ΤΑ ΚΑΘΑΡΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ
Του Γιώργου Καγκουρίδη*
Μοναχός του έζιουνε. Δεν είχε καένανε. Σε μια τρύπα όξω από το Μαρκά εκοιμόντανε. Από τα ψαράδικα έπαιρνε και γύριζε στσι γειτονιές.
- Βούρλο και μπραγάνι, βούρλο και μπραγάνι…
- Κάνα κουνουπίδι έχεις;
- …………………….
- Και να πάρω το ψάρι με τι θα το φάω; Θέλει και λίγη χλωροσιά.
- Άμε μάσε. Μια γκυραβόρτα στα Φορτγιά να κάμεις τάμασες τα λάχανα.
- Τα κατουρούν’ οι σκύλοι.
- Μάζωξε ζεγκούνους από τα μουράγια που δε τσου φτάνουνε μήτε σκύλοι μήτε γάτοι.
- Οι γάτοι ανεβαίνουνε.
- Άμε στο Μαρκά πούχουνε καμπεντεφιόργια από τα Κηπουργιά.
- Και να φτάκω στη Σπηγιά;
- Στείλε ένα παιδί τση σπέζας. Κάμε ό,τι θέλεις. Ψάρι θα πάρεις;
- Τι έχεις;
- Από συναγρίς μέχρι βόπα μπουκαλάδα. Τι θέλεις;
- Για ψαρόσουπα θέλω.
- Να σου βάλω πετρόψαρα ή ένα ρουφιοπούλι καλό;
- Το ρουφιοπούλι.
- Ρίξε μου το κοφίνι.
- Όχι, ανήβα απάνου. Στο τρίτο πάτωμα.
Ανέβηκε τσι τρεις σκάλες. Αυτή με τη ρομπ ντε σαμπρ.
- Καλημέρα σας.
- Περάστε, κατσείτε εδώ. Θέλετε καφέ;
- Να μη σας ενοχλάω.
- Μπα, τέτοιο πράμα… Και για νάχουμε καλό ρώτημα εσείς πως τήνε κάνετε τη ψαρόσουπα;
- Κόβω μια πατάτα σε φέτες κυδωνάτες, καρότο άμα έχω, ένα κρομμύδι στα τέσσερα, μια σελινόριζα με τα φύλλα της κι αφού βράσουνε τ’ ασκώνω, έχω κόψει το ψάρι σε φέτες, τσου βάνω πιπέρι μαύρο κι αλάτι, τ’ αφήνω κάνα δεκάλεφτο να μη γένει και νιανιά, το βγάνω σε μια απλάδενα, ξαναρίχτω τη κοντσαδούρα να πάρει γέψη, τη ξανασκώνω κι αυτήνε και στο ζουμί άμα θέλω ρίχτω το ρύζι.
- Εγώ τα ρίχτω όλα μαζί κι ό,τι βγει.
- Δεν είν’ έτσι…
- Με βοηθάς να τήνε κάμω;
- Κάτσε να σου καθαρίσω πρώτα το ρουφιοπούλι.
- Ο καφές εγίνηκε. Έλα και συνεχίζεις μετά.
Έκατσε. Αυτή απέναντί του. Τσείχε ανοίξει και το πάνου κομπί τση ρόμπας.
Άναψε τσιγάρο. Τούσπρωξε το τασάκι.
- Δε κάθεσαι να φάμε μαζί;
- Κάθομαι.
Εκάτσανε.
- Μόνος;
- Μόνος.
- Κι εγώ μοναχή μου…, από τότες, αμηδά ξέρω κι από πότες…
Εφάγανε. Αυτηνής τσ’ άνοιξε κι άλλο κομπί. Εξαπλώσανε. Καιρό είχε να ξαπλώσει σε καθαρά σεντόνια.
*Από το FACEBOOK