Όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο "η αξιολόγηση στην εκπαίδευση" το 2007 δεν είχα ιδέα ότι μερικά χρόνια αργότερα δύο εκ των συγγραφέων του,

οι Kostas Therianos και Γιώργος Καββαδίας θα με τιμούσαν με τη φιλία τους. Τους ευχαριστώ πολύ γιατί μπορώ κι εγώ με τη σειρά μου παρουσιάζοντας το βιβλίο τους

να συνοψίσω όλη την επιχειρηματολογία εναντίον της αξιολόγησης. Ιδιαίτερα σήμερα σε μια ιδιαίτερα σημαντική στιγμή για την εκπαιδευτική κοινότητα, που καλείται για άλλη μια φορά

να αξιολογήσει και να αξιολογηθεί.

Το βιβλίο είναι τόσο επίκαιρο σα να έχει γραφτεί μόλις χθες.

Γράφει η Μαίρη Πλέσσα*

«Παράνομη κρίθηκε από το Δικαστήριο η απεργία – αποχή από κάθε αξιολόγηση των ΔΟΕ, ΟΛΜΕ, ΠΟΣΕΕΠΕΑ και ΟΙΕΛΕ. Προχωράμε στην αξιολόγηση που αποτελεί σημαντική παράμετρο για τη συνολική αναβάθμιση της εκπαίδευσης», έγραψε η Υπουργός Παιδείας στην προσωπική της σελίδα στο facebook.

Στα σχολεία πνέει αέρας του 2014, αφού και τότε οι εκπαιδευτικοί είχαν ήδη εκφράσει την άρνησή τους στις διαδικασίες για την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων. Στο ερώτημα, επομένως, γιατί η παιδεία είναι «καζάνι που βράζει», η απάντηση έρχεται από ένα βιβλίο που εκδόθηκε για πρώτη φορά το (όχι και τόσο) μακρινό 2007, πριν δηλαδή τη δημοσιονομική κρίση, την ένταξη της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης και τη συνακόλουθη πολιτική περικοπής πόρων στην παιδεία, η οποία επέφερε αλυσιδωτές αλλαγές στον κλάδο των εκπαιδευτικών.

Το βιβλίο επιγράφεται «Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση» και οι συγγραφείς τους είναι οι Χ. Κάτσικας, Κ. Θεριανός, Θ. Τσιριγώτης και Γ. Καββαδίας, όλοι μάχιμοι εκπαιδευτικοί με πλούσιο συγγραφικό έργο και κοινωνική/συνδικαλιστική δράση στο χώρο της εκπαίδευσης. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσουμε όλη την επιχειρηματολογία του βιβλίου σχετικά με την αξιολόγηση της εκπαίδευσης και να καταδείξουμε ότι η ιδέα της αξιολόγησης δεν είναι ούτε ιδεολογικά ουδέτερη ούτε αναδύεται την τελευταία δεκαετία, αλλά αποτελεί τη διελκυστίνδα, μέσα από την οποία ο νεοφιλελευθερισμός επιχειρεί να οικοδομήσει το δικό του «όραμα» για την παιδεία.

Το εξώφυλλο του υπό συζήτηση βιβλίου

Οι συγγραφείς δεν εξετάζουν την αξιολόγηση ξέχωρα από τα πολιτικά και οικονομικά συμφραζόμενά της ούτε την περιορίζουν στο ελληνικό πλαίσιο. Είναι φανερό ότι η αξιολόγηση εντάσσεται στο πλαίσιο εκπαιδευτικών πολιτικών που διαμορφώνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από τη δεκαετία του ΄90. Μια σειρά νόμων στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος έχει διεθνώς συρρικνώσει το βιοτικό επίπεδο δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων στα όρια της απλής επιβίωσης, αφαιρώντας τους παράλληλα και τη δυνατότητά τους να εκφραστούν συλλογικά μέσα από συνδικάτα ή άλλες κοινωνικοπολιτικές οργανώσεις.

