Με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, μετά και το προαναγγελθέν έγκλημα στα Τέμπη, ο αρχιερέας των κυβερνητικών ευθυνών Μητσοτάκης, προκειμένου να συσκοτήσει τα πραγματικά αίτια της δολοφονίας 57 (;) ανθρώπων, που είναι η ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων της άλλοτε αποκαλούμενης Κοινής Ωφέλειας, αλλάζει διαρκώς τον καμβά της κυβερνητικής προπαγάνδας. 

Μετά το «τραγικό ανθρώπινο λάθος», το «όλοι φταίμε», τις «συγγνώμες» και τούμπαλιν επιστροφή στο «φταίει ο σταθμάρχης», ο Μητσοτάκης, στο υπουργικό συμβούλιο στις 9 του Μάρτη, έδειξε τις «συντεχνίες που εμπόδιζαν κάθε αξιολόγηση του προσωπικού των τρένων μας» και προχωρώντας παραπέρα αναγόρευσε την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων σε… θαύμα που θα νικήσει τις «νησίδες της καθυστέρησης»: «Το έμαθα καλά όταν ως απλός βουλευτής είχα έρθει σε σύγκρουση με ‘’εργατοπατέρες’’ της δικής μας παράταξης ή όταν ως Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης πάλευα για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων εν μέσω πάρα πολλών αντιδράσεων».

Δεν πρόφτασε να ξεπροβάλει ο νέος «άσος» από το μανίκι του Μητσοτάκη και τα καρτάλια στους υπουργικούς θώκους και τα ραδιοκάναλα επιδόθηκαν μετά μανίας στη γκεμπελική προπαγάνδα με πυρήνα το αφήγημα «φταίει η μη ύπαρξη αξιολόγησης»: 

Γιάννης Οικονόμου, κυβερνητικός εκπρόσωπος: «Εμείς δεν κρύψαμε ότι θέλουμε σε ολόκληρο το δημόσιο περισσότερη ποιότητα, αξιοκρατία, διαφάνεια, αξιολόγηση. Ο κόσμος γνωρίζει και θα μας κρίνει, και για τις προσπάθειες που κάναμε προς την κατεύθυνση αυτή, για το βαθμό που προχωρήσαμε και για αυτά που δεν καταφέραμε να αλλάξουμε. Αυτή είναι η πραγματικότητα – δεν κρυφτήκαμε πίσω από αυτό – και η σύγκρουσή μας με αυτές τις νησίδες θα είναι διαρκής».

Νίκη Κεραμέως«Η ανάγκη να συνεχίσουμε δυναμικά την αξιολόγηση σε όλο το Δημόσιο (είναι) ένα από τα μηνύματα που βγήκαν με ηχηρό τρόπο από την τραγωδία των Τεμπών». 

Ακης Σκέρτσος (ερωτηθείς για τις «νησίδες του αναχρονιστικού κράτους»): «Δίνουμε την μάχη κάθε μέρα και μπορώ να σας αναφέρω τουλάχιστον 12 νόμους πλέον του ελληνικού κράτους που έχουν σαν στόχο να φτιάξουμε ένα κράτος το οποίο θα έχει στον πυρήνα του την αξιολόγηση. Γιατί εμείς πιστεύουμε γνήσια στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, έχει ξεκινήσει σε κάποιους τομείς. Στην εκπαίδευση αυτή τη στιγμή υπάρχει αξιολόγηση σχολικών μονάδων, συγγραμμάτων, εκπαιδευτικού υλικού, αποτελεσμάτων αλλά και των ίδιων των εκπαιδευτικών. Υπάρχουν επίσης άλλοι τομείς όπως η υγεία που έχουμε αξιολόγηση διοικήσεων, υπάρχει το λεγόμενο επιτελικό κράτος το οποίο έχει στον πυρήνα του την αξιολόγηση των επιδόσεων υπουργών. Συνεπώς ο Κυρ. Μητσοτάκης αυτές τις αλλαγές έχει φέρει, σε αυτές τις αλλαγές πιστεύει, κρίνεται προφανώς…».

Αδωνις Γεωργιάδης: «Για να βρεθεί εκείνο το βράδυ μόνος του (ο σταθμάρχης) και να οδηγήσει τα παιδιά μας στον θάνατο, αυτό δείχνει ότι ένα ολόκληρο σύστημα έχει αποτύχει. Γιατί όταν λέμε εμείς να γίνει αξιολόγηση στο Δημόσιο, τα κόμματα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης εξεγείρονται να μην γίνει αξιολόγηση. Αν είχε γίνει όμως αξιολόγηση σε αυτούς τους υπαλλήλους, τα παιδιά θα είχαν σωθεί.

