Με αφορμή την τροπολογία Χατζηδάκη έχει ξεκινήσει για τα καλά η φημολογία για τη… γενναία αύξηση στον κατώτατο μισθό, η οποία αναπτύσσεται σε προεκλογικό φόντο. Oπως αναφέρει το Δελτίο Τύπου του υπουργείου Εργασίας, «η υποβολή της έκθεσης θα λάβει χώρα το αργότερο έως την 3η Φεβρουαρίου 2023, ώστε ο νέος αυξημένος κατώτατος μισθός να αρχίσει να ισχύει από την 1η Απριλίου 2023», ενώ μέχρι τις 10 Φλεβάρη οι καπιταλιστές και λοιποί «κοινωνικοί εταίροι» θα πρέπει να έχουν επεξεργαστεί τις δικές τους προτάσεις. 

Τα σενάρια που αφήνει να διαρρεύσουν κάνουν λόγω για αύξηση της τάξης του 6%, με τον βασικό να ανεβαίνει στα 756 ευρώ, ή για αύξηση 7% – 8% με τον μισθό να φτάνει στα 763 με 770 ευρώ. 

Για άλλη μια φορά νομίζουν ότι απευθύνονται σε Χαχόλους. Αφού η ονομαστική αύξηση θα ισχύσει από την 1η Απρίλη και δεν θα έχει αναδρομική ισχύ από την αρχή του χρόνου, το πραγματικό ποσοστό δεν είναι 7% αλλά κοντά στο 5% ( όταν δώσουν τα νούμερα θα έχουμε σαφή εικόνα). 

Επαναλαμβάνεται έτσι η περσινή κοροϊδία, όταν ο Μητσοτάκης, λέγοντας αισχρά ψέματα, παρουσίαζε σχεδόν διπλάσια την πραγματική αύξηση που είχε τεθεί σε ισχύ από 1η Μάη, κάνοντας λόγο για… 9%, καθώς πρόσθετε στην ονομαστική αύξηση και το 2% που είχαν δώσει από την 1η Γενάρη (αντιστοιχούσε σε… μισό κουλούρι την ημέρα), αλλά όμως αφορούσε το 2021 (και το 2020, στο οποίο δεν είχε δοθεί καμία αύξηση, αλλά πέρασε… «υπέρ πατρίδος», δηλαδή υπέρ των καπιταλιστών)!

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η αντιπολίτευση, εντός αλλά και… εκτός Βουλής, που του ασκούσε κριτική γι’ αυτό, έτρωγε αμάσητο το παραμύθι της δήθεν αύξησης κατά 7% στο βασικό μισθό, παραβλέποντας το γεγονός ότι δεν αφορούσε ολόκληρη την χρονιά, αφού ίσχυσε από 1η Μάη (σχετική αναφορά γι’ αυτά, έχουμε κάνει εδώ και εδώ).

Βέβαια, έχουν περάσει οι εποχές του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού, όταν τα συνδικάτα υπολόγιζαν την αύξηση του κατώτατου μισθού σε ετήσια βάση. Αυτό ήταν -και θα έπρεπε να είναι- επιβεβλημένο. Από τη στιγμή που άλλα οικονομικά μεγέθη, όπως ο πληθωρισμός ή η «ανάπτυξη» (ως ποσοστιαία μεταβολή του ΑΕΠ), μετριούνται σε ετήσια βάση, γιατί ο βασικός μισθός να αποτελεί εξαίρεση; 

Εκείνη την περίοδο, αν η ΕΓΣΣΕ (Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας) υπογραφόταν τον Μάρτη, προέβλεπε την αναδρομική εφαρμογή της από 1ης Γενάρη και οι εργάτες έπαιρναν αναδρομικά τη διαφορά και για τους μήνες που είχαν παρέλθει χωρίς αύξηση. Ωστόσο, από την εποχή της πλήρους αστικοποίησης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, την τελευταία τριακονταετία, αυτό άρχισε σταδιακά να αλλάζει, και η αύξηση άρχισε να υπολογίζεται από το μήνα υπογραφής της ΕΓΣΣΕ και μετά. Βρήκαν και το κόλπο των δύο δόσεων μέσα στο χρόνο, για να εμφανίζουν φουσκωμένα ποσοστά αυξήσεων. Ετσι υπέγραφαν ΕΓΣΣΕ με δύο αυξήσεις μέσα στο χρόνο (π.χ. 5% από 1/1 και 5% από 1/7) και έλεγαν στους εργάτες ότι υπέγραψαν αυξήσεις ύψους 10%, ενώ η πραγματική αύξηση ήταν 7,63%. Διότι ο μισθός έπαιρνε αύξηση 5% για όλο το χρόνο και 5% για το μισό χρόνο, δηλαδή 2,5% σε ετήσια βάση.

