Παναγιώτης Αργυρού - kosmodromipo.gr
Την εβδομάδα που μας πέρασε η κοινωνία της Σουηδίας ήρθε αντιμέτωπη με ένα περιστατικό μαζικών πυροβολισμών (mass shooting) που κόστισε τη ζωή σε 11 ανθρώπους. Το αιματηρό περιστατικό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «μακελειό» διαδραματίστηκε στην πόλη Όρεμπρο στις 4 Φεβρουαρίου όταν ο δράστης που αργότερα προσδιορίστηκε από τα σουηδικά μέσα ενημέρωσης ως ο Ρίκαρντ Άντερσον ηλικίας 35 ετών εισέβαλε στο πολυπολιτισμικό σχολείο Κάμπους Ρισμπέργκσκα (Campus Risbergska) εκτελώντας επτά γυναίκες ηλικίας 32, 38, 46, 52, 54, 55 και 68 ετών και τέσσερις άνδρες ηλικίας 28, 31, 35 και 48 ετών πριν στρέψει το όπλο του ενάντια στον ίδιο θέτοντας τέλος στη ζωή του.
Το μακελειό στο Campus Risbergska έχει συγκλονίσει από την πρώτη στιγμή την κοινή γνώμη στη Σουηδία με τον Σουηδό πρωθυπουργό Oυλφ Κρίστερσσον να δηλώνει πως πρόκειται για το χειρότερο συμβάν μαζικών πυροβολισμών σε ολόκληρη την ιστορία της χώρας. Φεύγοντας όμως από το πρώτο σοκ της είδησης κατά την αποδελτίωση της διεθνούς ειδησεογραφίας προκύπτει μια λεπτομέρεια που βάζει σε σκέψεις. Ενώ προφανώς ο αποτροπιασμός και η καταδίκη ενός τέτοιου περιστατικού φαντάζουν ως τα πρώτα αντανακλαστικά είτε μιλάμε για άτομα, είτε για αρχές, η παρουσίαση της είδησης έρχεται σε όλα τα δελτία και ρεπορτάζ με την επισήμανση «οι αρχές δεν συνδέουν για την ώρα το περιστατικό με τρομοκρατία» με τον αρχηγό της τοπικής αστυνομίας Ρομπέρτο Έιντ Φόρεστ να αναφέρει χαρακτηριστικά σε συνέντευξη Τύπου: «Θα επανέλθουμε στο ποια είναι τα κίνητρα».

Είναι απορίας άξιο στο γιατί η πρώτη προτεραιότητα των αρχών σε ένα τέτοιο αιματηρό γεγονός να είναι η σπουδή μιας αποσύνδεσής του από την τρομοκρατία και τα σχετικά κίνητρα. Όσο περνούν οι μέρες όμως και νέα στοιχεία της υπόθεσης βγαίνουν προς τα έξω ο προβληματισμός αποκτά περαιτέρω νόημα. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο σχολείο ενηλίκων ήταν πολυπολιτισμικό, ότι φοιτούσαν σε αυτό πολλοί μετανάστες και μετανάστριες καθώς και ότι τα θύματα έχουν σχεδόν όλα μη σουηδική καταγωγή είναι ένα στοιχείο που θα μπορούσε κάτι να λέει. Κι εδώ ξεκινά η περίεργη διαχείριση.
