Αν κάποιος ξεπεράσει το πανηγυρικό κλίμα που δημιούργησε η συμφωνία των ΥΠΟΙΚ των επτά πιο ανεπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη για ελάχιστο ενιαίο συντελεστή φορολόγησης επιχειρήσεων, θα διαπιστώσει ότι, πέραν ενός πρώτου και μάλλον δειλού βήματος, η συμφωνία δεν σηματοδοτεί και πολλά πράγματα.

 
 
Αντιθέτως, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζεται περίπου ως fait accompli, υπάρχει πολύς δρόμος να διανυθεί ακόμη και γι’ αυτό το μάλλον χαμηλό 15% που συμφωνήθηκε ως ελάχιστος φορολογικός συντελεστής, καθώς από εδώ και πέρα ο δρόμος μέχρις ότου αυτή η συμφωνία υλοποιηθεί είναι μακρύς και γεμάτος με πολλά και δύσβατα εμπόδια.

Οι δυο πυλώνες
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εν όψει της συνόδου κορυφής των G7 στην Κορνουάλη από τις 11 έως τις 13 Ιουνίου, οι ΥΠΟΙΚ των χωρών – μελών της ομάδας συμφώνησαν σε ένα πλαίσιο φορολόγησης των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων – ιδίως δε των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας.
Ο στόχος είναι και οι εταιρείες αυτές να πληρώνουν τους φόρους που αντιστοιχούν στα πραγματικά τους κέρδη, αλλά και να σταματήσει ο «αγώνας προς τα κάτω», όπως είπε η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν αναφερόμενη στους όλο και χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές που διάφορες χώρες προσφέρουν στις επιχειρήσεις προκειμένου να τις δελεάσουν να μεταφέρουν τις έδρες τους στις χώρες αυτές.
Η συμφωνία των ΥΠΟΙΚ των επτά χωρών (ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία και Καναδάς) περιλαμβάνει δύο πυλώνες:
● Ο πρώτος αφορά στην καθιέρωση ελάχιστου φορολογικού συντελεστή 15% για τις επιχειρήσεις και
● Ο δεύτερος προβλέπει ότι οι πολυεθνικές που έχουν τουλάχιστον 10% περιθώριο κέρδους θα δίνουν το 20% των κερδών τους στη χώρα όπου βρίσκονται.

Οι τεχνολογικοί γίγαντες

Στο «στόχαστρο» της συμφωνίας αυτής βρίσκονται κυρίως πολυεθνικές επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας, όπως οι Google, Facebook, Amazon κ.λπ., οι οποίες συνήθως εγκαθιστούν τις έδρες τους σε χώρες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, όπου φορολογούνται για το σύνολο της δραστηριότητάς τους, άσχετα αν αυτή πραγματοποιείται στο μεγαλύτερο μέρος της σε άλλες χώρες.
Στην ουσία η συμφωνία θέλει να αποτρέψει το φαινόμενο των εξαιρετικά χαμηλών συντελεστών που υιοθετούν ως κίνητρο κάποιες χώρες, αλλά και η φορολόγηση των εταιρειών να γίνεται στη χώρα δραστηριοποίησής τους και όχι μόνο εκεί όπου έχουν την έδρα τους.

Το παράδειγμα της Apple


Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρακτικής αυτής είναι το «πρόστιμο» που η Κομισιόν επέβαλε το 2016 στην Apple, ουσιαστικά ζητώντας της να επιστρέψει στην Ιρλανδία 13 δισ. ευρώ ως διαφυγόντες φόρους, λόγω ειδικών προβλέψεων που το Δουβλίνο είχε θεσμοθετήσει για την εταιρεία.
Το 2020 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δικαίωσε την Ιρλανδία, η οποία είχε προσφύγει κατά της απόφασης της Επιτροπής, η οποία με τη σειρά της εφεσίβαλε την απόφαση, ενώ το Δουβλίνο σημείωσε ότι «η Ιρλανδία ήταν πάντα ξεκάθαρη ότι δεν υπήρξε καμία ειδική μεταχείριση στις δύο εταιρείες της Apple. Το ακριβές ποσό χρεώθηκε σύμφωνα με τους ιρλανδικούς κανόνες φορολόγησης».