Αρα, το μήνυμα αυτού του φοβερού δυστυχήματος, γιατί δυστυχώς αυτά τα παιδιά δεν μπορούμε να τα φέρουμε πίσω, είναι η ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων και σίγουρα της δικής μας Κυβερνήσεως, να συγκρουστεί με αυτή την κακή νοοτροπία. Το τονίζω, δεν είναι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έτσι. Το πολιτικό μήνυμα είναι περισσότερη αξιολόγηση στο Δημόσιο, αυστηρότερα κριτήρια για να πάρει κάποιος θέση στο Δημόσιο, ποινή στον υπάλληλο που δεν κάνει τη δουλειά του και φυσικά, να συζητήσουμε όλες τις πολιτικές ευθύνες. Αλλά να μην φεύγουμε από την εικόνα των ανθρώπων που σκότωσαν τα παιδιά, γιατί αυτοί τους σκότωσαν».

Η ιδιωτικοποίηση, η αξιολόγηση και το «κακό Δημόσιο»

Ιδιωτικοποίηση δεν σημαίνει μόνο αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος (στον ΟΣΕ, ξεκίνησε το 2008-9, με τον Χατζηδάκη, που τον έκοψε σε φέτες, συνεχίστηκε το 2010 με το «σχέδιο Ρέππα», όταν εκδιώχτηκαν με τη μία περίπου 2.400 εργάτες και εργαζόμενοι από τους περίπου 6.000 που εργάζονταν -το 40%- και κορυφώθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ με το ξεπούλημα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα, την Ferrovie dello Stato Italiane), αλλά και εφαρμογή σκληρών ιδιωτικοκαπιταλιστικών μεθόδων διοίκησης και διαχείρισης και μείωση προσωπικού – χωρίς κατ’ ανάγκη να αλλάξει το ιδιοκτησιακό καθεστώς. 

Μοχλός υλοποίησης της μείωσης των εργαζόμενων στο Δημόσιο υπήρξε το εφεύρημα της «αξιολόγησης», ο διαχωρισμός μεταξύ των «άξιων» υπαλλήλων και των «ανάξιων χαραμοφάηδων», που τους ταΐζει ο φορολογούμενος λαός. Ο στόχος ήταν διττός: από τη μια να πεταχθούν στην ανεργία οι «υπεράριθμοι», αυτοί που δεν μπορούσε να τους σηκώσει η ιδιωτικοποιημένη λειτουργία υπηρεσιών, να απαλλαγεί το κράτος από «περιττά έξοδα», και από την άλλη να καλλιεργηθεί ο φόβος, η πειθάρχηση και η υποταγή στην εξουσία. 

Το περίφημο «κράτος-επιτελείο» αποτελεί την επιτομή της πολιτικής παραχώρησης όλων των αρμοδιοτήτων και δράσεων στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα, με τις δημόσιες υπηρεσίες να συρρικνώνονται δραματικά.

Η φιλολογία περί κράτους-επιτελείου κορυφώθηκε την περίοδο του σημιτικού «εκσυγχρονισμού» και έκτοτε αποτέλεσε βασική ιδεολογική συνιστώσα του πολιτικού λόγου όλων των αστικών κυβερνήσεων. Η περίοδος των Μνημονίων έδωσε στο σύστημα την ευκαιρία να κάνει πράξη αυτήν την κατεύθυνση, με βίαιο-αντεργατικό τρόπο. Ο Μητσοτάκης, σαν οδοστρωτήρας, συμπύκνωσε στον κυβερνητικό χρόνο μιας τετραετίας, την αντεργατική αυτή πολιτική. 

Κατά περιόδους, ο μπαμπούλας του «κακού Δημόσιου», που εκτός από «ανάξιους» απασχολούσε και «πλεονάζοντες», αντιμετωπίστηκε και με άλλα μέσα, όπως η «κινητικότητα» και οι «διαθεσιμότητες».

Πρώτα, πρώτα φτιάχτηκε μια εικονική πραγματικότητα. Τη δημιούργησε η κυβέρνηση Παπανδρέου-Βενιζέλου, το 2011, με ένα χονδροειδέστατο ψέμα, ανεβάζοντας τον αριθμό των εργαζόμενων στο Δημόσιο σε 1.000.000 περίπου, ενώ στην πραγματικότητα ήταν σημαντικά χαμηλότερος. Το έκανε αυτό για να δείξει, με καθαρά ναζιστικό τρόπο, τους εργαζόμενους στο Δημόσιο ως αιτία για τα ελλείμματα και να δικαιολογήσει τις μαζικές απολύσεις ως αναγκαία πράξη, λόγω… υπερπληθώρας εργαζόμενων.

