Εθνική υπόθεση «Γαλάζια Πατρίδα» για την Άγκυρα, παρά τα οικονομικά βάσανα

Είναι αρκετός καιρός τώρα, για την ακρίβεια κάποια χρόνια, που – αν πιστέψουμε τις αναλύσεις – η Τουρκία του Ερντογάν καταρρέει.

Αν και οι εν λόγω προβλέψεις διαψεύδονται πανηγυρικά, επανέρχονται σε κάθε ευκαιρία ως ευσεβείς πόθοι, όπως συμβαίνει τις τελευταίες μέρες με αφορμή τη νομισματική κρίση που συνταράσσει τη γειτονική χώρα.

Πέραν αυτών των ευσεβών πόθων, όμως, η πραγματικότητα, όπως το σύστημα εξουσίας που έχει δημιουργήσει ο Ερντογάν εδώ και μια 20ετία, είναι πιο σύνθετη. Κι αν υπάρχει κάποιος κίνδυνος που αντιμετωπίζει αυτό το σύστημα εξουσίας, αυτός έχει να κάνει περισσότερο με τα βιολογικά προβλήματα του ηγέτη Ερντογάν και λιγότερο με τη νομισματική φουρτούνα.

Το ερώτημα, λοιπόν, που θα έπρεπε να απασχολεί (ειδικά την Αθήνα) δεν είναι αν και πώς ο Ερντογάν θα αντιμετωπίσει τη νομισματική κρίση που σαρώνει τη χώρα του, αλλά πώς θα εξελιχθεί το σύστημα εξουσίας που αυτός έχει οικοδομήσει, αν και όταν η βιολογία τον οδηγήσει στην έξοδο από την κεντρική πολιτική σκηνή ή απ’ αυτόν τον μάταιο τούτο κόσμο. Συναφή με αυτό ερωτήματα είναι:

-Πότε θα αρχίσει η μάχη διαδοχής στο κυβερνών κόμμα;

-Πώς θα εξελιχθεί (θα διαφυλαχτεί) η ενότητα;

-Ποιος θα εμφανιστεί στη θέση του Ερντογάν;

 

-Τι θα αλλάξει στην εξωτερική πολιτική που αυτός έχει χαράξει;

Σταθερός στόχος

Στα πρώτα τρία από τα πιο πάνω ερωτήματα κάθε απάντηση/πρόβλεψη είναι επισφαλής κι αυτό γιατί όσο ο Ερντογάν είναι όρθιος κανείς δεν μπορεί μέσα στο κυβερνών κόμμα να τον αμφισβητήσει και τίποτε (ούτε η τρέχουσα νομισματική κρίση) να τον εκθρονίσει.

Η απάντηση/πρόβλεψη στο τέταρτο ερώτημα («Τι θα αλλάξει στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας μετά τον Ερντογάν;») είναι, έχουμε την εντύπωση, πιο εύκολο να διατυπωθεί. Αρκεί γι’ αυτό να θυμηθούμε την 20ετή πορεία της Τουρκίας υπό την ηγεσία του Ερντογάν και του ιδιόμορφου ισλαμικού κόμματός του.

Αναζητώντας τη μελλοντική θέση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή θα πρέπει κατ’ αρχάς να σημειώσουμε δύο πράγματα:

-Σήμερα η Τουρκία του Ερντογάν έχει καταφέρει να τοποθετείται στο τραπέζι των ισχυρών (συμμετέχει στο G-20) διεκδικώντας αυτονομία στις επιλογές και αυξημένο περιφερειακό ρόλο.

-Η τουρκική αντιπολίτευση είναι «παγιδευμένη» στην ατζέντα που έχει καθορίσει ο Ερντογάν στην εξωτερική πολιτική, παρά τις επιμέρους κριτικές για την αστάθεια που χαρακτηρίζει τις (πρώην) παραδοσιακές σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση, δηλαδή τις ΗΠΑ, την Ε.Ε. και λιγότερο το ΝΑΤΟ.

Πού το πάει

Για να δούμε, λοιπόν, πού πηγαίνει η Τουρκία στο κοντινό μέλλον με ή χωρίς τον Ερντογάν θα πρέπει να έχουμε κατά νου πού ήταν πριν απ’ αυτόν και πού έχει φτάσει σήμερα.

