Οι συγκυρίες, προφανώς, επηρεάζουν την ένταση με την οποία κάθε φορά αποτυπώνεται / εκδηλώνεται το ελληνοτουρκικό πρόβλημα, το οποίο στην ουσία του, αν και «απλό», παραμένει δυσεπίλυτο, καθώς καμία ελληνική κυβέρνηση δεν είναι δυνατό να αποδεχτεί τις αναθεωρητικές βλέψεις / απαιτήσεις της Άγκυρας.

Το τι επιδιώκουν οι δύο χώρες είναι σαφές: Η Τουρκία, ανεξάρτητα από το ποιος την κυβερνά, μεθοδεύει την αναθεώρηση των Συνθηκών (Λωζάννη) που «περιέκοψαν» την Οθωμανική Αυτοκρατορία δημιουργώντας το σύγχρονο τουρκικό κράτος. Η Ελλάδα από την πλευρά της, έχοντας αποδεχτεί τη Μικρασιατική Καταστροφή, επιδιώκει τη διαφύλαξη του σημερινού status όπως έχει διαμορφωθεί από τις Συνθήκες.

Είναι προφανές και αυτονόητο ότι το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται για τις ελληνικές κυβερνήσεις η ικανοποίηση των τουρκικών αιτημάτων / απαιτήσεων είναι ανυπέρβλητο. Τα πάγια, εδώ και μισό αιώνα, «αιτήματα» της Άγκυρας σε γενικές γραμμές είναι:

 
  • Απεμπόληση του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.
  • Συμμόρφωση με την άποψη ότι τα νησιά δεν έχουν δικαιώματα σε ΑΟΖ πέραν των (6 μιλίων) χωρικών τους υδάτων.
  • Αποδοχή ότι στο Αιγαίο υπάρχουν βράχοι, νησίδες και βραχονησίδες με αδιευκρίνιστο (από τις Συνθήκες) καθεστώς.
  • Συμμόρφωση με την απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών.

Πάγιες απαιτήσεις

Αυτές, σε γενικές γραμμές, είναι οι τουρκικές απαιτήσεις οι οποίες διατυπώνονται εμπράκτως από το 1973 και έχουν οδηγήσει στις ελληνοτουρκικές κρίσεις – το ’76 (με την έξοδο του ερευνητικού «Χόρα»), το ’87 (με την έξοδο στο Αιγαίο του «Σισμίκ»), το ’96 (Ίμια), το ’20 (με τις έρευνες μέχρι και 6,5 μίλια από τις ακτές της Ρόδου, του Καστελλόριζου και της Κρήτης από το «Ορούτς Ρέις») – στο χείλος της θερμής αναμέτρησης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι έπειτα από κάθε ελληνοτουρκική κρίση η αμερικανοΝΑΤΟϊκή επιδιαιτησία «έσπρωχνε το πρόβλημα» προς το μέλλον, προσφέροντας ωστόσο κάποια κέρδη στην Άγκυρα, η οποία κάθε φορά πετύχαινε να βάλει στο τραπέζι για συζήτηση τις απαιτήσεις της εμπλουτίζοντας το σώμα των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα ουσιαστικά έχει συμμορφωθεί με την τουρκική απαίτηση που έχει διατυπωθεί με απειλή πολέμου και δεν έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια στο Αιγαίο.

Μετά τις κρίσεις του ’76 και ’87 η Αθήνα έχει αποδεχτεί ότι δεν έχει δικαίωμα ερευνών και εκμετάλλευσης πιθανών κοιτασμάτων πέρα από τα 6 μίλια των ακτών της στο Αιγαίο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν έχει δικαίωμα να ερευνήσει πέρα από τα 6 μίλια από τις ακτές του Σουνίου για παράδειγμα ή από τις ακτές της Θάσου όπου, στο συγκεκριμένο σημείο, υπάρχουν ελπιδοφόρες ενδείξεις για ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου.