Οι αστυνομικές αρχές αρνούνται τις πρώτες ημέρες να δώσουν στη δημοσιότητα τα στοιχεία του δράστη ή να τα επιβεβαιώσουν καθώς αυτά ήδη έχουν διαρρεύσει στα μέσα ενημέρωσης (με επίκληση στην ανάγκη διασταύρωσης DNA) αντ’ αυτού σπεύδει να αποκλείσει ιδεολογικά κίνητρα λέγοντας πως ο δράστης δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο ιδεολογικό προφίλ. Την ίδια στιγμή τουλάχιστον δύο πρεσβείες -Βοσνίας και Συρίας- επιβεβαιώνουν ότι γνωρίζουν ότι πολίτες τους είναι στα θύματα της επίθεσης στο campus και καταγγέλλουν ότι η αστυνομία δεν έχει προχωρήσει σε καμία επίσημη ενημέρωση προς αυτές εκτός μιας γενικής δημόσιας δήλωσης της υπεύθυνης των ερευνών αστυνομικού Άννα Μπέργκβιστ ότι υπάρχουν θύματα διαφορετικών εθνικοτήτων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο πρέσβης της Βοσνίας, Μπόγιαν Σόσιτς ο οποίος άφησε και λουλούδια στο σημείο της επίθεσης:
Το βρίσκω περίεργο, τουλάχιστον, ότι η αστυνομία επιλέγει να παρακρατεί πληροφορίες που αφορούν ξένους πολίτες, από τις αντίστοιχες πρεσβείες.
Από την άλλη οι περισσότερες πληροφορίες για την ταυτότητα θυμάτων συριακής καταγωγής, όπως ο 24χρονος Καρίν Ελία και ο 48χρονος Μπασάμ Αλ Σελέχ προήλθαν από τις κοινότητές τους και το οικογενειακό τους περιβάλλον αντίστοιχα.
Πέρα από την προφανή διαφορά ταχύτητας στις ενημερώσεις της αστυνομίας, και παρά τη βιασύνη αποκλεισμού ιδεολογικών κινήτρων προκειμένου να μη χαρακτηριστεί το επεισόδιο ως τρομοκρατικό, τα χαρακτηριστικά της επίθεσης αρχίζουν να παραπέμπουν όλο και περισσότερο σε αυτό που οι αρχές αρνούνται, δηλαδή σε έγκλημα μίσους με ρατσιστικό υπόβαθρο. Γεγονός που φαίνεται να επιβεβαιώνεται από ένα νέο στοιχείο, ένα βίντεο τραβηγμένο από μαθητή εγκλωβισμένο σε τουαλέτα στον χώρο του σχολείου στο οποίο ακούγεται μια αντρική φωνή να λέει: «φύγετε από την Ευρώπη» πριν ακολουθήσουν πυροβολισμοί, την αυθεντικότητα του οποίου οι αρχές έχουν αρνηθεί να σχολιάσουν επισήμως μέχρι στιγμής.
Σε μια πρώτη ανάγνωση της κατάστασης θα πει κάποιος πως οι αστυνομικές αρχές οφείλουν να ενεργούν κατά τρόπο προσεκτικό και διακριτικό σε τέτοιες περιπτώσεις και να μην προσχωρούν σε βιαστικά συμπεράσματα προτού υπάρξουν οι απαραίτητες διασταυρώσεις στοιχείων. Παραείναι όμως μάλλον αφελής κρίση αυτή διότι η πραγματικότητα έχει να επιδείξει άπειρες περιπτώσεις παρόμοιων επιθέσεων με λιγότερο κιόλας φόρο αίματος όπου το προφίλ των δραστών ήταν μη λευκό και πόσο μάλλον μη χριστιανικό η ετικέτα της τρομοκρατίας μαζί με τον όλο συναγερμό πανικού και μαζικής υστερίας έμπαιναν στην πρώτη γραμμή της επικοινωνιακής κάλυψης του εκάστοτε περιστατικού.
