Έναν… βολικό – και ενδεχομένως πρόθυμο – αποδιοπομπαίο τράγο υποδεικνύει το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση ως υπεύθυνο για το κόστος του χρήματος και ό,τι αυτό συνεπάγεται στο οικονομικό αλισβερίσι νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Οι τράπεζες που πολλοί… «αγαπούν να μισούν» έτσι κι αλλιώς εδώ και μια δεκαετία προκαλούν δικαιολογημένα δυσάρεστα συναισθήματα στο συλλογικό θυμικό και τα «πυρά» που εξαπολύει η κυβέρνηση εναντίον τους μπορεί ενδεχομένως κάποιος να τα χαρακτηρίσει «άσφαιρα», σε καμία ωστόσο περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν άδικα.

Οι τράπεζες, ως οι διαχειριστές / διαμεσολαβητές του χρήματος με τους πολίτες / πελάτες, απολαμβάνουν τα οφέλη που συνεπάγεται αυτό το αποκλειστικό προνόμιο όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά και συγκεντρώνουν την οργή της «αγοράς» σε περιόδους κρίσης.

 

«Εισαγόμενη» κρίση

Την κρίση που βιώνουν οι πολίτες – και εκ των πραγμάτων αποτυπώνεται στο τραπεζικό σύστημα – μπορεί κάποιος εύκολα και δικαιολογημένα να την αποδώσει σε εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι συνεπακόλουθες επιλογές στο πλαίσιο της Ε.Ε. που οδήγησαν στην πανάκριβη αλλαγή της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης.

Ο πληθωρισμός, βασική συνέπεια αυτών των επιλογών, πρωτόγνωρος στη ζώνη του ευρώ, σε τελική ανάλυση εξανεμίζει την πραγματική αξία των καταθέσεων. Για να γίνει αυτό αντιληπτό αρκεί να σκεφτούμε ότι, με 9% πληθωρισμό, αν κάποιος έχει στην τράπεζα 1.000 ευρώ, στο τέλος του χρόνου η πραγματική αξία του χρήματός του θα είναι 910 ευρώ. Τα υπόλοιπα 90 εξαφανίστηκαν. Αν δε ο πληθωρισμός κινηθεί σ’ αυτά τα ύψη για μια πενταετία, για παράδειγμα, οι καταθέτες θα χάσουν στην ουσία το μισό από τη σημερινή πραγματική αξία των χρημάτων τους.

Αυτό, όπως θα μπορούσαν να ισχυριστούν οι τράπεζες, δεν οφείλεται σε δικές τους επιλογές, αλλά σε μείζονος σημασίας πολιτικές επιλογές των αρχηγών κρατών της Ε.Ε., οι οποίοι δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την κρίση που ξέσπασε ταυτόχρονα με τον πόλεμο (ή εξαιτίας του) στην Ουκρανία.

Ζημιές και κέρδη

Αυτό το επιχείρημα, ωστόσο, κρύβει τη μισή αλήθεια. Η μισή αλήθεια πράγματι έχει να κάνει με την ανάγκη των τραπεζών να πληρώνουν στο ελάχιστο δυνατό τις ζημιές τους, που είναι οι καταθέσεις που συγκεντρώνουν. Αυτό εξασφαλίζεται με το ελάχιστο επιτόκιο καταθέσεων, που στην Ελλάδα είναι στο 0,04%.

Η άλλη μισή αλήθεια όμως έχει να κάνει με την τάση των τραπεζών να υπερ-εκμεταλλεύονται τα κέρδη τους, δηλαδή τα δάνεια που προσφέρουν, με ένα επιτόκιο που ξεκινά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από 4,60% και εκτοξεύεται πάνω από 11% για καταναλωτικά δάνεια.

 

Σε μια γενική θεώρηση, μετά τις αυξήσεις στο επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία «τροφοδοτεί» εντόκως και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σύμφωνα με τα στοιχεία Νοεμβρίου της Τράπεζας της Ελλάδος, το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 4,56 εκατοστιαίες μονάδες.

Με απλούστερα λόγια οι ελληνικές τράπεζες, ενώ για τις καταθέσεις που τους έχουν εμπιστευθεί (και εγγράφονται ως ζημιές στους ισολογισμούς τους) πληρώνουν 0,04% – και για τις προθεσμιακές 0,14% –, για τα δάνεια που δίνουν (και εγγράφονται ως κέρδη στα βιβλία τους) ζητούν και παίρνουν τουλάχιστον 4,56% τόκο!