Μετά την κρίση των Ιμίων η Ελλάδα αποδέχτηκε τα «τουρκικά ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο» γεγονός που τοποθετεί στο σώμα των ελληνοτουρκικών διαφορών την τουρκική αντίληψη ότι «στο Αιγαίο υπάρχουν βράχοι, βραχονησίδες και νησίδες των οποίων το καθεστώς κυριαρχίας δεν διευκρινίζεται από τις Συνθήκες»

 

Με την κρίση του «Ορούτς Ρέις» το καλοκαίρι του ’20 η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε την (αμερικανική) πρόταση για την ανάγκη μείωσης του στρατιωτικού αποτυπώματος στην περιοχή, γεγονός που άνοιξε τη συζήτηση για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών στο ανατολικό Αιγαίο, η οποία μάλιστα ώς έναν βαθμό προχωρά με το πρόσχημα της μεταφοράς οπλικών συστημάτων κρίσιμων για την αεράμυνά τους στην Ουκρανία…

Τι γίνεται στα νησιά

Ως προς αυτό το τελευταίο τουρκικό αίτημα (αποστρατιωτικοποίηση των νησιών) το οποίο η Άγκυρα έφερε με ιδιαίτερη ένταση στο προσκήνιο μετά τη συμφωνία για αποχώρηση του «Ορούτς Ρέις» (τέλος καλοκαιριού του 2020) θα πρέπει να επισημανθεί το εξής: τις τελευταίες δύο βδομάδες οι κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες (Ερντογάν, Ακάρ, Τσαβούσογλου, Καλίν ) που σχεδόν καθημερινά ζητούσαν την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών σταμάτησαν «ξαφνικά» να θέτουν αυτό το θέμα.

Αυτή η ξαφνική «σιωπή» της Άγκυρας για το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών πιθανότατα συνδέεται με τις πληροφορίες που θέλουν την ελληνική κυβέρνηση να προχωρά ταχύτατα τη διαδικασία της μεταφοράς οπλικών συστημάτων αεράμυνας ρωσικής κατασκευής από τα νησιά στην Ουκρανία.

Είναι ήδη γνωστό ότι η κυβέρνηση έχει ικανοποιήσει το αίτημα του ΝΑΤΟ (για την ακρίβεια των ΗΠΑ) και έχει «ξαλαφρώσει» τα ελληνικά νησιά από τα άρματα BMP-1 που ο οπλισμός τους συνέβαλε στην αεράμυνα. Αξιοσημείωτα επίσης είναι τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, σύμφωνα με τα οποία η κυβέρνηση συζητά το ενδεχόμενο να στείλει στην Ουκρανία τα ρωσικά οπλικά συστήματα S-300 και TOR M1, που αποτελούν (ειδικά τα TOR M1) κρίσιμα στοιχεία για την αεράμυνα των νησιών.

Μετά τις εκλογές… βλέπουμε

Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να συμμορφωθεί (και) στην (αμερικανική) υπόδειξη περί μείωσης του στρατιωτικού αποτυπώματος στην ελληνοτουρκική μεθόριο δεν μεταβάλλει την ουσία της τουρκικής τακτικής, η οποία μάλιστα στη δεδομένη κρίσιμη προεκλογική περίοδο που αντιμετωπίζει το σύστημα εξουσίας του Ερντογάν παραμένει άκρως επιθετική.

Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να συγκρατήσουμε τις πρόσφατες δηλώσεις του Ερντογάν, ο οποίος επανέφερε το θέμα της «καταπίεσης της τουρκικής μειονότητας στη Θράκη» καθώς και αυτές των Ακάρ και του εξ απορρήτων του Ερντογάν Ιμπραήμ Καλίν, οι οποίοι συντηρούν το αφήγημα περί μετατροπής της Ελλάδας σε εξάρτημα των αμερικανικών σχεδίων που στρέφονται (και) κατά της Τουρκίας. Άλλωστε η υπόδειξη της Ελλάδας ως «εχθρού» της Τουρκίας εξυπηρετεί τις εσωτερικές πολιτικές ανάγκες του κυβερνώντος κόμματος, όπως βολεύει και τον Κυριάκο Μητσοτάκη η τουρκική επιθετικότητα η οποία δημιουργεί την ανάγκη συσπείρωσης γύρω από την κυβέρνηση.

Κάπως έτσι, η (ελεγχόμενη) ένταση φαίνεται ότι θα είναι το βασικό χαρακτηριστικό κατά την προεκλογική περίοδο που διανύουν οι δύο χώρες.

Όσο για το τι θα γίνει μετά το συνόψισε σε δηλώσεις του ο Τούρκος Πρόεδρος λέγοντας: «Το τι θα προκύψει αύριο είναι διαφορετικό θέμα. Αλλά βέβαια η Ελλάδα δεν κάθεται φρόνιμα. Συνεχεία μιλάει εναντίον μας και μας επιτίθεται. Επίσης αυτοί κάνουν διάφορες καμπάνιες μέσα στην Ε.Ε. Μετά τις εκλογές θα ανοίξει μια νέα περίοδος».