Το ζήτημα που προκύπτει λοιπόν από τον απολογισμό της επικοινωνιακής διαχείρισης των αστυνομικών, πολιτικών αρχών και δημοσιογραφικών μέσων στη Σουηδία φαίνεται να είναι η μεγάλη αγωνία τους να μη καταγραφεί το τετελεσμένο μακελειό ως μια ενδεχόμενη τρομοκρατική επίθεση με αντιμεταναστευτικό, ρατσιστικό υπόβαθρο αλλά ως ένα ακόμα περιστατικό μαζικών πυροβολισμών ενός ίσως διαταραγμένου ατόμου. Ήδη οι profilers των αστυνομικών υπηρεσιών έχουν πιάσει δουλειά προσπαθώντας να εμφανίσουν τον δράστη ως άτομο μοναχικό και απομονωμένο χωρίς επαφές με το οικογενειακό του περιβάλλον και φιλικές σχέσεις, ως loser με ακραία κοινωνική φοβία, ως έναν νέο άνεργο με αποτυχημένη σπουδαστική πορεία και ταυτόχρονα ως άτομο ενταγμένο στο φάσμα του αυτισμού. Λες και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά από μόνα τους ή και μαζί αρκούν για να μπουκάρει οποιοσδήποτε σε ένα σχολείο και να γαζώνει κόσμο.
Με αφορμή τη συγκεκριμένη υπόθεση λοιπόν προχωρήσαμε σε μια «ανθολογία παρόμοιων περιστατικών»:

Ντίλαν Ρουφ
-
Επίθεση στη Νότια Καρολίνα (2015): Ο Ντίλαν Ρουφ εισέβαλε σε εκκλησία Αφροαμερικανών όπου σκότωσε 9 άτομα.
-
Επίθεση στη συναγωγή του Πίτσμπουργκ (2018): Ο Ρόμπερτ Μπάουερς εισέβαλε στη Συναγωγή, Tree of Life σκοτώνοντας 11 άτομα.


Μπρέντον Τάραντ
-
Επίθεση στο Κράιστσερτς της Νέας Ζηλανδίας (2019): Ο Μπρέντον Τάραντ επιτέθηκε σε δύο τζαμιά σκοτώνοντας 51 άτομα.
-
Επίθεση σε γκέι κλαμπ στο Κολοράντο Σπρινγκς (2022) Ο Άντερσον Λι Όλντριτς άνοιξε πυρ στο γνωστό gay club Club Q, σκοτώνοντας 5 άτομα.
-
Αυτή που ξεχωρίζει περισσότερο όμως από όλες αυτές, κυρίως επειδή ήταν η πρώτη τέτοιου τύπου στην Ευρώπη με τόσους πολλούς νεκρούς, είναι η διπλή επίθεση στη Νορβηγία (2011) του Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ στην κυβερνητική συνοικία του Όσλο και στην κατασκήνωση της Νεολαίας των Εργατικών στο νησί της Ουτόγια, με 77 νεκρούς και πάνω από 150 τραυματίες.
Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των επιθέσεων με μαζικούς πυροβολισμούς έγκειται στο ότι οι δράστες είναι λευκοί ετερόφυλοι άνδρες, που κατά περίπτωση είναι είτε υπέρμαχοι της λευκής υπεροχής, είτε χριστιανοί φονταμενταλιστές υπέρ του δικαιώματος του «αγέννητου παιδιού» στη ζωή, είτε αντισημίτες, είτε πολέμιοι του φεμινισμού, της μετανάστευσης και της πολυπολιτισμικότητας, είτε και όλα αυτά μαζί ενδεχομένως.
Ειδικότερα: ο Ρόμπερτ Λιούις Ντίαρ δήλωνε «πολεμιστής υπέρ των βρεφών», ο Ντίλαν Ρουφ ότι επιθυμούσε να προκαλέσει ένα φυλετικό πόλεμο ενώ κατά την επίθεση του έφερε τη σημαία του εμφυλίου πολέμου που θεωρείται σύμβολο μίσους, ο Ρόμπερτ Μπάουερς εξέφραζε ανοιχτά στο διαδίκτυο και κυρίως στο μέσο δικτίωσης Gab τη σχέση του με την αμερικανική ακροδεξιά alt-right και το αντισημτικό του μένος. Τέλος, ο Πάτρικ Κρούσιους παραδέχτηκε κυνικά ότι στόχος του ήταν οι Μεξικανοί. Από τους παραπάνω οι Ντίλαν Ρουφ και Πάτρικ Κρούσιους είχαν δημοσιεύσει ηλεκτρονικά ιδεολογικά μανιφέστα ξεκαθαρίζοντας σε ποιο χώρο ανήκουν.

\Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ
Πολυσέλιδα ιδεολογικά μανιφέστα μίσους όπου μεταξύ άλλων καταφέρονται ενάντια στο υποτιθέμενο σχέδιο μεγάλης αντικατάστασης πληθυσμών (The Great Replacement), είχαν δημοσιεύσει προτού προχωρήσουν στις επιθέσεις τους και οι Μπρέντον Τάραντς και Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ. Η μόνη σχετική παραφωνία ίσως είναι η περίπτωση του Άντρεσον Λι Όλντριτς που επιτέθηκε στο Club Q, ο οποίος αργότερα δήλωσε non-binary και άρχισε να προβαίνει σε χρήση ουδέτερων άρθρων για τον εαυτό του. Παρόλα αυτά είχε επισημανθεί από τις αρχές ότι στο παρελθόν εξέφραζε ρητορική μίσους και ομοφοβία στο διαδίκτυο.

Το επίσης κοινό χαρακτηριστικό όλων των επιθέσεων αυτών ήταν ότι πρώτα από όλα σε ένα επίπεδο αναπαραστάσεων και μιντιακής αφήγησης δεν παρουσιάζονταν καθολικά ως τρομοκράτες από τα διεθνή ΜΜΕ. Για παράδειγμα στη Νορβηγία και τη Νέα Ζηλανδία σε εθνικό επίπεδο τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τα ΜΜΕ κάνουν λόγο για τρομοκρατία αλλά στον διεθνή Τύπο ακόμα και σήμερα οι δράστες αναφέρονται πολύ περισσότερο ως μακελάρηδες.
Το ίδιο συμβαίνει φυσικά και στις ΗΠΑ όπου σε όλες τις περιπτώσεις οι δράσεις τέτοιων επιθέσεων μαζικών πυροβολισμών θεωρούνται και αντιμετωπίζονται ως μαζικοί δολοφόνοι αλλά όχι ως τρομοκράτες. Εξ ου και σε καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν ενεργοποιήθηκε καμία από τις διατάξεις για εγχώρια τρομοκρατία με πιο γνωστή τον περιβόητο «Patriot Act». Αντίθετα, όπως και στην περίπτωση τώρα του Σουηδού μαζικού δολοφόνου, σε όλες τις περιπτώσεις δόθηκε πολύ μεγάλη βαρύτητα στο ψυχολογικό προφίλ, στις λεπτομέρειες της ζωής τους, αν ήταν μοναχικοί, κοινωνικά ενεργοί, εργαζόμενοι ή άνεργοι ή αν είχαν ιστορικό ψυχικών παθήσεων καθιστώντας κάθε μία από αυτές τις κοινωνικές καταστάσεις ως ενοχοποιητικό προφίλ για τη διάπραξη παρόμοιων εγκλημάτων.
