Πληγή που δεν κλείνει είναι πλέον τα χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία πλέον για πρώτη φορά ξεπερνάνε σε ύψος τα 38 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την αποκαλυπτική έκθεση του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ) για οφειλές που συσσωρεύονται γενικά – και ειδικά την περίοδο της πανδημίας.

Μιλάμε για ληξιπρόθεσμα χρέη που μαζεύτηκαν από μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών και δεν εισπράττονται, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν οι ενεργές ρυθμίσεις, έκτακτες ή πάγιες, για να μπει μια «τάξη» στο συνολικό χρέος και να υπάρξει μια προοπτική αποπληρωμής του.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών, όπως αναδεικνύονται από τη δεύτερη τριμηνιαία έκθεση, οι ενεργές και ολοκληρωμένες ρυθμίσεις του Ν. 4611/19, δηλαδή των 120 δόσεων, έφτασαν στο τέλος του Ιουνίου τις 484.531 για οφειλές 4,22 δισ. ευρώ. Όμως υπάρχουν παράλληλα ρυθμίσεις που «τρέχουν», είτε πρόκειται για την πάγια των 12 δόσεων είτε για εκείνη που είχε τεθεί σε ισχύ από το 2015 και οδηγούσε σε αποπληρωμή οφειλής με 100 δόσεις.

Ταυτόχρονα, ειδικά για τους πυρόπληκτους που επλήγησαν από τις καταστροφικές πυρκαγιές, έχει δοθεί «περίοδος χάριτος» μη καταβολής εισφορών για ένα εξάμηνο. Όμως από τον Φεβρουάριο της νέας χρονιάς θα πρέπει να καταβάλλουν κανονικά τις τρέχουσες εισφορές που θα προκύψουν, ενώ τις παλαιότερες θα μπορούν να τις ρυθμίσουν σε 12-24 μηνιαίες δόσεις ανά περίπτωση. Η κατώτατη δόση, σε αυτό το ενδεχόμενο, θα είναι 50 ευρώ τον μήνα.

 

Η «δεύτερη ευκαιρία»

Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και για τα «χρέη της πανδημίας». Εκεί, επιλέχθηκε η λύση της αποπληρωμής σε 36-72 δόσεις για όσα χρέη συσσωρεύτηκαν από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι και τον Ιούνιο του 2021. Εάν ο οφειλέτης επιλέξει την αποπληρωμή των 36 δόσεων, αυτή θα είναι άτοκη. Αν όμως προτιμήσει τις 72 δόσεις, τότε θα πρέπει να γνωρίζει ότι θα επιβαρυνθεί με επιτόκιο 2,5%. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω διαδικασία αποπληρωμής έχει ως κατώτατη δόση τα 30 ευρώ τον μήνα.

Παράλληλα υπάρχει και ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων του Ν. 4469/2017, με την προθεσμία όμως της υποβολής αιτήσεων ένταξης να έχει λήξει από τις 30 Απριλίου 2020.

Έχουν υποβληθεί συνολικά 7.219 αιτήσεις για ένταξη στη ρύθμιση από οφειλέτες που έχουν οφειλή προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ). Από αυτές, οι 2.524 προχωρούν σε διαδικασία διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές, οι 708 αφορούν διμερή διαπραγμάτευση με το ΚΕΑΟ, ενώ οι υπόλοιπες 3.987 είναι αιτήσεις για οφειλές ελεύθερων επαγγελματιών. Σε εξέλιξη βρίσκεται η αξιολόγηση – επεξεργασία 730 εκκρεμών αιτήσεων.

Υπάρχει επίσης και η ρύθμιση οφειλών μέσω της «δεύτερης ευκαιρίας». Θεσπίστηκε τον Οκτώβριο του 2020 με τον Ν. 4738/20 και λειτουργεί ως μια πάγια διαδικασία πρόληψης και αποφυγής του κινδύνου αφερεγγυότητας του οφειλέτη.

Η νέα διαδικασία, η οποία εφαρμόζεται σε εναρμόνιση με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 1023/2019, δημιουργεί ένα πλαίσιο για τη ρύθμιση οφειλών φυσικών και νομικών προσώπων έναντι όλων των πιστωτών τους (Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, πιστωτικά ιδρύματα και λοιπούς ιδιώτες πιστωτές). Ο στόχος είναι ένα λειτουργικό περιβάλλον για την άμεση διαμόρφωση προτάσεων – λύσεων αναδιάρθρωσης των οφειλών από τους χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.

Από την 1η Ιουνίου 2021 κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα έχει δυνατότητα να υποβάλει αίτηση για εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών. Η αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα Εξωδικαστικής Ρύθμισης Οφειλών στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (ΕΓΔΙΧ).

