Το νομοσχέδιο για την ενδοσχολική βία και τον εκφοβισμό (ακριβής τίτλος: «”Ζούμε Αρμονικά Μαζί – Σπάμε τη Σιωπή”: Ρυθμίσεις για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας και του εκφοβισμού στα σχολεία και άλλες διατάξεις»), που από τις 9 του Φλεβάρη έχει τεθεί σε διαβούλευση, δεν είναι τόσο αθώο και ακίνδυνο όσο θέλει να φαίνεται.

Το υπουργείο Παιδείας, βεβαίως, αναγγέλλει με τυμπανοκρουσίες ότι πρόκειται για πρωτοβουλία που «συμπληρώνει υφιστάμενες δράσεις του ΥΠΑΙΘ σε αυτή την κατεύθυνση, όπως ο διπλασιασμός ψυχολόγων-κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία, επιμορφώσεις εκπαιδευτικών, ο σύμβουλος σχολικής ζωής, σχετικές θεματικές στο πλαίσιο των εργαστηρίων δεξιοτήτων και των νέων προγραμμάτων σπουδών, ενίσχυση υποστηρικτικών θεσμών όπως τα ΚΕΔΑΣΥ».

Ολα τούτα λέγονται για τον εντυπωσιασμό της «κοινής γνώμης», για να φανεί ότι τάχα το υπουργείο καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να προληφθούν και να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα ενδοσχολικής βίας μεταξύ μαθητών, που συχνά πυκνά έρχονται στο φως τον τελευταίο καιρό.

Πρόκειται για φανφάρες. Γιατί πρώτον αποσιωπούν τον βασικό υπαίτιο της γέννησης τέτοιων φαινομένων, που είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός και ο αγριανθρωπισμός του, που ιδιαίτερα τα χρόνια της οικονομικής κρίσης γνώρισε και γνωρίζει τεράστιες διαστάσεις. Η φτώχεια, η ανεργία, το γκρέμισμα των ονείρων για σπουδές, για επαγγελματική αποκατάσταση, για ένα καλύτερο μέλλον, η αποθέωση του ατομισμού και η υποχώρηση της συλλογικότητας μαζί με τη βία που ξερνά το σύστημα μέσα απ’ όλους τους μηχανισμούς του, ωθούν τη νεολαία ιδιαίτερα των εργατικών συνοικιών, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων σε «παραβατικές» συμπεριφορές.

Και δεύτερον, γιατί όλες αυτές οι φανφάρες πατούν πάνω στο σαθρό έδαφος της σταθερής κρατικής υποχρηματοδότησης (π.χ. διπλασιασμός ψυχολόγων-κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία, ενίσχυση υποστηρικτικών θεσμών όπως τα ΚΕΔΑΣΥ) και της  αντιδραστικής, αναχρονιστικής και σκοταδιστικής κατεύθυνσης που επιβάλλεται στην Παιδεία (π.χ. επιμορφώσεις εκπαιδευτικών).

Ο διάβολος, όμως, λέει μια γνωστή ρήση, κρύβεται στις λεπτομέρειες και εν προκειμένω πίσω από γενικόλογες φράσεις. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτές, οι μαθητικές καταλήψεις και οι κινητοποιήσεις των μαθητών εντός του σχολείου (π.χ. αποχή από τα μαθήματα) θεωρούνται άσκηση ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού εναντίον όσων τυχόν αντιδρούν. Αλλωστε, είναι γνωστές οι κραυγές όλου του αστικού εσμού όταν ξεσπούν μαθητικοί αγώνες και ιδίως μαθητικές καταλήψεις, που αποτελούν οξυμμένη μορφή αντίστασης, ότι κάποιες μειοψηφίες με το έτσι θέλω βάζουν λουκέτο στα σχολεία και παρεμποδίζουν τους «υγιώς σκεπτόμενους» και «φιλομαθείς» μαθητές να μπουν στο σχολείο τους και να παρακολουθήσουν τα μαθήματα: 