Τι εστί mass shooting crime; Υπάρχει ορισμός;
Για να γίνει αντιληπτό όμως το πώς αφομοιώνονται αυτές οι επιθέσεις σε μια οικογένεια εγκλημάτων που έχει καθιερωθεί να ονομάζεται έγκλημα μαζικών πυροβολισμών ή αλλιώς μαζικών σφαγών (mass shooting crime) είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τη φιλοσοφία γύρω από τον ίδιο τον ορισμό του φαινομένου. Η αλήθεια είναι ότι σαφέστατος ορισμός δεν υπάρχει. Στις ΗΠΑ που λόγω και της αυξημένης οπλοκατοχής τα περιστατικά μαζικών πυροβολισμών είναι και τα περισσότερα η σχετική συζήτηση παραμένει ανοιχτή και μάλιστα προκαλεί σκληρές αντιπαραθέσεις σε διεπιστημονική βάση. Οι δημοσιογράφοι ερευνητές του αμερικανικού μέσου Mother Jones Μαρκ Φόλμαν, Γκάβιν Άρονσεν και Ντιάνα Παν σε έρευνά τους αναλύουν με ποσοτικά δεδομένα ότι σε ένα διάστημα από το 1982 ως το 2024 περισσότερα από 1.000 άτομα έχουν σκοτωθεί σε περιστατικά μαζικών πυροβολισμών. Το ζήτημα αυτών των αντιπαραθέσεων ωστόσο, είναι ποια εγκλήματα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως μαζικές σφαγές, αν το κριτήριο είναι ποσοτικό (αριθμός θυμάτων) ή ποιοτικό. Υπάρχει για παράδειγμα η άποψη πως θα έπρεπε να υπάρχει μια ενιαία κατηγοριοποίηση που δεν κάνει διάκριση στα θύματα της χρήσης πυροβόλων όπλων τα οποία υπολογίζονται σε εκατοντάδες χιλιάδες και πως αυτή η διάκριση στην ουσία ευνοεί μόνο τα λόμπι της βιομηχανίας όπλων.
Ο γνωστός και βραβευμένος Αμερικάνος επιδημιολόγος και διευθυντής στο Πρόγραμμα Έρευνας για την Πρόληψη της Βίας Γκάρεν Τζ. Γουίντεμιουτ έχει μια προσέγγιση για την εξάπλωση της βίας με τη χρήση πυροβόλων όπλων που προσομοιάζει με τη μελέτη επιδημιολογικού φαινομένου. Χαρακτηριστικά αναφέρει στο άρθρο του «Η Επιδημιολογία της Βίας με Όπλα στις Ηνωμένες Πολιτείες του Εικοστού Πρώτου Αιώνα» (The Epidemiology of Firearm Violence in the Twenty-First Century United States) πως κατά τη δεκαετία 2003 έως 2012, που είναι το πιο πρόσφατο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα, 313.045 άτομα έχασαν τη ζωή τους από τραυματισμούς που σχετίζονται με πυροβόλα όπλα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θάνατοι που ξεπερνούν τον αριθμό των Αμερικανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν σε μάχη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και υπερβαίνουν τον συνολικό αριθμό των θυμάτων μάχης σε όλους τους άλλους πολέμους της αμερικανικής ιστορίας.
Άλλοι αναλυτές επιμένουν πως χρειάζεται διαφορετική μελέτη για κάθε περιστατικό. Ο επίτιμος καθηγητής εγκληματολογίας και στατιστικής στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας Ρίτσαρντ Μπερκ στο άρθρο του «Τι είναι μια μαζική σφαγή; Τι μπορεί να γίνει;» (What is a Mass Shooting? What can be done?) περιγράφει πως ο προσδιορισμός ενός αιματηρού περιστατικού ως μαζική σφαγή σύμφωνα με τα πρότυπα της υπηρεσίας Κοινοβουλευτικής Έρευνας που είναι περίπου ίδια με τα πρότυπα του FBI, θέτει για αρχή ως προϋπόθεση -όσο αυθαίρετη κι αν αυτή είναι- το όριο των 3-4 θυμάτων σε μια επίθεση. Από εκεί και πέρα προϋπόθεση επίσης είναι η διάκριση από περιστατικά ένοπλης συμπλοκής σε ληστείες, οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ συμμοριών και οι μαζικές δολοφονίες στα πλαίσια ενδοοικογενειακής βίας.
Η πιο σημαντική αναφορά όμως που κάνει, κι εδώ ερχόμαστε στο αντικείμενο αυτού του άρθρου, είναι ότι στην κατηγορία της μαζικής σφαγής ως μια γενική κατηγορία εγκλήματος δεν συμπεριλαμβάνονται περιστατικά όπου αλλοδαποί «τρομοκράτες» ανοίγουν πυρ σε δημόσιο χώρο ανεξαρτήτως αριθμού θυμάτων.

