Print this page

Το διάγγελμα του πρωθυπουργού και η χρήση του πρώτου ενικού

November 20, 2021 1008

 

 
Η ψυχολογιοποίηση του πολιτικού ναρκισσισμού ή το πολιτικό κεφάλαιο του νεοφιλελεύθερου νάρκισσου;

Η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού συγκεκριμένα έχει γίνει σαφής από την αρχή της ανάληψης εξουσίας. Το επικοινωνιακό προφίλ μιας ηγετοκεντρικής κυβέρνησης, με την ταυτόχρονη προστασία αλλά και ενίσχυση του προσωπικού προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει πολλές χρήσεις: από τη μία προστατεύει το αφήγημα της φιλελεύθερης διακυβέρνησης ενώ ταυτόχρονα αφήνει ελεύθερη την ακροδεξιά ρητορική και τα πρόσωπα που την εκφράζουν να συσπειρώνουν τους ψηφοφόρους αυτού του πεδίου. Επιπλέον ενισχύει την εικόνα της αποφασιστικότητας και αποτελεσματικότητάς του στην κρίση -σαν την αναπαράσταση ενός άνδρα που παίρνει την απόφαση να βουτήξει στην φωτιά ενώ οι άλλοι ακόμα ζυγίζουν τις συνθήκες και τους δισταγμούς τους. Τέλος, υπόρρητα ενισχύει το ευρύτερο μοτίβο της νεοφιλελεύθερης ατομικής ανάληψης ευθύνης και της ατομικής επιτυχίας που ορίζει ότι με τον κατάλληλο τρόπο σκέψης και δράσης, ο καθένας είναι ικανός να ξεχωρίσει και να επιτύχει στην ζωή (προσωπικά και πολιτικά). Άλλωστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι η καλύτερη πολιτική ενσάρκωση αυτής της προσωπικής επιτυχίας: την προηγούμενη μόλις δεκαετία, στον κυρίαρχο δημόσιο διάλογο θεωρούταν σχεδόν απίθανο να βρεθεί σε θέση αυξημένης επιδραστικότητας και ευθύνης, πόσο μάλλον σε αυτήν του πρωθυπουργού -αποδεδειγμένα λανθασμένες βεβαιότητες που λένε πολλά και για τα συλλογικά μας αντανακλαστικά.

Η παραπάνω επικοινωνιακή πολιτική εκφράζεται και αναδεικνύεται εύστοχα από ένα στοιχείο που μπορεί πολλοί να θεωρούν υποδεέστερο, είναι όμως κομβικό για την τέχνη της επικοινωνίας: την καίρια επιλογή της χρήσης πρώτου ενικού κατά την απεύθυνσή του στον ελληνικό λαό. Η χρήση πρώτου ενικού σε λόγους πρωθυπουργών ή άλλων ατόμων σε θέση εξουσίας (και συχνότερα, καθόλου τυχαία, ανδρών), μπορεί να υπηρετήσει πολλούς σκοπούς όπως αυτούς που περιγράψαμε στην αρχή, αλλά και να ενισχύσει το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών στο πρόσωπό τους, να τους διαχωρίσει ρητά από πολιτικούς τους αντιπάλους, να ενδυναμώσει το ηγετικό τους προφίλ και να καθησυχάσει τον λαό σε κρίσιμες περιόδους. Με λίγα λόγια να δώσει το σήμα ότι υπάρχει καλός καπετάνιος που ό,τι και να συμβαίνει (σε σχέση με τις καιρικές συνθήκες ή ακόμα και με το ίδιο το πλήρωμα το οποίο διοικεί) μπορεί να οδηγήσει το πλοίο με ασφάλεια στο λιμάνι -καθόλου τυχαία αυτή η μεταφορά άλλωστε, αφού χρησιμοποιείται επίσης πολύ συχνά γεμίζοντάς μας τετριμμένες αναπαραστάσεις.