Οτι ο αριθμός των εργαζόμενων στο Δημόσιο ήταν σχεδόν ο μισός από αυτόν που διατυμπάνιζε η τότε μνημονιακή κυβέρνηση το απέδειξε μελέτη με τίτλο «Μελέτη για τις μισθολογικές εξελίξεις στο δημόσιο», που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 2 Μάρτη του 2011, από ομάδα εργασίας που συγκροτήθηκε από στελέχη δύο ιδιωτικών εταιριών και των υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών.

Σύμφωνα μ’ αυτήν τη μελέτη, που έκτοτε την έφαγε το σκοτάδι, οι τακτικοί υπάλληλοι (μόνιμοι και ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) στην Κεντρική Διοίκηση και στα ΝΠΔΔ στις 31.12.2010 ήταν 513.351. Οι συμβασιούχοι στις ίδιες με το τακτικό προσωπικό υπηρεσίες είχαν μειωθεί σε 52.303 άτομα. Σύνολο απασχολούμενων 565.654. Αν υπολογίσουμε τις συνταξιοδοτήσεις, τη μη ανανέωση όσων συμβάσεων έληξαν και την εφαρμογή του κανόνα 1 πρόσληψη για κάθε 10 αποχωρήσεις, θα φτάσουμε κοντά στις 500.000 εργαζόμενους.

Σημειωτέον ότι στον αριθμό των τακτικών υπαλλήλων περιλαμβάνονται και οι ουκ ολίγοι μπάτσοι, καραβανάδες, παπάδες, δικαστικοί και λοιποί κηφήνες. Στις 31.12.2010, οι μπάτσοι ήταν 71.446, οι καραβανάδες 82.897, οι παπάδες 10.421. Μάλιστα, ο ρυθμός αύξησής τους σε σχέση με το 2006 ήταν 12,44%, ενώ ο ρυθμός αύξησης των υπόλοιπων δημοσίων υπαλλήλων ήταν 2,98%. Δηλαδή, αυξήθηκαν με ρυθμό υπερτετραπλάσιο απ’ αυτόν που αυξήθηκαν οι τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι.

Η ίδια πολιτική συνεχίστηκε έκτοτε και τα επόμενα χρόνια. Οι στρατιές των μπάτσων αυξήθηκαν (τελευταίο επεισόδιο η Πανεπιστημιακή Αστυνομία), ενώ π.χ. προσλήψεις στη δημόσια εκπαίδευση είχαν να γίνουν για 12 χρόνια, τα κενά καλύπτονται με το σταγονόμετρο, ενώ εργάζονται στα σχολεία πάνω από 40.000 αναπληρωτές. Οι ανάγκες στα δημόσια νοσοκομεία αντιμετωπίζονται με υποχρεωτικές μετακινήσεις προσωπικού ακόμη και την περίοδο της πανδημίας, οι συνταξιοδοτήσεις συνεχίστηκαν και οργανικές θέσεις καταργήθηκαν. Τα «χαΐρια» της μείωσης των εργαζομένων τα διαπιστώνει σήμερα ο καθείς που επισκέπτεται μια δημόσια υπηρεσία, όπως π.χ. τις ΔΟΥ.

Την ίδια χρονιά (το 2011), ο και συνταγματολόγος Βενιζέλος έστησε το «νομικό» υπόβαθρο της «κινητικότητας» των υπαλλήλων: «Στο στενό Δημόσιο, εκεί που έχουμε να κάνουμε με δημοσίους υπαλλήλους, τώρα προχωράμε με το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης στον κρατικό υπάλληλο, στον υπάλληλο του κράτους και όχι συγκεκριμένου υπουργείου ή συγκεκριμένου νομικού προσώπου του στενού δημόσιου τομέα. Και εκεί, επειδή οι οργανικές θέσεις είναι ενιαίες, μπορούμε να κάνουμε τη μεγάλη αναδιάταξη του προσωπικού, ώστε αν κάπου υπάρχουν ελλείψεις ή κάπου υπάρχουν πλεονάσματα, αυτό να εξισορροπηθεί με όσο γίνεται ταχύτερο τρόπο».