Δεν θέλει πάρα πολύ εξεζητημένη ανάλυση επομένως στη σκοπιμότητα της διάκρισης μεταξύ μαζικών σφαγών γενικά με επιθέσεις από αλλοδαπούς δράστες μη χριστιανικών πεποιθήσεων ενδεχομένως που μπορεί να χαρακτηριστούν τρομοκρατικές, την ίδια στιγμή που επιθέσεις από ακροδεξιούς ρατσιστές, εθνικιστές, φασίστες, χριστιανούς φονταμενταλιστές και ομοφοβικούς αν και τεχνικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και αυτές ως τρομοκρατικές, μπαίνουν στην γενική κατηγορία «μαζικές σφαγές».
Είναι σαφές πως ο χαρακτηρισμός τέτοιων σφαγών ως τρομοκρατικών επιθέσεων θα επέβαλαν στα δυτικά κράτη να αναγνωρίσουν πως υπάρχει ζήτημα πολιτικού εξτρεμισμού συγκεκριμένων ιδεολογικών καταβολών πράγμα το οποίο και αποφεύγεται επισταμένως τόσο λόγω εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών όσο και γιατί ο «παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» οφείλει να έχει συγκεκριμένο ιδεολογικό εχθρό που από το 2001 και τη 11η Σεπτεμβρίου δίνει προτεραιότητα στο ριζοσπαστικό Ισλάμ.
Χαρακτηριστική είναι η πολύ ειλικρινής από το 2021 επισήμανση του Αμερικανού αναλυτή ασφαλείας Σαμ Λιχτενστέιν, απασχολούμενο στον όμιλο ασφαλείας RANE, ο οποίος έχει δουλέψει και για λογαριασμό της αμερικανικής κυβέρνησης:
Οι δεξιοί τρομοκράτες λευκής ταυτότητας αποτελούν διαφορετική λειτουργική και ιδεολογική απειλή απ’ ό,τι οι τζιχαντιστές, κάτι που θα αποκαλύψει τις ελλείψεις των υπηρεσιών ασφαλείας και θα ενισχύσει την πολιτική πόλωση. Κρίνοντας από τον αριθμό των πρόσφατων συλλήψεων και ερευνών, οι δεξιοί τρομοκράτες λευκής ταυτότητας αποτελούν μεγαλύτερη εσωτερική απειλή απ’ ό,τι οι τζιχαντιστές για τις υπηρεσίες ασφαλείας, εν μέρει επειδή μπορούν πιο εύκολα να λειτουργούν εντός οργανισμών οι κουλτούρες και οι ηγέτες των οποίων μπορεί να είναι πιο δεκτικά σε ορισμένες ιδέες τους. Ευρύτερα, ορισμένες πεποιθήσεις και δυσαρέσκειες των δεξιών τρομοκρατών λευκής ταυτότητας -όπως το ότι οι μετανάστες και οι μειονότητες απειλούν την παραδοσιακή ευρωπαϊκή ταυτότητα και τις αξίες- έχουν απήχηση με κάποιον τρόπο στην mainstream κοινωνία, ακόμα και αν οι περισσότεροι που έχουν αυτές τις απόψεις αποκηρύσσουν τη βία.