Κατά τη μνημονιακή περίοδο, τη σκυτάλη της εξαπάτησης των εργατών από τους αστογραφειοκράτες πήραν οι αστικές κυβερνήσεις, καθώς με το νόμο 4172/2013 (με υπουργό τον Βρούτση επί Σαμαροβενιζέλων) η ρύθμιση του κατώτατου μισθού έφυγε από το πεδίο των λεγόμενων συλλογικών διαπραγματεύσεων και έγινε αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης, που τον καθορίζει με βάση τις ανάγκες των καπιταλιστών: «Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών»

Παλιότερα, ο κατώτατος μισθός αφορούσε ένα μικρό σχετικά κομμάτι της εργατικής τάξης, περίπου το 10% που ανήκε στο ανειδίκευτο προσωπικό, και αποτελούσε τη βάση για τις διεκδικήσεις στις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις. Την τελευταία δεκαετία τα πράγματα έχουν αλλάξει, καθώς οι καπιταλιστές πληρώνουν με τον κατώτατο μισθό και τους ειδικευμένους εργάτες, με βάση την εγκύκλιο της τότε (αλλά και σημερινής) γενικής γραμματέα του υπουργείου Εργασίας, Αννας Στρατηνάκη, η οποία προέβλεπε πως «τα κατώτατα νόμιμα όρια μισθών και ημερομισθίων για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών, ανεξαρτήτως κλάδου και ειδικότητας, (δεδομένου ότι καταργήθηκε το αρ. 43 του ν. 3986/2011 και κάθε αντίθετη διάταξη) και για τους ήδη εργαζόμενους, διαμορφώνονται σε σχέση με τα κατώτατα όρια των μισθών και ημερομισθίων της από 15-7-2010 ισχύουσας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όπως αυτά προβλέπονταν και ίσχυαν κατά την 1-1-2012, μειωμένα κατά 32%» (βλ. εδώ).

Η εγκύκλιος αυτή συνέβαλε στο χτύπημα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων που προέβλεπαν οι εφαρμοστικοί νόμου του Μνημονίου. Ετσι σήμερα, με τον κατώτατο μισθό πληρώνεται ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με το παρελθόν, το οποίο αγγίζει και τους ειδικευμένους εργαζόμενους (με εξαίρεση αυτούς που ήταν από παλιότερα στη δουλειά).

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος δημαγωγούσε ασύστολα απευθυνόμενος κυρίως στη νεολαία, υποσχόμενος πως θα επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, διατήρησε άθικτο το αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο, και όσον αφορά το ύψος του μισθού (που είχε πετσοκοπεί στα 586 μεικτά και το 2019, τελευταία χρονιά των συριζαίων, έγινε 650), και σχετικά με την απόσπασή του από το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Μπορεί η αναμενόμενη φετινή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 5% σε ετήσια βάση να είναι η ίδια με την περσινή, ωστόσο η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη για την εργατική τάξη και τα εργαζόμενα στρώματα, καθώς το κύμα ακρίβειας στην αγορά δεν λέει να κοπάσει. Ακόμα και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ κάνουν λόγο για 15% αύξηση στα βασικά είδη διατροφής, με αποτέλεσμα το εισόδημα να εξανεμίζεται στο σούπερ μάρκετ, στα ενοίκια, στην ενέργεια και τα καύσιμα. Μια κατάσταση, που δεν καταγράφει ούτε ο επίσημος και κάλπικος πληθωρισμός του 8% – 9%, ούτε ο πλαστός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, και οι Ερευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών (δείτε εδώ και εδώ).

Και αυτά, τη στιγμή που ο κατώτατος μισθός δεν έχει φτάσει ακόμα το επίπεδο του 2009. Και βέβαια, μόνο σαν αστείο ακούγεται το να περιμένουμε αντιδράσεις από τους αστογραφειοκράτες της ΓΣΕΕ. Αυτοί το μόνο που μπορεί να κάνουν είναι να παραγγείλουν κάποιο… γκάλοπ που θα περιγράφει την κατάσταση ή καμιά 24ωρη για να εκτονωθεί η οργή του κόσμου. Αν δεν κινηθούν οι ίδιοι οι εργάτες, ο εργασιακός μεσαίωνας και το κύμα φτωχοποίησης θα συνεχιστούν επ’ αόριστον.