Η αντίληψη αυτή επεξηγεί εν μέρει την «αιφνίδια» ανακοίνωση της στρατηγικής συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ – Βρετανίας – Αυστραλίας (AUKUS) δίχως την παραμικρή διαβούλευση και ενημέρωση των Ευρωπαίων συμμάχων. Ταυτόχρονα αυτή η αντίληψη περιγράφει και τη βεβαιότητα των Αμερικανών ότι οι Ευρωπαίοι ως υποτελείς δεν έχουν καμία άλλη εναλλακτική από το να συρθούν πίσω από το άρμα της αμερικανικής αυτοκρατορίας στην «εκστρατεία» της κατά της Κίνας.
Ο χρόνος θα δείξει αν οι αμερικανικές εκτιμήσεις/προσδοκίες επιβεβαιωθούν. Προς το παρόν πάντως η AUKUS έφερε στην επιφάνεια τη ρωγμή στις σχέσεις των ΗΠΑ με τους Ευρωπαίους συμμάχους, η οποία άρχισε να δημιουργείται μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και να βαθαίνει όσο το μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα άρχισε να διαμορφώνεται σε πολυ-πολικό με τη συμμετοχή πάνω από δύο μεγάλων «παικτών».

Το ΝΑΤΟ, ως μηχανισμός αμερικανικού ελέγχου (κρατά τη Γερμανία κάτω, τη Ρωσία έξω και τις ΗΠΑ μέσα στην Ευρώπη), δυσκολεύεται να παίξει πια τον ρόλο του, καθώς ο μεγάλος γεωπολιτικός/οικονομικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ δεν είναι πια η Σοβιετική Ένωση (ή η Ρωσία), αλλά η Κίνα. Με τη δημιουργία της AUKUS οι Αμερικανοί φιλοδοξούν να «σύρουν» στο πλευρό τους τούς Ευρωπαίους συμμάχους τους στην αρένα όπου δίνουν τη μάχη με την Κίνα για την παγκόσμια ηγεμονία.

Πλήγμα στη Γαλλία

Σημαιοφόροι της ευρωπαϊκής «δυσαρέσκειας» για την αμερικανική αυτοκρατορική αλαζονεία εμφανίστηκαν οι Γάλλοι, καθώς με την AUKUS έχασαν «ζεστά» συμβόλαια εξοπλισμών πάνω από 50 δισ. δολ. που είχαν υπογράψει με την Αυστραλία. Οι γαλλικές απώλειες ωστόσο δεν είναι μόνο οικονομικές αλλά και γεωπολιτικές, καθώς το Παρίσι εξακολουθεί να ζει με την «ανάμνηση» της γαλλικής αυτοκρατορίας που κάποια στιγμή «έλυνε και έδενε» στην Ινδοκίνα.

Στόχος η Γερμανία

Στο πρώτο πλάνο του αμερικανικού χτυπήματος με την AUKUS μπορεί να εμφανίζεται να το δέχεται ο Μακρόν ωστόσο, όπως επισημαίνουν έμπειροι παρατηρητές των ευρωπαϊκών υποθέσεων, ο πρώτος και βασικός στόχος στην Ευρώπη αυτής της αμερικανικής κίνησης είναι η Γερμανία και ειδικότερα η αναμενόμενη μετά τις εκλογές νέα ηγεσία της. Κι αυτό γιατί οι Αμερικανοί δεν αγνοούν το πασιφανές: Όσο η Γερμανία είναι υπό αμερικανικό έλεγχο τόσο θα διατηρείται το καθεστώς υποτέλειας και των υπόλοιπων Ευρωπαίων, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας.

Σύμφωνα με Ευρωπαίο διπλωμάτη που μίλησε στο euroactiv (στον δημοσιογράφο Σαράντη Μιχαλόπουλο), «μπορεί η Γαλλία να έχει βγει μπροστά και να εκβιάζει μια σκληρή ευρωπαϊκή απάντηση, ωστόσο στην πραγματικότητα – κυρίως οι Αμερικανοί – θέλησαν να στείλουν ένα προειδοποιητικό μήνυμα στη μετεκλογική Γερμανία ότι πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες των ΗΠΑ για την Κίνα και ότι πρέπει να σταματήσουν τα παιχνίδια με το Πεκίνο».
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ τού καλά πληροφορημένου euroactiv, «oι Αμερικανοί θεωρούν ότι οι Γαλλογερμανοί ήταν αυτοί που πρώτοι κάρφωσαν πισώπλατα τον Μπάιντεν πριν ακόμη αναλάβει, υπογράφοντας εν μια νυκτί την επενδυτική συμφωνία Ε.Ε. – Κίνας». Τότε, στις 30 Δεκεμβρίου του 2020, λίγο πριν αναλάβει την αμερικανική προεδρία ο Μπάιντεν, Ε.Ε. και Κίνα κατέληξαν επί της αρχής σε μια επενδυτική συμφωνία που θα έδινε στις ευρωπαϊκές εταιρείες μεγαλύτερη πρόσβαση στις κινεζικές αγορές.