Ο ΟΟΣΑ με σειρά εκθέσεών του διεθνώς τάσσεται υπέρ του περιορισμού των δημόσιων δαπανών. Αυτό επηρεάζει κατεξοχήν το χώρο της εκπαίδευσης, καθώς «χωρίς γενναίες αυξήσεις δαπανών για την παιδεία, καμία καινοτομία δεν μπορεί να λειτουργήσει, χωρίς επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, χωρίς δραστικό περιορισμό του μέγιστου αριθμού μαθητών ανά τμήμα,  χωρίς μαζικούς διορισμούς μόνιμου προσωπικού, χωρίς κατάλληλα και άρτια εξοπλισμένα κτίρια, χωρίς να έχει κάθε καθηγητής στο γραφείο του τη βιβλιοθήκη τον υπολογιστή του και αυτή η καινοτομία θα αποδειχθεί πομφόλυγα με αρνητικά αποτελέσματα» (σ. 43).

Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, η αυτοαξιολόγηση, η αξιολόγηση σχολικής μονάδας, οι δείκτες ποιότητας εκπαίδευσης είναι έννοιες κλειδιά μιας προσπάθειας εκσυγχρονισμού της αξιολόγησης. Στην κυρίαρχη πολιτική η αξιολόγηση φαντάζει ως μια μέθοδος εκπαιδευτικής πολιτικής που θα προσδώσει στα βασικά χαρακτηριστικά του σχολείου εκείνα μιας ανταγωνιστικής επιχείρησης. Η μετατροπή της γνώσης σε εμπόρευμα και η υποταγή του σχολείου στους νόμους ελεύθερης αγοράς διαμορφώνει βαθμιαία ένα νέο τύπο σχολείου το σχολείο της αγοράς. Σε αυτό το πλαίσιο προτείνεται η εφαρμογή μεθόδων συγκριτικής αξιολόγησης (benchmarking).

Το τρίπτυχο έλεγχος – ποιότητα – αξιολόγηση έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία στην ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική και σε διεθνείς οργανισμούς, υιοθετώντας πλήρως το οικονομικό/τεχνοκρατικό λεξιλόγιο της ανταγωνιστικότητας και αποδοτικότητας και προωθώντας τεχνικές επιτήρησης και μηχανισμών εποπτείας και λογοδοσίας σε προδιαγεγραμμένους στόχους, που συσχετίζονται με τη διασφάλιση ποιότητας, την πιστοποίηση και την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών πρακτικών.

Πίσω, επομένως, από τους δείκτες αξιολόγησης από τη μία ενισχύεται η κατηγοριοποίηση και ο  ταξικός χαρακτήρας του σχολείου, καθώς περιορίζεται η προσαρμοστικότητα του χρονοδιαγράμματος στις ειδικές συνθήκες μαθητικού δυναμικού που έχει μπροστά του ο εκπαιδευτικός κι από την άλλη δίνεται η δυνατότητα αξιολόγησης του διδακτικού έργου με αντικειμενικούς τάχα δείκτες οι οποίοι στην πραγματικότητα περιορίζουν την παιδαγωγική ελευθερία του εκπαιδευτικού.

Καθώς τα κεντρικά σχεδιασμένα αναλυτικά προγράμματα σπουδών προβάλλουν ένα πολυποίκιλο κατακερματισμό πληροφοριών και δεξιοτήτων με αποτέλεσμα την αποδιάρθρωση μιας συνολικής κριτικής σκέψης, σε συνδυασμό με μέτρα που αφορούν στην ενίσχυση του εξετασιοκεντρικού χαρακτήρα του σχολείου (βλέπε τώρα Τράπεζα θεμάτων και Ειδική Βάση Εισαγωγής), αυτό έχει συνέπεια την απομάκρυνση από το λύκειο ακόμη όλο και περισσότερων μαθητών που αναγκάζονται να καταφεύγουν στην περιβόητη «κατάρτιση», ενώ για όσους μένουν το φροντιστήριο φαντάζει μονόδρομος.

