Print this page

Γιατί δεν καλλιεργεί σιτηρά ο Έλληνας αγρότης

April 09, 2022 798

 

Γιατί απλούστατα δεν συμφέρει με τις τιμές αγοράς. Και ας εξηγήσουμε τα γιατί.

Ένα στρέμμα μαλακού σταριού κοστίζει: Άροση Φθινοπώρου 10€ + Αγορά σπόρου (12-18kg/στρ.) 180€ + Μηχανική Λίπανση βασική (30 kg/στρ.Χ 4€/kg+50€/στρ.) 170€ + Μηχανική σπορά 50€ + ζιζανιοκτονία πλατυφύλλων 100€ + Μηχανική Λίπανση επιφανειακή (40 kg/ στρ.Χ3€/kg+50€) 170€ + Θεριζοαλωνισμός 200 € + 10 €/στρ. η επιδότηση = 690€, χωρίς να υπολογίζουμε την ανθρώπινη εργασία, ούτε την α΄ διαφορική γαιοπρόσοδο  (ενοίκιο χωραφιού).

Σε αυτά προστίθενται: Κοινοτικός Φόρος 3% + ΟΓΑ 50€ + Τόκος κυκλοφοριακού κεφαλαίου (Τράπεζες) 9%, αφού ο αγρότης πρώτα πληρώνει και μετά πληρώνεται. Εάν όλ’ αυτά διαιρεθούν (700€) με τη Μέση στρεμματική απόδοση των περίπου 400 κιλών/στρ., το κόστος παραγωγής φθάνει τα αστρονομικά περίπου 1,75€/κιλό! Για το λόγο αυτό η καλλιέργεια μαλακού σταριού είναι τελείως ασύμφορη και γίνεται μόνον σε ορεινά, ημιορεινά, εγκαταλελειμμένα χωράφια, απαξιωμένα από κάθε φροντίδα. Συμφέρει μάλιστα να αγοράζεις από το εξωτερικό, παρά να παράγεις. Και αυτό κάνει η χώρα μας ήδη από το 1995. Γιατί είναι πολύ γνωστό πως στην αγορά των σιτηρών, που ελέγχεται παγκόσμια από πέντε μονοπωλιακά συγκροτήματα ( Bunge, Dupont De Nemours, Cargill, Mutsui, Garnac, Louis Dreyfous, Continental Grain), περιλαμβάνονται ο ντόπιος μεσίτης, ο πρώτος αγοραστής (μυλωνάς), ο χοντρέμπορος. Όλοι αυτοί ζητούν ένα κέρδος, που προφανώς βγαίνει από τη μείωση της τιμής στον αγρότη. Πριν την ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ υπήρχε η «εθνική τιμή»-Παρέμβαση μέσω της ΚΥΔΕΠ που κάλυπτε έστω το κόστος παραγωγής. Με κάποιες μειώσεις στα λιπάσματα, τα φάρμακα την ποσότητα σπόρου σποράς, κάτι συνεννοήσεις με τον «τζαμπά»-μεσίτη, ο φτωχός αγρότης κάπως «έβγαινε». Η πανωλεθρία ξεκίνησε με τις κοινοτικές επιδοτήσεις.  

Στην πράξη σήμερα, κανένας αγρότης δεν κάνει πλέον ούτε λίπανση, ούτε ζιζανιοκτονία, ενώ αγοράζει σπόρο στη μαύρη αγορά, με τη μισή τιμή, με αποτέλεσμα και την πτώση της ΜΣΑ στα 380 κιλά/στρ. Έτσι, το κόστος περιορίζεται στα 250€ ή περίπου 300€/στρ. δηλ. 0,78€/κιλό.Με τις τιμές που ίσχυαν πέρυσι (0,22-025€/κιλό) ούτε λόγος γίνονταν. Φέτος -απ’ ό,τι λέγεται-  θα ισχύσουν οι τιμές από 0,45-0,50€/κιλό, αλλά και πάλι το κόστος παραμένει ασύμφορο. Εκτός και αν παρέμβει το κράτος….

