαζί με 27 αρμενίους δασκάλους. Το Φεβρουάριο άρχισε σταδιακά η μεταφορά των ενηλίκων ορφανών στην Καβάλα, τη Σύρο και αλλού με εξασφαλισμένη εργασία, ένταξη άλλων στις τεχνικές σχολές που ήδη λειτουργούσαν στο νησί, καθώς και η μεταφορά των καλύτερων μαθητών σε αρμενικά ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως στην Κύπρο κ.ά.. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο αριθμός αυτός έφθασε σε 150 παιδιά και μόνο 2 δασκάλους, ενισχύθηκε όμως με 4 έλληνες δασκάλους, πράγμα απαραίτητο για την εκμάθηση των ελληνικών, εφόσον βρίσκονταν στην Ελλάδα. Από τους εναπομείναντες αρκετοί εξελληνίσθηκαν με μικτούς γάμους στο νησί, άλλοι παρέμειναν και εξάσκησαν βιοποριστικά επαγγέλματα και εντάχθηκαν ισάξια στην κερκυραϊκή κοινωνία διατηρώντας παράλληλα και την εθνική τους ταυτότητα.