Στην Ελλάδα των αντιφάσεων
Στα δικά μας δεδομένα, την ίδια χαρακτηριστική αντίφαση μπορούμε να τη δούμε στην ποινική αντιμετώπιση ενός πολιτικού εξτρεμισμού ακροδεξιών καταβολών ήδη από τη πρώιμη μεταπολίτευση. Η αντιμετώπιση της οργάνωσης των τυφλών βομβιστικών επιθέσεων σε κινηματογράφους στο κέντρο της Αθήνας το 1978 (ΕΛΛΗ και ΡΕΞ) με βασικό εμπλεκόμενο το Νίκο Μιχαλολιάκο δεν κινήθηκε στα πλαίσια του τότε αντιτρομοκρατικού 774/78 «Περί καταστολής της τρομοκρατίας» αλλά βάση του 495/76 «Περί όπλων και εκρηκτικών υλών» και οι κατηγορίες από κακουργηματικές μετατράπηκαν σε πλημελληματικές.

Στην υπόθεση ΜΑΒΗ (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου) και την ένοπλη προβοκάτσια σε αλβανικό στρατόπεδο της μεθορίου το 1994 με απολογισμό δύο νεκρούς και απαλλοτριωθέν οπλισμό με βασικό εμπλεκόμενο τον νυν ευρωβουλευτή του κυβερνώντος κόμματος Φρέντυ Μπελέρη που είχε σχέσεις με το νεοναζιστικό μόρφωμα «Χρυσή Αυγή», η ποινική αντιμετώπιση δεν αφορούσε ούτε εγχώρια, ούτε διεθνή τρομοκρατία, ούτε ίσως κατηγορίες για εθνική προβοκάτσια που θα μπορούσαν να έχουν την μορφή του αδικήματος της προδοσίας αλλά για λαθρεμπόριο.

Στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής που έγινε και κοινοβουλευτικό κόμμα με πρόεδρο το Νίκο Μιχαλολιάκο και που βαρύνεται μεταξύ άλλων με τις ανθρωποκτονίες Παύλου Φύσσα και Σαχζάτ Λουκμάν η ποινική αντιμετώπιση ήταν στα πλαίσια του νόμου 187 για κοινό οργανωμένο έγκλημα και όχι στα πλαίσια του 187α για τρομοκρατία.
Τέλος, έχουμε δύο ιδιαίτερες περιπτώσεις που θα μπορούσαν να είναι ακόμα πιο κοντά στον πυρήνα του ζητήματος που μελετά το άρθρο, τη διαφορετική επικοινωνιακή παρουσίαση «μοναχικών μακελάρηδων». Η πρώτη αφορά στην περίπτωση του ένοπλου εξτρεμιστή Κωνσταντίνου Κατσίφα που στις 28 Οκτώβρη 2018 σκοτώθηκε σε ένοπλη συμπλοκή με την αλβανική αστυνομία όταν επιχείρησε να ανοίξει πυρ εναντίον περιπολικού της αστυνομίας με καλάσνικοφ σε μια προφανή απόπειρα προβοκάτσιας.
Ο Κατσίφας ο οποίος στα σόσιαλ μίντια του εξυμνούσε «Χρυσή Αυγή» και ΜΑΒΗ όχι μόνο δεν έχει καταχωρηθεί άπαξ από το ελληνικό κράτος ως πρόσωπο εμπλεκόμενο με τη διεθνή τρομοκρατία κατά τις σχετικές διεθνείς οδηγίες αλλά το κοινοβούλιο κράτησε τότε και ενός λεπτού σιγή για τον θάνατό του με παρόντα στο προεδρείο τον τότε τέταρτο αντιπρόεδρο της Βουλής Νικήτα Κακλαμάνη που σήμερα έχει αναλάβει την αντικατάσταση του πρώην προέδρου Κωνσταντίνου Τασούλα και εκλεγμένου από τις 12/2 στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η περίπτωση του Κατσίφα, ενός ένοπλου αυτονομιστή που οι ενέργειες του ταυτίζονται με τις αναθεωρητικές τάσεις του ελληνικού βαθέως κράτους, δείχνει όλα όσα πρέπει να ξέρουμε για την σκοπιμότητα της χρήσης του όρου «τρομοκρατία» και της εφαρμογής των αντίστοιχων νομοθεσιών όπου αυτές εφαρμόζονται.