Γι’ αυτό επιμένουμε στην κρατική επιδότηση + κάποιο ποσοστό κέρδους για τον αγρότη. Σωστά; Σωστά!

***

Είναι γεγονός ότι στον καπιταλισμό η αγροτική οικονομία μένει πολύ πίσω από τη βιομηχανία από τεχνοοικονομική άποψη. Η οργανική δηλαδή σύνθεση του κεφαλαίου (σταθερό/μεταβλητό κεφάλαιο) στη βιομηχανία είναι μεγαλύτερη στη βιομηχανική απ’ ό,τι στη γεωργική παραγωγή. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι η τιμή παραγωγής ενός βιομηχανικού προϊόντος είναι φθηνότερη απ’ ό,τι ενός γεωργικού. Επιπλέον το γεωργικό προϊόν υπόκειται σε πολλούς αστάθμητους παράγοντες (κλιματολογικές συνθήκες, υδάτινοι πόροι, ασθένειες και έντομα, περιβαλλοντικές μεταβολές κλπ), που δημιουργούν αρνητικές συνέπειες για την παραγωγή του γεωργικού προϊόντος. Με δυο λόγια, χωρίς επιδοτήσεις η αγροτική οικονομία των αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών θα είχε προ πολλού εγκαταλειφθεί. 

Με βάση τα παραπάνω, όλες οι αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες -στις οποίες είτε έχει ολοκληρωθεί η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της γης είτε όχι- επιδοτούν τη γεωργική τους παραγωγή, είτε άμεσα (ΗΠΑ) είτε έμμεσα. Το ύψος των επιδοτήσεων κυμαίνεται ανά προϊόν και ανά χώρα. Η σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου έχει σα στόχο την κατά το δυνατόν εξομοίωση των επιδοτήσεων και τον καθορισμό των τεχνητών «διεθνών τιμών» στα βασικά γεωργικά προϊόντα. Η διένεξη των δύο ιμπεριαλιστικών πόλων, ΗΠΑ και ΕΕ, για τον καθορισμό των επιδοτήσεων, οδηγεί τα ασθενέστερα κράτη του Τρίτου Κόσμου στην καταστροφή.

   Οι λόγοι για τους οποίους επιβάλλονται οι επιδοτήσεις από τις ΗΠΑ και ΕΕ, είναι προφανείς:

Α) Για τον εκτοπισμό από την αγορά των ανταγωνιστικών ομοειδών προϊόντων.

Β) Για την αύξηση του κέρδους της μεταποιητικής βιομηχανίας, αφού η επιδότηση καλύπτει την τιμή παραγωγής στον αγρότη, ο δε βιομήχανος αγοράζει το γεωργικό προϊόν στην τιμή πριν την επιδότηση, δηλ. κάτω από το κόστος. Με αυτές τις χαμηλές τιμές πρώτης ύλης, η μεταποιητική βιομηχανία αντιμετωπίζει έστω και προσωρινά την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, ο δε αγρότης καλύπτει κάπως την τιμή παραγωγής του.

Γ) Εξ άλλου οι επιδοτήσεις στη Γεωργία δίνονται κατά κανόνα από τον Κρατικό Προϋπολογισμό του κάθε κράτους (ή στην περίπτωση της ΕΕ από τα τρία Διαρθρωτικά Ταμεία της κοινότητας), με αποτέλεσμα να επιδοτείται έμμεσα -με χρήματα του λαού και υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου- η πρώτη ύλη. 

Δ) Για την ενίσχυση της ανισοτιμίας σε βάρος των φτωχών χωρών. Είναι γνωστό ότι οι φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου είναι κατά κανόνα γεωργικές. Επομένως η μείωση των τιμών των γεωργικών προϊόντων που επιβάλλουν με τις επιδοτήσεις και τις τεχνητές «διεθνείς τιμές» οι ιμπεριαλιστικές χώρες, έχει καταστροφικές συνέπειες για τις φτωχές χώρες. Αντίθετα, υποχρεώνονται στην καταβολή ακριβού τιμήματος για την εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνει το έλλειμμα του Εμπορικού τους Ισοζυγίου, να αυξάνει το δημόσιο χρέος τους και να μεγαλώνει η εξάρτηση.