 

Την περίοδο 2003-2014 προβλεπόταν για τα κέρδη από τις δραστηριότητες της εταιρείας στην Ιρλανδία φορολογικός συντελεστής που ξεκίνησε το 2003 από το 1% και κατέληξε στο 0,005% το 2014.

Οι πρώτες αντιδράσεις


Και κάπου εδώ αρχίζουν να διαφαίνονται τα προβλήματα της συμφωνίας: χώρες όπως η Ιρλανδία, η Ουγγαρία και η Τσεχία ακολουθούν μια επιθετική πολιτική κινήτρων, προκειμένου να πείσουν πολυεθνικές επιχειρήσεις να φέρουν τις δραστηριότητές τους στις χώρες αυτές. Για παράδειγμα, η Apple απασχολεί στην Ιρλανδία περίπου 6.000 άτομα, ενώ σκόπευε να προχωρήσει σε επένδυση ύψους ενός δισ. δολαρίων, επένδυση που «έμεινε στον αέρα» μετά το πρόστιμο της Κομισιόν και τις δικαστικές περιπέτειες.

 
Αντίστοιχες τακτικές έχουν ακολουθήσει κι άλλες χώρες, όπως το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία, οι οποίες για την ώρα είναι σιωπηλές σχετικά με την απόφαση των G7: μόνο ο Ιρλανδός ΥΠΟΙΚ Πασκάλ Ντόναχιου αντέδρασε σημειώνοντας ότι «είναι προς το συμφέρον όλων να αποκτήσουμε μια βιώσιμη, φιλόδοξη και δίκαιη συμφωνία της διεθνούς φορολογικής αρχιτεκτονικής».

Περιμένοντας τους G20


Επίσης ΜΚΟ κατά της φτώχειας και της ανισότητας επισημαίνουν ότι η συμφωνία, έτσι όπως διατυπώνεται, ευνοεί κυρίως τις μεγάλες και ισχυρές χώρες, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα σε πιο φτωχές χώρες, οι οποίες είχαν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα χάρη στη χαμηλή φορολόγηση των πολυεθνικών και εκτιμώντας ότι δεν πρόκειται να υπάρξει κάποια σοβαρή αναδιανομή του πλούτου προς τα πιο αδύναμα στρώματα.
Από την άλλη, μελέτες έχουν δείξει ότι μόνο στην Ε.Ε. θα υπάρξει αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 50 δισ. ευρώ με την εφαρμογή του φορολογικού συντελεστή 15% σε όλες τις χώρες. Ωστόσο, το «όλες οι χώρες» και κυρίως το «πότε» παραμένουν ακόμα στο επίπεδο του… θα δούμε.
Άλλωστε, πριν από τη σύνοδο κορυφής των G20 τον ερχόμενο Ιούλιο, οπότε στη συζήτηση θα μπουν και αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως η Βραζιλία, η Ινδία, το Μεξικό αλλά και η Κίνα (που αποτελεί από μόνη της ξεχωριστό κεφάλαιο), είναι δύσκολο να προβλεφθεί ένα χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της συμφωνίας των «επτά».

Θετική υποδοχή και από τις εταιρίες

Ακόμα, όμως, κι αν υπάρξει μια ευρύτερη συμφωνία, η μετατροπή της σε φορολογικό νόμο θα χρειαστεί καιρό και τα αποτελέσματά της δεν θα φανούν άμεσα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τρεις κολοσσοί της τεχνολογίας, η Google, η Amazon και το Facebook υποδέχθηκαν με θετικό τρόπο τις ανακοινώσεις των ΥΠΟΙΚ της ομάδας G7.
Κατά πάσα πιθανότητα γνωρίζουν τα όρια των δυνατοτήτων των χωρών, τα «παραθυράκια» που θα παραμείνουν ανοιχτά και προς το παρόν, τουλάχιστον, δεν επιθυμούν να πάνε κόντρα στο ρεύμα, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πληρώνουν κάτι παραπάνω.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η αρχική πρόταση του Προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν για τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή ήταν 21%, αλλά μάλλον έκρινε ότι δεν θα περνούσε σε παγκόσμιο επίπεδο, οπότε περιορίστηκε στο 15%. Ας προστεθεί ότι ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις στην Ιρλανδία είναι 12,5%…