«Κάθε μορφή σωματικής, λεκτικής, ψυχολογικής, συναισθηματικής, κοινωνικής, ρατσιστικής, σεξουαλικής, ηλεκτρονικής ή άλλης βίας και παραβατικής συμπεριφοράς, που πλήττει τη σχολική κοινότητα και διαταράσσει την εκπαιδευτική διαδικασία συνιστά ενδοσχολική βία και εκφοβισμό και ιδίως:

 δ) η παρεμπόδιση της ομαλής διεξαγωγής των μαθημάτων και ο βίαιος αποκλεισμός μαθητών είτε από την εκπαιδευτική διαδικασία είτε από τη συμμετοχή τους στην καθημερινή σχολική ζωή, καθώς και ο εν γένει κοινωνικός αποκλεισμός, οι απειλές και η ψυχολογική βία στις επαφές των μαθητών με τους συμμαθητές τους,

ε) η επιβολή με τη βία και ο εξαναγκασμός σε πράξεις ή παραλείψεις παρά τη θέληση των μαθητών,

στ) οποιαδήποτε μορφή βίαιης ή απαξιωτικής συμπεριφοράς ή η ενθάρρυνση σε διάπραξη βίαιων εκδηλώσεων που διαταράσσουν τη σχολική γαλήνη και πλήττουν το κύρος της εκπαιδευτικής κοινότητας…» (άρθρο 4).

Καλούνται, δε, όσοι αντιδρούν στην κατάληψη του σχολείου να γίνουν καταδότες των αγωνιζόμενων συμμαθητών τους. Η ρουφιανιά θεωρείται καλοδεχούμενη γι’ αυτό και δημιουργείται ηλεκτρονική πλατφόρμα, όπου οι καταδότες-μαθητές μπορούν να φορέσουν την κουκούλα της ανωνυμίας. Ωραία, λοιπόν, μαθήματα ηθικής και ανθρωπιστικής κοινωνικής συμπεριφοράς παραδίνονται στους μαθητές με τη σφραγίδα του υπουργείου της υποτιθέμενης Παιδείας.

Καταδότες, βεβαίως, καλούνται να γίνουν και οι αυτόκλητοι σωτήρες των παιδιών, οι μονίμως «ανησυχούντες» και «αγανακτισμένοι» γονείς, οι καταγγελίες των οποίων στην σχετική πλατφόρμα πρέπει να είναι επώνυμες.

Μπορούν επίσης να στρέφονται εναντίον όλων των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας της σχολικής μονάδας (εκπαιδευτικών, μαθητών, υποστηρικτικού διοικητικού προσωπικού, κ.λπ.). 

«Στην ειδική ψηφιακή πλατφόρμα που δημιουργείται και λειτουργεί, με την ευθύνη του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων (Ι.Τ.Υ.Ε.) «Διόφαντος», για την αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας και των φαινομένων εκφοβισμού, πρόσβαση έχουν οι μαθητές και οι γονείς, καθώς και όσοι έχουν την επιμέλεια μαθητών. Η πρόσβαση διασφαλίζεται με τη χρήση ατομικών κωδικών εισόδου στην ψηφιακή πλατφόρμα και διευκολύνεται με τη δημιουργία ψηφιακού ιστότοπου που υποδέχεται επώνυμες και ανώνυμες αναφορές. Οι μαθητές δύνανται να υποβάλουν επώνυμες ή ανώνυμες αναφορές.

Οι γονείς και όσοι έχουν την επιμέλεια των μαθητών υποβάλλουν μόνο επώνυμες αναφορές.

Η ανωνυμία της αναφοράς ισχύει έναντι όλων των χρηστών της πλατφόρμας και αντιτάσσεται έναντι όλων των εκπαιδευτικών και του προσωπικού της σχολικής μονάδας» (άρθρο 6).