Τσουνάμι η απώλεια ρυθμίσεων

Προβληματισμό προκαλεί, ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός των απολεσθεισών ρυθμίσεων. Σύμφωνα με το ΚΕΑΟ, αθροιστικά ανέρχονται σε 432.746 οι ρυθμίσεις που χάθηκαν τα τελευταία χρόνια. Αναλύοντας περισσότερο τα στοιχεία δευτέρου τριμήνου του ΚΕΑΟ, προκύπτουν τα εξής ανά ρύθμιση:

1. Ανέρχονται στις 389.000 οι ενεργές περιπτώσεις από τη ρύθμιση των 120 δόσεων. Το ρυθμισμένο ποσό υπολογίζεται στα 3,86 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, από την ίδια ρύθμιση, έχουν ολοκληρωθεί 95.531 περιπτώσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία του δευτέρου τριμήνου του τρέχοντος έτους. Ως αποτέλεσμα εισπράχθηκαν από το ΚΕΑΟ 357.356.756 ευρώ από ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Παράλληλα, «χάθηκαν» 53.647 ρυθμίσεις των 120 δόσεων το ίδιο χρονικό διάστημα. Έτσι, δεν αποδόθηκαν στον ΕΦΚΑ χρέη που έφταναν τα 928.142.742 ευρώ.

2. Από την πάγια ρύθμιση των 12 δόσεων, σε ισχύ βρίσκονται ακόμα 39.495 αιτήσεις. Το συνολικό ρυθμισμένο ποσό ανέρχεται στα 327.499.157 ευρώ. Από τα διαθέσιμα στοιχεία του ΚΕΑΟ, φαίνεται ότι έχουν ολοκληρωθεί 154.033 αντίστοιχες ρυθμίσεις, που απέφεραν στο ταμείο του ΕΦΚΑ 712.658.263 ευρώ, από το 2013 έως σήμερα.

Την ίδια περίοδο, όμως, χάθηκαν άλλες 267.326 ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να μην αποδοθεί στον Φορέα ένα τεράστιο ποσό από ληξιπρόθεσμα χρέη, που φτάνει στα 6,64 δισ. ευρώ!

3. Από τη ρύθμιση των 100 δόσεων (Ν. 4321/15), ενεργές είναι ακόμα 32.203 περιπτώσεις, με το συνολικό ποσό να φτάνει τα 724.335.494 ευρώ. Ολοκληρώθηκαν 18.184 ρυθμίσεις, αποφέροντας στον ΕΦΚΑ 360.950.870 ευρώ.

Όμως είναι ξανά πολύ μεγάλο το ποσό που χάθηκε από τις 68.163 ρυθμίσεις που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Ένα ποσό που φτάνει στα 2,77 δισ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι μια ρύθμιση χάνεται για τον οφειλέτη (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) όταν δεν καταβληθούν δύο διαδοχικές μηνιαίες δόσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις απώλεια ρύθμισης επέρχεται και με το εάν καθυστερήσουν να καταβληθούν οι δύο τελευταίες δόσεις για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών.

Ασθενική αύξηση μισθών

Μια… λιλιπούτεια αύξηση στον μισθό τους θα δουν όσοι εργαζόμενοι αμείβονται είτε με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ, που θα διαμορφωθεί στα 663 ευρώ, αύξηση 2%, με συμβάσεις πλήρους απασχόλησης είτε με συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης και αποδοχές κάτω από 500 ευρώ τον μήνα, σε συνάρτηση πάντα με το ύψος του κατώτατου μισθού.

Η αύξηση αφορά περίπου 700.000 εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα που παίρνουν τον κατώτατο μισθό και από 1η Ιανουαρίου θα δουν αυξήσεις στις μηνιαίες απολαβές τους από 13 μέχρι και 195 ευρώ. Η αύξηση αυτή εξαρτάται από τα έτη προϋπηρεσίας του κάθε εργαζόμενου αλλά και τη λήψη επιδομάτων.

Επίσης με το πάγωμα της εισφοράς αλληλεγγύης και της διατήρησης των μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες παρατείνεται η αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα από 8 έως 112 ευρώ τον μήνα για μισθούς από 800 έως 3.000 ευρώ αντίστοιχα, με τους εργαζόμενους με μεικτές αποδοχές περί τα 2.000 ευρώ να είναι οι περισσότερο κερδισμένοι.

Ουσιαστικά οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα με μεικτές μηνιαίες αποδοχές από 663 ευρώ έως 6.500 ευρώ, οι οποίες αντιστοιχούν σήμερα σε καθαρές μηνιαίες αποδοχές από 569,39 έως 3.354,67 ευρώ (μετά την αφαίρεση των μηνιαίων κρατήσεων ασφαλιστικών εισφορών, φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης), θα λάβουν επί των καθαρών μηνιαίων αποδοχών τους αυξήσεις που θα κυμαίνονται σε ποσοστά από 2% έως και 10,43%.

Εφαρμογή – παράταση τριών μέτρων

Τα μικρά αυτά οφέλη για τους εργαζομένους προκύπτουν από την εφαρμογή – παράταση τριών μέτρων, που είναι:

● Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από την 1η Ιανουαρίου του 2022.