Ε) Η συνδυαστική δράση των χαμηλών τιμών των γεωργικών προϊόντων και των επιδοτήσεων, λειτουργεί σα μοχλός ξεκληρίσματος της φτωχομεσαίας αγροτιάς και της συγκέντρωσης της γης σε ένα μικρό σχετικά αριθμό μεγαλοαγροτών. Θυμίζουμε ότι στην ΕΕ το 20% των μεγαλοαγροτών εισπράττει το 80% των επιδοτήσεων και το 80% των φτωχομεσαίων αγροτών το υπόλοιπο 20%!!!

Οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις και τα ψευτοαριστερά κόμματα, προσπαθούν να εμφανίσουν το θέμα των χαμηλών τιμών παραγωγής των γεωργικών προϊόντων σαν αποτέλεσμα τάχα της δράσης του «ελεύθερου ανταγωνισμού», προς όφελος τάχα των καταναλωτών, μπερδεύοντας σκόπιμα το ζήτημα των επιδοτήσεων. Παράλληλα χρησιμοποιούν το ζήτημα των επιδοτήσεων σαν θετική συνέπεια της φιλοαγροτικής ΚΑΠ. Μάλιστα δίνεται η εντύπωση ότι η ευρωπαϊκή φτωχομεσαία αγροτιά παρασιτεί σε βάρος της ΕΕ παίρνοντας τάχα επιδοτήσεις που τις πληρώνουν οι άλλοι κλάδοι των εργαζόμενων της Ευρώπης. Αυτό είναι ψέμα. Οι επιδοτήσεις δίνονται για όλους τους παραπάνω λόγους που αναφέραμε και καθόλου με γνώμονα το συμφέρον της φτωχομεσαίας αγροτιάς, για την οποία επιχειρείται η με κάθε τρόπο καταστροφή της.

***

Όπως τονίζει το Εποπτικό Συμβούλιο της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ, πρώην ΠΑΣΕΓΕΣ), η κατάσταση -λόγω πολέμου στην Ουκρανία- είναι δραματική για τον επισιτισμό της χώρας, καθώς οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 100% σε σχέση με πέρυσι.

Παρ’ όλ’ αυτά, να τονίσουμε πως ο πόλεμος είναι η μία παράμετρος. Γιατί υπάρχουν ακόμα η κερδοσκοπία των μονοπωλίων, η πολιτική της ΕΕ, η αύξηση του κέρδους της μεταποιητικής βιομηχανίας κ.ά. Δεν αποκλείεται η τιμή του ψωμιού ακόμα και να διπλασιαστεί το επόμενο διάστημα, ενώ πολύ μεγάλες θα είναι οι αρνητικές συνέπειες στο καλάθι της νοικοκυράς και σε άλλα προϊόντα. Συνεχιζόμενη έλλειψη σιτηρών και ζωοτροφών, θα οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής γάλακτος και τυριού, με αποτέλεσμα η έλλειψη να ανεβάσει σημαντικά την τιμή τους στην αγορά. Σημειώνουμε, μάλιστα, ότι ήδη κάποιοι κτηνοτρόφοι προχωρούν σε σφαγή ζώων τους, αφού δεν μπορούν να βρουν εύκολα τροφές, για να τα ταΐσουν.

Κατά την ΕΘΕΑΣ, μέσα σε ένα χρόνο, εξαιτίας της έλλειψης, οι τιμές των σιτηρών (καλαμπόκι, σιτάρι, κριθάρι) από 0,22 έως 0,25 €/κιλό και πλέον έχουν διπλασιαστεί. Οι ελλείψεις που υπήρχαν ήδη από το 1995, διογκώθηκαν υπερβολικά, λόγω κυρίως εγκατάλειψης της καλλιέργειας.

Ιωσήφ Σταυρίδης, μέλος της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.