Δημιουργείται επίσης ένα ολόκληρο δίκτυο αποδοχής, και χειρισμού αυτών των αναφορών:

  • Σε επίπεδο σχολικής μονάδας, ορίζεται ο Διευθυντής του Σχολείου, ο οποίος συνεπικουρείται από ένα Σύμβουλο σχολικής ζωής. 
  • Σε επίπεδο Δ/νσης Εκπαίδευσης, λειτουργούν «τετραμελείς ομάδες δράσης», αποτελούμενες από τον Διευθυντή Εκπαίδευσης, έναν Σύμβουλο Εκπαίδευσης, έναν ψυχολόγο και έναν κοινωνικό λειτουργό.
  • Σε επίπεδο Περιφερειακών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης, ενημερώνονται οι Περιφερειακοί Διευθυντές και οι Προϊστάμενοι ΚΕΔΑΣΥ της Δ/νσης.
  • Ενώ εκτός από τα παραπάνω, προβλέπεται και η λειτουργία ειδικής επταμελούς επιστημονικής επιτροπής στο υπουργείο Παιδείας.

Οι τετραμελείς «ομάδες δράσης» σε επίπεδο Δ/νσης Εκπαίδευσης, ασκούν επιπλέον και έλεγχο στις σχολικές μονάδες και παρεμβαίνουν οι ίδιες όταν παρατηρείται καθυστέρηση στο χειρισμό «περιστατικών σχολικής βίας». Η πρόβλεψη αυτή είναι χαρακτηριστική στις περιπτώσεις που πραγματοποιείται μαθητική κατάληψη σε μια σχολική μονάδα και το εκπαιδευτικό προσωπικό έχει αρνηθεί να βάλει μπροστά τις απειλές, την τρομοκρατία ή η διεύθυνση του σχολείου διστάζει να εφαρμόσει μέτρα καταστολής εναντίον των μαθητών. Τότε επιλαμβάνονται οι ανώτεροι -δηλαδή η διοικητική ιεραρχία της εκπαίδευσης: κατά κύριο λόγο ο Διευθυντής Εκπαίδευσης και ο Σύμβουλος Εκπαίδευσης που αποτελούν τα δυο από τα τέσσερα μέλη των «ομάδων δράσης»- για να καλέσουν εισαγγελείς και μπάτσους να «καθαρίσουν».

Συνακολούθως, τα σχολεία με «ζωηρούς» μαθητές και «επιεικείς» εκπαιδευτικούς στιγματίζονται, κατηγοριοποιούνται και βαθμολογούνται αναλόγως κατά τις διαδικασίες της αξιολόγησης: 

«Οι ομάδες αυτές παρακολουθούν, επιβλέπουν και συνεπικουρούν τις σχολικές μονάδες στον χειρισμό των σχετικών κρίσεων, ιδιαίτερα σε σοβαρά περιστατικά που έχουν αντίκτυπο στη σχολική και στην κοινωνική ζωή. Επιλαμβάνονται, ιδίως, αν παρατηρείται καθυστέρηση στον χειρισμό και την αντιμετώπιση σοβαρών περιστατικών ενδοσχολικής βίας ή σημειώνεται αδυναμία επίλυσης του περιστατικού, στο οποίο αναφέρεται η καταγγελία» (άρθρο 8).

Κοντολογίς, το εν λόγω νομοσχέδιο, που αναφέρεται στους χειρισμούς εντός της σχολικής μονάδας (παρακολούθηση, απομόνωση, απειλές τρομοκρατία μαθητών που κινητοποιούνται) έρχεται να συμπληρώσει το ισχύον κατασταλτικό νομικό πλαίσιο εναντίον των μαθητικών καταλήψεων και αποτελεί το πρώτο βήμα, ώστε στη συνέχεια τη σκυτάλη να παίρνουν οι εισαγγελείς, τα μαθητοδικεία και τα ΜΑΤ.

Γιούλα Γκεσούλη - eksegersi.gr