Το πρόβλημα όμως ξεκινά, όπως και σε κάθε κανόνα για αποτελεσματική επικοινωνία ή στρατηγική, όταν χάνεται το μέτρο. Στις πόσες φορές που ο Πρωθυπουργός θα μας μιλήσει για τον ίδιο ή θα αναφερθεί στον εαυτό του αρχίζουμε να αντιδρούμε με τον υφέρποντα (πολιτικό) ναρκισσισμό του

 

Μιλώ εδώ για πολιτικό ναρκισσισμό, αν και ψυχολόγος, γιατί πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα της ψυχολογιοποίησης, της ερμηνείας δηλαδή κοινωνικών δυναμικών και πολιτικών συμπεριφορών με βάση κυρίως τα ατομικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας κάθε ατόμου. Πολλές εύλογες ερμηνείες βέβαια έχουν γίνει και σε αυτή τη βάση -με πιο πρόσφατες τις προσεγγίσεις ψυχολόγων για την προσωπικότητα του Ντόναλντ Τραμπ κατά την κλιμάκωση των -κατά πολλούς- «αψυχολόγητων» δημόσιων τοποθετήσεών του.

Το επίδικο εδώ όμως δεν είναι αυτό, δεν είναι να προσεγγίσουμε κλινικά τον Πρωθυπουργό ή να του αποδώσουμε γραφικότητα ή απερισκεψία για τον τρόπο του. Αντίθετα αυτό αποτελεί παγίδα, τόσο κοινωνικά, για τον στιγματισμό που επιφέρει σε ζητήματα ψυχικής υγείας και στερεοτύπων περί δομών της προσωπικότητας, όσο και πολιτικά, γιατί έτσι χάνουμε το ζουμί. Το ζουμί εδώ είναι η ερμηνεία ενός πολιτικού «ναρκισσισμού» σύμφυτου με συγκεκριμένες ιδεολογικές προσεγγίσεις, προνόμια και αίσθημα βεβαιότητας στην εξουσία.

Στο χθεσινό του διάγγελμα ο Πρωθυπουργός αρχικά μας ενημέρωσε ότι θέλει να μοιραστεί τις σκέψεις του -μια αναφορά κάπως προβληματική, τόσο γιατί έτσι δεν εκφράζει την συλλογική ευθύνη της κυβέρνησης που εκπροσωπεί, όσο και γιατί βάζει τους πολίτες στην θέση ενός προσωπικού ημερολογίου. Λίγα λεπτά μετά εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τους επαγγελματίες υγείας, δηλώνοντας «θα σταθώ δίπλα τους». Είναι δύσκολο να μην ξεφύγει σε κάποιον μια λαϊκιστική απάντηση σε αυτή την αποστροφή του λόγου του -αν π.χ. με την φράση αυτή ο Πρωθυπουργός εννοεί ότι θα τους σταθεί ψυχολογικά ή θα αναπτύξει φιλική σχέση μαζί τους και θα τους στηρίζει ηθικά και συναισθηματικά. Οποιαδήποτε άλλη πιθανή πρόθεσή του που θα ήθελε να επικοινωνήσει απλά δεν μπορεί να γίνει με προσωπική αναφορά αλλά με ανακοίνωση συγκεκριμένων μέτρων και θεσμικών κινήσεων, π.χ. την ενίσχυση του ΕΣΥ με νέες προσλήψεις ή τον περιορισμό διά νόμου των συνεχόμενων διήμερων και τριήμερων εφημεριών που εξαντλούν ψυχοσωματικά το υγειονομικό προσωπικό και κάθε άλλη πρωτοβουλία του προς την κατεύθυνση της ανακούφισής τους και αναγνώρισης της εργασίας τους. Η προσωπική επίκληση στο συναίσθημα για αυτό το θέμα είναι παντελώς κενή ουσίας -ακόμα χειρότερα όμως, μπορεί να εκληφθεί ως εμπαιγμός.

Ομοίως επικίνδυνη ήταν και η αναφορά του σε κάθε «λάθος απώλεια» ζωής, που όπως είπε τον πληγώνει. Αρχικά γιατί δεν μπορεί να υπάρχει «σωστή» ή λιγότερο επίπονη απώλεια (ή μήπως κατ’ αυτόν υπάρχει;), αλλά και γιατί εδώ η χρήση πρώτου προσώπου φαίνεται έωλη και κενή, καθώς και ασυνείδητη ως προς την ισχύ και την εξουσία που φέρει το ομιλούν πρόσωπο. Δεν μας αφορά το προσωπικό του πλήγωμα, αλλά το συλλογικό τραύμα που δημιουργείται σε μια κοινωνική δομή στην οποία ενισχύονται οι θεωρίες συνωμοσίες, οι κάθετοι διαχωρισμοί σε άξιους και ανάξιους θανάτους (και ζωές) και η υποτίμηση όσων πολιτών δεν έχουν εξασφαλισμένη (για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων ταξικοί, μορφωτικοί, κοινοτικοί, λόγοι ψυχοσυναισθηματικών προκλήσεων της υγείας τους κ.α.) την επαφή με προσβάσιμη (με βάση τους παραπάνω δείκτες), σταθερή, έγκαιρη και έγκυρη πληροφορία για κάτι που μπορεί να τους κοστίσει μέχρι και την ζωή τους.