Χρεώσεις και προμήθειες

Ακόμη και έτσι, με δεδομένο τον πληθωρισμό, οι τράπεζες εμφανίζονται να ζορίζονται και να χάνουν 4,5% από την πραγματική αξία του χρήματος που διαχειρίζονται, αφού, όπως είπαμε, ο πληθωρισμός τρέχει με 9%. Οι τράπεζες ωστόσο, σε αντίθεση με τους πελάτες τους, έχουν κι άλλους τρόπους να βγάζουν χρήμα και να οικοδομούν τα υπερκέρδη τους. Συγκεκριμένα οι τράπεζες για κάθε συναλλαγή, είτε διά ζώσης είτε ηλεκτρονικά, χρεώνουν τους πελάτες τους από 0,30 μέχρι και 3, ακόμη και 5 ευρώ, ανάλογα με το ποσό της συναλλαγής.

Μόνο απ’ αυτές τις χρεώσεις τα κέρδη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ανήλθαν από 260 η φθηνότερη έως σχεδόν 400 εκατ. ευρώ η ακριβότερη απ’ αυτές.

Ποιες είναι αυτές οι εργασίες που φέρνουν εκατομμύρια στα ταμεία των τραπεζών με ελάχιστο έως καθόλου κόπο από μέρους τους; Είναι οι παρακάτω 12 συναλλαγές, για τις οποίες η κυβέρνηση ζήτησε / παρακάλεσε σκόντο προς όφελος των πελατών και περιμένει την απάντησή τους:

1. Εισερχόμενου εμβάσματος.
2. Εξερχόμενου εμβάσματος (χρέωση για μεταφορά χρημάτων από τον λογαριασμό μίας τράπεζας σε λογαριασμό άλλης τράπεζας εσωτερικού).
3. Αποστολής χρημάτων (έμβασμα) σε τράπεζες εκτός ευρωζώνης.
4.
 Ανάληψης μετρητών από ΑΤΜ άλλης τράπεζας.
5. Συνδρομής πιστωτικής κάρτας.
6. Επανέκδοσης χρεωστικής / πιστωτικής κάρτας λόγω λήξης και λόγω κλοπής, απώλειας ή φθοράς.
7.
 Πληρωμής λογαριασμών (ΔΕΚΟ, κινητής τηλεφωνίας κ.λπ.).
8. Έκδοσης αντιγράφων κίνησης λογαριασμών / δανείων / πιστωτικών καρτών.
9. Αξιολόγησης αιτημάτων δανείων.
10. Νομικού και τεχνικού ελέγχου αιτημάτων δανείων.
11. Συναλλαγών με πιστωτικές κάρτες στο εξωτερικό (επιβάρυνση για τη μετατροπή συναλλαγών εξωτερικού σε ευρώ).
12. Αγοράς χρεογράφων του Ελληνικού Δημοσίου.

Αυτοί φταίνε;

Κάπως έτσι, την ίδια στιγμή που χιλιάδες δανειολήπτες δυσκολεύονται να πληρώσουν τις δόσεις των δανείων τους μετά τις συνεχείς αυξήσεις στα επιτόκια δανεισμού και βλέπουν τις (όποιες) καταθέσεις τους να εξανεμίζονται εξαιτίας του πληθωρισμού, οι ελληνικές τράπεζες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρώτο εξάμηνο του έτους κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,3 δισ., δηλαδή αύξηση κατά 18,7% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2021.

Συνυπολογίζοντας όλα αυτά και λαμβάνοντας υπόψη ότι

● ανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα των φορολογουμένων

● και ξεπούλησαν τα «κόκκινα» δάνεια (ζημιές τους) έναντι πινακίου φακής σε «κοράκια – εισπρακτικές» αντί να επιδιώξουν ρυθμίσεις σε ανάλογο τίμημα με τους δανειολήπτες,

οι τράπεζες πράγματι συγκεντρώνουν δικαιολογημένα την οργή των πολιτών, που ταυτόχρονα είναι και ψηφοφόροι στους οποίους απευθύνονται τα κόμματα. Αυτό ίσως εξηγεί και την «επίθεση» κατά των τραπεζών από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, που τελικά εμφανίζονται να παρακαλούν τις τράπεζες να δείξουν «κατανόηση» στις δυσκολίες των πολιτών και να ψαλιδίσουν τα κέρδη τους.

Καλά, θα μπορούσε κάποιος να πει, τα κυβερνητικά παρακάλια. Θα ήταν ωστόσο απλούστερο αν η κυβέρνηση αποφάσιζε να προχωρήσει στη φορολόγηση των υπερκερδών τους.