Όπως όλοι (πρέπει να) γνωρίζουν, για τέτοιου είδους συμφωνίες της Ε.Ε. οι αποφάσεις λαμβάνονται στο Βερολίνο και προωθούνται από κοινού με το Παρίσι στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., οι οποίες απλώς «χαιρετίζουν» και υπογράφουν, ενδεχομένως και δίχως να έχουν συναίσθηση του διακυβεύματος…
Συνοψίζοντας, αυτό που βλέπει κανείς να αναδεικνύεται στην επιφάνεια είναι η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μετεξελιχθεί σε παγκόσμιο παίκτη, καθώς ουδέποτε φρόντισε να διαμορφώσει αξιόπιστους μηχανισμούς κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ευρωπαϊκός χώρος παραμένει έρμαιο και πελαγοδρομεί μεταξύ των γερμανικών (οικονομικών) και αμερικανικών (στρατηγικών) δυνατοτήτων και επιδιώξεων

Οι εξοπλισμοί του (ελληνικού) προτεκτοράτου

Αν οι Αμερικανοί θεωρούν χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία υποτελείς, εύκολα μπορεί να κατανοήσει κάποιος ότι χώρες σαν την Ελλάδα είναι απλώς προτεκτοράτα. Υπό αυτήν την έννοια στο ερώτημα «τι πράττει η ελληνική κυβέρνηση μέσα σ’ αυτήν την περίοδο γενικότερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων» η απάντηση είναι απλή: Τίποτε.
Η Ελλάδα, με ευθύνη των μεταδικτατορικών κυβερνήσεών της, απλώς αναζητούσε προστασία (οικονομική/πολιτική) στην Ε.Ε. και στρατιωτική στις ΗΠΑ. Η ευρωπαϊκή οικονομική «προστασία», όπως είναι γνωστό, στοίχισε μια χρεοκοπία, ενώ η αμερικανική προστασία σε στρατιωτικό επίπεδο ουδέποτε απόκτησε απτά χαρακτηριστικά σε ό,τι έχει να κάνει με την κλιμακούμενη τουρκική απειλή.


Έτσι, ακριβώς αυτήν την περίοδο που η Τουρκία έχει «απλώσει» εμπράκτως το σύνολο των διεκδικήσεών της, η ελληνική κυβέρνηση εκλιπαρεί τις ΗΠΑ να αναλάβουν την άμυνα της χώρας προσφέροντας γη (στην κυριολεξία) και ύδωρ με την επικείμενη υπογραφή για την ανανέωση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις στρατιωτικές βάσεις.
Ταυτόχρονα και με δεδομένη την εξοπλιστική γύμνια της χώρας (παρά τα δισεκατομμύρια που διατέθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες), η ελληνική κυβέρνηση προχωρά στην υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων (αγορά γαλλικών Rafale), χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να προχωρήσει σε επιλογές, με αντικειμενικό και μόνο κριτήριο τις επιχειρησιακές δυνατότητες των συγκεκριμένων όπλων, όπως αποδεικνύεται από τις δυσκολίες που συναντά στην υλοποίησή του το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Ναυτικού. Για το συγκεκριμένο πρόγραμμα, αν και οι αρμόδιοι (αξιωματικοί του Ναυτικού) έχουν καταλήξει ότι κατάλληλο όπλο είναι τα πλοία που προσφέρουν οι Γάλλοι, η ελληνική κυβέρνηση δεν προχωρά στην απόκτησή τους, καθώς το εν λόγω κονδύλι διεκδικεί και η αμερικανική πολεμική βιομηχανία.
Συμπέρασμα: Ο μόνος τρόπος για να τη γλυτώσει ο βάτραχος που βρίσκεται στον βούρκο όπου παλεύουν οι ελέφαντες είναι να μην είναι εκεί, κάτι για το οποίο ωστόσο δεν φρόντισαν οι κυβερνήσεις του τόπου, μια και – όπως αποδεικνύεται – τους αρέσει να… ρεμβάζουν στους βούρκους.