● Η διατήρηση της μείωσης εισφορών κατά 1,1% στους εργαζομένους (και 3% συνολικά με τη μείωση κατά 1,9% που αφορά τους εργοδότες).

● Η απαλλαγή των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα από την εισφορά αλληλεγγύης.

Σε ό,τι αφορά το κέρδος από την αύξηση του κατώτατου μισθού ενός μισθωτού, αυτό μπορεί να φθάσει έως και τα 195 ευρώ από την 1η Ιανουαρίου 2022, συνυπολογίζοντας τριετίες σε εργαζόμενους με πολυετή εμπειρία (εάν και εφόσον τους τις παρέχουν οι εργοδότες).

Κάπως έτσι ο νέος κατώτατος μισθός για τον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα με 0 έως 3 χρόνια προϋπηρεσία διαμορφώνεται στα 663 ευρώ, ενώ αν λαμβάνει και επίδομα γάμου, τότε θα φθάνει στα 729,30. Για τον μισθωτό με προϋπηρεσία από 3 έως 6 χρόνια διαμορφώνεται σε 729,3 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 795,60.

Για τον μισθωτό με προϋπηρεσία από 6 έως 9 χρόνια διαμορφώνεται σε 795,6 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 861,60. Για τον μισθωτό με προϋπηρεσία άνω των 9 ετών διαμορφώνεται στα 861,9 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 928,20. Επίσης η αύξηση του κατώτατου μισθού θα συμπαρασύρει τα επιδόματα του ΟΑΕΔ με το σημαντικότερο, το επίδομα ανεργίας, να αυξάνεται κατά 9 ευρώ.

Μείον οι ασφαλιστικές εισφορές

Η διατήρηση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες θεωρείται σημαντική κίνηση, καθώς εκτιμάται ότι θα δώσει ισχυρά κίνητρα στους εργοδότες να προχωρήσουν σε προσλήψεις και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, σε μια δύσκολη περίοδο, καθώς η αγορά εργασίας έχει πληγεί βαρύτατα από τις συνέπειες των παρατεταμένων λοκντάουν.

Το όφελος σε μεικτούς μισθούς της τάξης των 2.000 ευρώ θα είναι 23 ευρώ τον μήνα, τα οποία θα «χάνονταν» αν η ελάφρυνση δεν διατηρούνταν και το 2022. Το όφελος παραμένει ισχυρό και για τους εργοδότες το 2022, καθώς ξεπερνά τα 12 ευρώ για τον κατώτατο μισθό και τα 35 ευρώ εάν ο μισθός είναι άνω των 2.000 ευρώ.

Το κονδύλι για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ανέρχεται σε περίπου 245 εκατ. ευρώ τον χρόνο και θα καλυφθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η μείωση επιμερίζεται σε -1,79 ποσοστιαίες μονάδες για τον εργοδότη και -1,21 ποσοστιαίες μονάδες για τους εργαζομένους, τονώνοντας ταυτόχρονα την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

Οι ασφαλιστικές εισφορές, στο βασικό πακέτο κάλυψης μισθωτού ανέρχονταν σε 39,66% το 2020. Τα ασφάλιστρα επιμερίζονταν κατά 15,33% στον εργαζόμενο και κατά 24,33% στον εργοδότη. Με τη μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες το συνολικό ασφάλιστρο διαμορφώθηκε το 2021 στα 36,66%. Τα ασφάλιστρα επιμερίζονται κατά 14,12% στον εργαζόμενο και κατά 22,54% στον εργοδότη.

Υπενθυμίζεται ότι οι εισφορές είχαν ήδη μειωθεί κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες τον Ιούνιο του 2020 για τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης και πλέον η συνολική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ανέρχεται σε 3,9 ποσοστιαίες μονάδες.

Πέρα από τη μείωση των 3 ποσοστιαίων μονάδων, αναμένεται να εφαρμοστεί και νέα νομοθετημένη μείωση, μισής ποσοστιαίας μονάδας, δηλαδή 0,50 π.μ., από τον Ιούνιο του 2022, μειώνοντας τις εισφορές επικουρικής ασφάλισης από 6,5% σε 6%.

Με την εφαρμογή της μείωσης το όφελος αυξάνεται. Μισθωτός με τον κατώτατο μισθό θα λάβει καθαρά 571,04 ευρώ, ενώ στον εργοδότη το κόστος θα μειωθεί από 812,44 ευρώ σε 810,32 ευρώ. Ετησίως, σε μισθό 1.500 ευρώ (μεικτά) το επιπλέον κέρδος για τον εργοδότη ανέρχεται σε 67,20 ευρώ τον χρόνο και για τον εργαζόμενο σε 39,9 ευρώ.

ΠΗΓΗ: Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ τεύχος 2200 21-10-21 Από Αντριάνα Βασιλά