Η κοινή γνώμη χειραγωγείται με την ιδέα ότι η αξιολόγηση προβάλλεται ως παιδαγωγική/εκπαιδευτική αναγκαιότητα, αφού για την κακοδαιμονία του σχολείου ευθύνεται η έλλειψη αξιολόγησης και ελέγχου των εκπαιδευτικών. Αυτή η άποψη πυροδοτείται από την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των γονέων, οι οποίοι αναγκάζονται να βάλουν βαθιά το χέρι στον οικογενειακό προϋπολογισμό για την πολυπόθητη είσοδο των παιδιών τους στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η οποία σε συνδυασμό με την απαξίωση των πτυχίων πριμοδοτεί την οικοδόμηση πεποιθήσεων σύμφωνα με τις οποίες «αν ένας μαθητής δε μαθαίνει γράμματα στο σχολείο ή αναγκάζεται να πληρώνει φροντιστήριο ή το απολυτήριο δεν του εξασφαλίζει μία θέση στην αγορά εργασίας για όλα αυτά και πολλά άλλα ευθύνεται ο εκπαιδευτικός ο οποίος είναι αποτελεσματικός ή άπειρος ή τεμπέλης η ανίκανος τόσο όσο και ένας υδραυλικός που δεν μπορεί να επισκευάσει μία βρύση ή ένας γιατρός που δεν είναι ικανός να θεραπεύσουν μία γρίπη»  (σ. 54-55).

Οι συγγραφείς τονίζουν πως «όσοι μιλούν σήμερα για την αξιολόγηση που θα βελτιώσει το σχολείο και τον εκπαιδευτικό αγνοούν συνειδητά ή ασυνείδητα την ιστορία της αξιολόγησης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα […]. Η ιστορική αναδρομή του θεσμού της αξιολόγησης στην εκπαίδευση δείχνει ξεκάθαρα ότι η αξιολόγηση δεν χρησιμοποιήθηκε για να βελτιωθεί το σχολείο αν και πάντα εμφανιζόταν έτσι, δηλαδή σαν μηχανισμός βελτίωσης» (σ. 67-69).

Μέσα από μια ευρεία περιήγηση στην ιστορία της εκπαιδευτικής αξιολόγησης όλο τον 20ο αιώνα αναδεικνύεται ότι έως το 1982, όταν καταργήθηκε ο θεσμός του επιθεωρητή, οι επιθεωρητές και η αξιολόγηση ουδέποτε υπήρξαν σύμβουλοι του εκπαιδευτικού και μηχανισμός βελτίωσης του σχολείου. Η αξιολόγηση χρησίμευσε ως μηχανισμός του μετεμφυλιακού κράτους να απαλλαγεί από όσους εκπαιδευτικούς δεν ήταν πειθήνιοι στο καθεστώς, ενώ και στη Μεταπολίτευση τα κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των διευθυντών αποτελούσαν οι πελατειακές σχέσεις που είχαν οι εκπαιδευτικοί με το κυβερνών κόμμα.

Δεν πρέπει, επομένως, να μας κάνει εντύπωση η αντίδραση του εκπαιδευτικού κόσμου. Αυτό που καταδεικνύεται μέσα από το βιβλίο είναι ότι από τη στιγμή που το κράτος έχει στα χέρια του ένα εργαλείο αξιολόγησης εκπαιδευτικών είτε για τις ιδέες τους είτε για την ποιότητα της διδασκαλίας τους είτε για οτιδήποτε, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτό δεν θα χρησιμοποιηθεί σαν μοχλός πολιτικής πίεσης ιδιαίτερα σε καιρούς που το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει και οι κοινωνικές αντιδράσεις οξύνονται.

Ασπρίμαυρη φωτογραφάι εποχής με την αξιολόγηση του 1970

Αξιολόγηση στην μετεμφυλιακή περίοδο 

Στην πραγματικότητα, άλλωστε, ποτέ και πουθενά δεν λειτούργησε η αξιολόγηση προς βελτίωση της εκπαίδευσης, αλλά μόνο ως μηχανισμός πειθαναγκασμού των εκπαιδευτικών, γιατί η εκάστοτε πολιτική ηγεσία και η κυρίαρχη τάξη θεωρεί σκοπό της εκπαίδευσης τη διευρυμένη αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων και τη διαιώνιση της κυρίαρχης ιδεολογίας της.

Καθώς οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες έχουν αλλάξει, τα κριτήρια της αξιολόγησης έχουν μετονομαστεί σε αντικειμενικούς δείκτες και στατιστικά μοντέλα «δε σημαίνει ότι ουσία των πραγμάτων έχει αλλάξει η αξιολόγηση ήταν είναι και θα είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου η άρχουσα τάξη προσπαθεί να παγιώσει την ιδεολογία της και να ελέγξει τις ανεπιθύμητες παρεκκλίσεις των ζωντανών στοιχείων της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών και των μαθητών» (σ. 69).

