ΓΙΟΚΑΡΕΝΑ ΚΑΛΕΙ ΨΑΡΟΜΥΤΑ

Του Γιώργου Καγκουρίδη
Εβάρησε το κινητό.
- Έλάαα…, εσύ είσαι Ψαρομύτα μου; Δυο χρόνια έχω να σ’ ακούσω. Είσαι καλά;
- Καλά, καλάμια.
- Σου πήρανε κουνητό; Έτσι πήρα, στη τύχη, ήξερα που δεν είχες. Αλλά σε γκουγκλάρησα και είδα όπου έχεις.
- Καλαμένιο. Τώρα όλα από κάλαμο θα μου γίνουνε. Δε τσου σώνανε τα δικά μου τα καλάμια, ήπρεπε να μου φέρουνε καινούργια και εξ εισαγωγής;
- Μην είναι καλής ποιότης; Μη κάνουνε για καλαντίντι; Μη στα καλλιεργήσουνε τί όλες οι παγιές οι καρέκλες, τύπου Βιέννης, έχουνε ξεχαρβαλωθεί και δεν έχει ο κόσμος να κάθεται στα καφενεία;
- Σιγά μη μου φυτέψουνε και καλάμια Μπρουζάδου. Κονδύλους, εξού και Κονδυλονήσι το Μπρουζάδο σου. Μπάαα…, πού τέτοια τύχη. Μία από τα ίδια. Πάλε σε μαξιλάρες θέλουνε να κάθονται και να ξαπλώνουνε σε ξαπλώστρες.
- Καλαμένιες;
- Θα σε γελάσω. Πάντως οι προηγούμενοι, κάπιταλ εισαγωγαί-εξαγωγαί ΑΕ, με πουλήσανε στους καλαμόφραχτους ιππότες εφ’ όρου ζωής.
- Όχι και σε πουλήσανε… Για 99 χρόνια είναι η υπερμίστωση. Τι είναι τα 99 χρόνια; Ένα αψούμ. Μη λες ό,τι θέλεις… Η δημόσια περιουσία δε πουγιέται. Πουγιέται; Ά…, όλα κι όλα! Άλλο μίστωση, άλλο ξεπούλημα. Υπάρχει διάψεψη.
- Μωρή, και για τ’ Αχίλλειο δεν υπήρξε διάψεψη; Δε πουλούμε, δε πουλούμε. Μόνο νοικιάζουμε για 99 χρόνια εις Κάννες. Το πολύ-πολύ να δώκουμε να μας εισπράτουνε τα εισιτήργια οι ιδιώτες, όπως στη Κνωσό, τί μας έπιακε κρατημάρα και δεν είναι κι εύκολο να κόβεις εισητήργια. Ως κι από τα λοφωρεία εκαταργήσανε τσου εισπράκτορες. Το επρόσεξες;
- Δεν έχουνε κι άδικο. Βαργιά δουγειά. Κάτσε κει να κόβεις όλη μέρα χαρτάκια. Άσε που δε λειτουργάει κι η ανακύκλωση να τα ρίχτεις μετά.
- Τέλος πάντων. Εσύ τι κάνεις;
- Ακόμα νέκρα. Δε κουνιέται φύλλο. Πλήρης εγκατάλειψη. Από μια μεργιά καλύτερα. Εβρήκα την ησυχία μου. Απ’ ότι μου κάεται πάλε τσούκα έκαμε η ιδιωτικιά η πρωτοβουλία. Επήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένη.
- Η ιδιωτικιά δε κάνει τσούκες. Η δημόσια κάνει τσούκες και γι αυτό κάνει πάσες στην ιδιωτικιά που λειτουργάει με ιδιωτικοοικονομικά κριτήργια.
- Τίν’ αυτά;
- Κέρδος κι υπερκέρδος.
- Ναι, τόδαμε… Δεν είδες τι γίνεται σε λιμάνια, αροδρόμια, Βίδα, Κρεβατσούλες, Καλυβιώτες, Ερημίτες, τρόμπα Μαρίνες, όπου νάναι και στον Άη Γιάννη;
- Μωρ’ άστ΄αυτά. Φέτος θάχεις παιδιά;
- Από πού; Όσο ο Άη Στέφανος είναι όξω δε πιστεύω τίποτα, δεν ερπίζω τίποτα και δεν είμαι λεύτερος. Κι αυτά, τ’ άχαρα, προγραμματίζουνε ν’ ανεβούνε. Κούνια που τα κούναγε. Δεν ηξέρουνε τι τα περιμένει. Πέντε ευρά στο Μαύρο. Μη γινουν’ έξη.
- Ώ, ώ, ώ…, σε κλείνω. Ακούω οχλαλοή. Ήρθανε πάλι. Ακούω κουδουνίσματα.
- Τι συμβαίνει; Περνάει κάνα κοπάδι από πρόβατα;
- Ποιά πρόβατα; Είν’ ένας Κουδούνης που ανοίγει τα μονοπάτια μου και σκάβει να δει πως είναι το χώμα μου από κάτου. Καλάμια θα φυτέψει; Τα καλάμια τα πελείς και πιάνουνε. Μόνο νερό θέλουνε.