Πριν από το 2002 και την ανάληψη της εξουσίας από τον Ερντογάν το τουρκικό (βαθύ) κράτος εκφραζόταν από το στρατιωτικό/διπλωματικό κεμαλικό σύμπλεγμα, το οποίο ήταν ταυτόχρονα και βασικός πόλος συσπείρωσης των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων που δρούσαν στη χώρα. Σε ό,τι αφορά τον τρόπο που η τουρκική εξωτερική πολιτική έβλεπε την Ελλάδα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις πριν από το 2002, μπορεί να παρατηρήσει κανείς τα εξής:

-1973: Καταγράφονται οι πρώτες τουρκικές αμφισβητήσεις επί ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο (ανατολικό – βόρειο) Αιγαίο.

-1974: Τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου.

-1976: Το τουρκικό ερευνητικό «Χόρα» παραβιάζει την ελληνική υφαλοκρηπίδα.

-1987: Το τουρκικό ερευνητικό «Σισμίκ» συνεχίζει από εκεί όπου είχε σταματήσει μια δεκαετία πριν το «Χόρα».

-1996: Κρίση των Ιμίων και επέκταση των τουρκικών διεκδικήσεων στο νότιο Αιγαίο, στην περιοχή των Δωδεκανήσων.

Είναι φανερό ότι το τουρκικό βαθύ κράτος (και) πολύ πριν από την εμφάνιση του Ερντογάν είχε διατυπώσει τις βλέψεις του σε βάρος τη Ελλάδας δημιουργώντας κρίσεις, οι οποίες κατέληγαν σε απτά διπλωματικά αποτελέσματα (Πρωτόκολλο της Βέρνης, Νταβός, Συμφωνία της Μαδρίτης), που «ροκάνιζαν» ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι ομόφωνα η τουρκική Βουλή έχει διατυπώσει από το 1995 την απειλή πολέμου (casus belli) στην περίπτωση που η Ελλάδα προχωρήσει στην άσκηση του δικαιώματός της και επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω ελληνοτουρκικές κρίσεις διευθετήθηκαν μέσα από διαμεσολαβήσεις (των ΗΠΑ κατά κύριο λόγο) σε μια περίοδο που η Τουρκία ήταν «δεμένη» στην εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον, ακρογωνιαίος λίθος του ΝΑΤΟ και με ανοιχτή την προοπτική ένταξής της στην Ε.Ε.

Μακριά από τη Δύση

Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ερντογάν τίποτε από τα πιο πάνω δεν ισχύει.

-Το κόμμα του Ερντογάν απαγόρευσε το 2003 τη χρησιμοποίηση τουρκικού εδάφους για την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ.

-Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις σήμερα βρίσκονται στο ναδίρ.

-Η Τουρκία εμφανίζεται ως υπονομευτής της συνοχής του ΝΑΤΟ με την προώθηση της τουρκορωσικής στρατιωτικής συνεργασίας (S-400 και πυρηνικό πρόγραμμα με ρωσική βοήθεια και τεχνογνωσία).

-Ο δρόμος προς την Ε.Ε. έχει κλείσει οριστικά και αμετάκλητα ως επιλογή της Άγκυρας.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια σαφής σύνδεση του κεμαλικού τουρκικού παρελθόντος με το «ερντογανικό» παρόν του τουρκικού κράτους κι αυτό είναι οι τουρκικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας, οι οποίες όχι μόνο παραμένουν στο τραπέζι, αλλά έχουν επεκταθεί στο σύνολο των ελληνοτουρκικών θαλάσσιων συνόρων.

Οι πλόες του τουρκικού ερευνητικού «Ορούτς Ρέις» που ξεκίνησαν από το 2015 και κορυφώθηκαν το καλοκαίρι του 2020 με έρευνες στο όριο των 6 μιλίων από τη Ρόδο και το Καστελλόριζο περιγράφουν την εθνική διακομματική τουρκική αποφασιστικότητα να διεκδικήσει την αλλαγή των Συνθηκών και τον ρόλο της περιφερειακής υπερδύναμης.

Ενδεχομένως η τρέχουσα νομισματική κρίση που μαστίζει την Τουρκία μπορεί να κοστίσει πολιτικά στον Ερντογάν και να δρομολογήσει εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Ακόμη κι αν αυτό συμβεί, ωστόσο, είναι φρούδες οι ελπίδες όσων θεωρούν ότι η Τουρκία υπό όποια ηγεσία θα αλλάξει προσανατολισμούς στην εξωτερική της πολιτική…