Το αποκορύφωμα όμως των πρωτοπρόσωπων αναφορών του χθεσινού διαγγέλματος, μάλλον ήταν η φράση του «η άρτια εκστρατεία που οργάνωσα».

Σε αυτό το σημείο επικεντρώνεται όλη η ουσία της ιδεολογικής του προσέγγισης. Ο Πρωθυπουργός εδώ όχι μόνο υπονοεί ότι υπογράφει αυτούσια την εκστρατεία αντιμετώπισης της πανδημίας στην χώρα (κάτι που θα μπορούσε να είναι εν μέρει αληθές, με την έννοια της πολιτικής πρωτοβουλίας), αλλά κυρίως αφήνει να εννοηθεί ότι είναι όχι μόνο αποδεκτό, αλλά και άξιο θαυμασμού το να στήνεται μια ολόκληρη εθνική στρατηγική για οποιοδήποτε μείζον θέμα γύρω από την κεντρική σκέψη και πρακτική ενός ατόμου, του χαρισματικού ηγέτη. Μπορούμε να παραλληλίσουμε εύκολα αυτή την άποψη με τις γενικότερες ιδέες περί αριστείας, ατομικής ευθύνης, και επομένως ατομικών παραγόντων επιτυχίας ή αποτυχίας σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής.

Τα παραπάνω μπορούν να θεωρηθούν οι κεντρικοί άξονες ενός είδους πολιτικού ναρκισσισμού. Η ουσία όσων συζητάμε είναι το πώς η σταδιακή απώλεια του μέτρου στον λόγο του ομιλητή (όπως π.χ. η υπερβολική αναφορά στον εαυτό του), δημιουργεί νέες πραγματικότητες, μια κανονικότητα από-συλλογικοποίησης του πολιτικού. Ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε με αρνητικό τρόπο στους κοινωνικούς αυτοματισμούς (για την απροθυμία/άρνηση εμβολιασμού). Στην πραγματικότητα με τον λόγο του μοιάζει να στοχεύει ακριβώς στην εγκαθίδρυση ενός άλλου κοινωνικού αυτοματισμού, με άξονα τα παραπάνω. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ίσως είναι τελικά ο εξής: κάποιος στην θέση του να γνωρίζει και να καταλαβαίνει πολύ καλά την αντίδραση που θα προκαλέσει, στοχεύοντας ακριβώς στην σταδιακή συλλογική απευαισθητοποίηση μιας μερίδας πολιτών από τη μία, και την όξυνση των αντιδραστικών κινήσεων έτερης μερίδας πολιτών από την άλλη.

Σε μια συνθήκη όπου όντως ενισχύονται οι κοινωνικοί αυτοματισμοί, η ακροδεξιά ρητορική, οι θεωρίες συνωμοσίας, με την αντιπολίτευση αποδιοργανωμένη στην επικοινωνιακή της στρατηγική, ο πρωθυπουργός μοιάζει να εκμεταλλεύεται αυτό το κλίμα πόλωσης αντί να το λειαίνει. Παρόμοια λάθη έχουν γίνει στο παρελθόν και τα πληρώσαμε, μεταξύ άλλων, με την είσοδο της Χρυσής Αυγής στο κοινοβούλιο.

Η στρατηγική λοιπόν της εγκαθίδρυσης αυτού του είδους της επικοινωνίας με τους πολίτες, αναπαράγει και δημιουργεί εκ νέου πολιτικό κεφάλαιο. Το μείζον ερώτημα είναι πώς αυτό το κεφάλαιο θα εξαργυρωθεί -και σε συνθήκες κρίσης κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει μια δίκαιη, δημοκρατική εξαργύρωση.

*Ψυχολόγος, υπ. Διδάκτορας ΕΚΠΑ

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.