Γι’ αυτό και η πολιτική εξουσία επιδιώκει να δημιουργήσει το θεσμικό υπόβαθρο για την άσκηση ενός τεχνοκρατικού/γραφειοκρατικού ελέγχου πάνω στο εκπαιδευτικό σύστημα, ο οποίος να αντιστοιχεί στο νέο μοντέλο εργασιακών σχέσεων, το μοντέλο της ευλυγισίας και επισφαλούς εργασίας, το οποίο είναι απόρροια της αποδόμησης του Κράτους πρόνοιας σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο επικρατούσα πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Με άλλα λόγια, η αξιολόγηση είναι ο κυριότερος μοχλός ανατροπής των εργασιακών σχέσεων στη δημόσια εκπαίδευση.

Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου αποτελεί τον κυριότερο μοχλό διαμόρφωσης της εσωτερικής ζωής του σχολείου, καθώς οι εκπαιδευτικοί μετατρέπονται σε «συμβολαιογράφους επιδόσεων και οι μαθητές διαβάζουν μόνο όσα είναι χρήσιμα για τις εξετάσεις» (σ. 128). Οι συγγραφείς υποστηρίζουν την κυρίαρχη αντίληψη του εκπαιδευτικού κόσμου ότι χωρίς σημαντικές αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, χωρίς πόρους για κτήρια και εποπτικά μέσα διδασκαλίας, χωρίς ουσιαστικές και σε βάθος αλλαγές στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση και στην επιμόρφωση εκπαιδευτικών, «η αξιολόγηση είναι ο μοναδικός τρόπος πειθαναγκασμού και υποταγής της εσωτερικής ζωής του σχολείου σε συγκεκριμένες νόρμες. Ο τρόπος αξιολόγησης του σχολείου προσαρμόζει σχεδόν αυτόματα ολόκληρη τη σχολική ζωή στις επιταγές του» (σ. 128-129).

Η αξιολόγηση, άλλωστε, δίνει στο Υπουργείο Παιδείας τη δυνατότητα να «πετάξει το μπαλάκι» στους εκπαιδευτικούς, αποποιούμενο αφενός τις ευθύνες του για την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης κι αφετέρου να «κλείσει τα μάτια» στο γεγονός ότι τα μορφωτικά, οικονομικά χαρακτηριστικά της οικογένειας αντανακλούν την κοινωνική θέση της, ασκώντας μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού και κατά συνέπεια και στη σχολική του επίδοση. Η αυτοαξιολόγηση δημιουργεί την εντύπωση ότι η εκάστοτε κυβέρνηση δεν γνωρίζει τα προβλήματα της εκπαίδευσης και καθηγητές θα της τα γνωστοποιήσουν μέσα από τις φόρμες που θα τα συμπληρώσουν.

Το βιβλίο κλείνει παραθέτοντας εμπειρίες από την εφαρμογή της αξιολόγησης την Ευρώπη την εποχή που γράφτηκε (2007). Καταδεικνύεται τόσο μέσα από το βιβλίο όσο και από σύγχρονες έρευνες που αφορούν σε εκπαιδευτικά συστήματα, όπου η αξιολόγηση έχει θεσμοθετηθεί, ότι η εφαρμογή της έχει σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή του σχολείου, στις μαθησιακές δραστηριότητες που αναπτύσσονται μέσα σε αυτό και στον τρόπο εργασίας του εκπαιδευτικού, αυξάνοντας τα επίπεδα εργασιακού άγχους και εξουθένωσης κι ενισχύοντας τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες, χωρίς τελικά να επιτύχει την πολυπόθητη βελτίωση και αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας.

Πηγή: Κάτσικας, Χ., Θεριανός, Κ, Τσιριγώτης, Θ. και Καββαδίας, Γ. (2007). Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Αθήνα: εκδ. οίκος Α.Α. Λιβάνη

*Η Μαίρη Πλέσσα είναι Φιλόλογος – Ιστορικός, Μ.Α., M.ed