Της «κινητικότητας», βεβαίως, προηγείται πάντα αναδιάρθρωση των υπηρεσιών, συγχώνευση-κατάργηση φορέων ή μεταβολή του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος. Προκαταρκτικά, δηλαδή, καταργούνται όλες οι κενές οργανικές θέσεις στο Δημόσιο. Θέσεις που τις είχαν αφήσει κενές οι κυβερνήσεις για χρόνια. Παράλληλα δημιουργείται επιτροπή με αντικείμενο να βρει και άλλους «υπεράριθμους». Αυτό σημαίνει νέες φουρνιές απολύσεων χιλιάδων εργαζόμενων στο Δημόσιο και εξαναγκασμός τους, υπό την απειλή της απόλυσης, να μετακινηθούν «εθελοντικά» σε άλλη υπηρεσία, που μπορεί να βρίσκεται σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας, συνεχής επιτήρηση που βαφτίζεται «αξιολόγηση», δίνοντας ώθηση στο ρουσφέτι και τις πελατειακές σχέσεις (οι yesmen έχουν καλή μεταχείριση και οι αντιστεκόμενοι θεωρούνται… αντιπαραγωγικοί). Και βέβαια, άγριο πετσόκομμα των αποδοχών. 

Τη διετία 2013-2014 ήρθε η ώρα να γίνει πράξη η μνημονιακή υποχρέωση για 50.000 απολύσεις στο Δημόσιο. Την αρχή έκαναν 2.656 απολυμένοι της ΕΡΤ (το «μαύρο» στην ΕΡΤ μέσα σε μια νύχτα), για να ακολουθήσει η πρώτη φουρνιά των δημοτόμπατσων, των εκπαιδευτικών (μπήκε λουκέτο σε 49 ειδικότητες-τομείς της τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης και 2.500 καθηγητές της δημόσιας ΤΕΕ μπήκαν σε διαθεσιμότητα), των σχολικών φυλάκων και των καθαριστριών (σύνολο 12.500), ενώ άλλοι τόσοι θα έμπαιναν σε διαθεσιμότητα μέχρι τα τέλη του χρόνου. Επίσης προβλέπονταν 4.000 απολύσεις το 2013 και 11.000 το 2014, συνολικά 15.000 εργαζόμενοι.

Τα νούμερα συμφώνησαν με την τρόικα η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη, ενώ ο Μητσοτάκης, τότε υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, ανέλαβε να υλοποιήσει αυτή την πολιτικήμε άγρια νεοφιλελεύθερη αποφασιστικότητα και μητσοτακικό αμοραλισμό.

Αξιολόγηση, ποσοστώσεις, δεξαμενή για απολύσεις και τιμωρητικές διατάξεις

Το 2014 ψηφίζεται ο νόμος 4250/2014 «Διοικητικές Απλουστεύσεις – Καταργήσεις, Συγχωνεύσεις Νομικών Προσώπων και Υπηρεσιών του Δημοσίου Τομέα – Τροποποίηση Διατάξεων του π.δ. 318/1992 (Α΄ 161) και λοιπές ρυθμίσεις».

Με το άρθρο 20 του νόμου αυτού («Αξιολόγηση του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών…») καθορίζονται «ανώτατα ποσοστά ανά κλίμακα βαθμολόγησης». Με τους βαθμούς 9 έως 10 βαθμολογείται ποσοστό έως και 25% των υπαλλήλων. Με τους βαθμούς 7 έως 8 βαθμολογείται ποσοστό έως και 60% των υπαλλήλων. Με τους βαθμούς 1 έως 6 βαθμολογείται ποσοστό 15% των υπαλλήλων. Σε περίπτωση δε, που κατά τη βαθμολόγηση δεν εξαντληθεί το ανώτατο επιτρεπόμενο κατά κλίμακα ποσοστό, το υπολειπόμενο μέρος που δεν χρησιμοποιήθηκε, προσαυξάνει το ποσοστό της αμέσως κατώτερης κλίμακας βαθμολόγησης και τα ποσοστά της βαθμολόγησης υπολογίζονται επί του συνόλου των υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια Γενική Διεύθυνση.

Την υλοποίηση του νόμου παίρνει επάνω του ο Μητσοτάκης, ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης (αποκτά το προσωνύμιο «ο Δράκουλας των δημοσίων υπαλλήλων»), ο οποίος διαλαλεί σε όλους τους τόνους ότι «η έννοια του καλού υπαλλήλου εξανεμίζεται όταν όλοι παίρνουν άριστα».

Οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο αντιδρούν και δημιουργείται μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία εργαζόμενων (της τάξης του 80%), οι οποίοι παρέδωσαν στα σωματεία τους τα χαρτιά της «αυτοαξιολόγησης».

Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων αναδιπλώνεται. Προχωρεί σε «αναθεώρηση» της «αξιολόγησης» των δημοσίων υπαλλήλων, προσθέτοντας κάποιες «εγγυήσεις», όπως τη φράση: «Κανένας υπάλληλος δεν πρόκειται να απολυθεί βάσει της αξιολόγησής του, ούτε πρόκειται να υποστεί μισθολογικές κυρώσεις ή οποιαδήποτε άλλη αρνητική υπηρεσιακή μεταβολή». Η ποσόστωση, όμως, στη βαθμολογία παραμένει αμετάβλητη.

Κανείς εργαζόμενος, βεβαίως, δεν χάφτει αυτές τις «εγγυήσεις», ότι δηλαδή η αξιολόγηση δεν συνδέεται με νέο κύμα διαθεσιμοτήτων-απολύσεων, αφού παραμένει η υποχρεωτική ποσόστωση και αφού το 15% κάθε μονάδας πρέπει οπωσδήποτε να ενταχθεί στην κατηγορία των «άχρηστων».

Στόχος της κυβέρνησης ήταν να διώξει από το Δημόσιο τους εργαζόμενους κατηγορίας ΥΕ (Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης, δηλαδή με απολυτήριο δημοτικού ή τριτάξιου γυμνάσιου). Γι’ αυτό και καλλιεργούσε την άποψη ότι το Δημόσιο είναι χώρος μόνο για μορφωμένους, ενώ οι προλετάριοι δεν έχουν θέση σε αυτό και οι εργασίες στις οποίες αυτοί οι εργάτες απασχολούνται πρέπει να περάσουν σε εργολάβους, με συνθήκες εργασίας-γαλέρας. Δεξαμενή εργαζόμενων κατηγορίας ΥΕ ήταν βεβαίως οι ΟΤΑ και στο υπουργείο Εσωτερικών άρχισαν να δουλεύουν εντατικά πάνω στη λίστα των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου των ΟΤΑ (τις δημοτικές επιχειρήσεις και τις ανώνυμες εταιρίες των ΟΤΑ), όπου από κει και ύστερα εισέβαλαν αθρώα οι εργολάβοι με τις γνωστές για τους εργαζόμενους συνέπειες.

Και επειδή το κράτος έχει συνέχεια, ειδικά όσον αφορά τις αντεργατικές πολιτικές, η συγκυβέρνηση των Τσιπροκαμμένων ανέλαβε να προωθήσει την «αξιολόγηση» των υπαλλήλων του Δημοσίου και την «κινητικότητα», αφού προηγουμένως προηγηθεί νέος γύρος αναδιάρθρωσης υπηρεσιών, συγχωνεύσεων φορέων και μεταβολής του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος. 

Το 2016 ψηφίστηκε ο νόμος 4369/2016, ο οποίος, σύμφωνα με τους συριζαίους, καθιερώνει ένα «αντικειμενικό και αμερόληπτο» σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, με κριτήρια αξιολόγησης και βαθμολογία στην κλίμακα από 0-100, χωρίς τις υποχρεωτικές ποσοστώσεις του Μητσοτάκη. Ακολουθούν και άλλοι νόμοι, όπως ο 4440/2016, που επιβάλει ένα «Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας στη Δημόσια Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση…».

Και η «αξιολόγηση» των συριζαίων ξεσηκώνει θύελλα διαμαρτυριών και αντίστασης, με τα συντριπτικά ποσοστά των δημοσίων υπαλλήλων να συμμετέχουν στην απεργία-αποχή που κηρύττει η ΑΔΕΔΥ.

Η κυβέρνηση ακολουθεί το γνωστό δρόμο της καταστολής, με την κατάθεση το 2017 τροπολογίας από την υπουργό Διοικητικής Ανασυγκρότησης Ολγα Γεροβασίλη (ενσωματώνεται ως άρθρο 24 Α στον ν. 4369/2016), που ορίζει ότι οι αξιολογητές των υπαλλήλων «δεν δύνανται να συμμετέχουν σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων», «αν υπαιτίως δεν εκπληρώνουν την υποχρέωση αξιολόγησης των υφισταμένων τους».

Η Γεροβασίλη απειλεί για την εφαρμογή του νόμου, καθιστώντας σαφή την επιμονή της κυβέρνησης στην υλοποίηση της αξιολόγησης και προειδοποιώντας ότι «δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτά φαινόμενα αποχής από τα καθήκοντα που ο νόμος προσδιορίζει για την αξιολόγηση», πλην όμως οι απειλές της πέφτουν στο κενό.

Ο Μητσοτάκης, τότε αρχηγός της ΝΔ που είναι στην αντιπολίτευση, ζώνεται τα φυσεκλίκια, ενθυμούμενος τα έργα και τις ημέρες του ως υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης, και πραγματοποιώντας παρέμβαση από τα δεξιά στον ΣΥΡΙΖΑ, διαμηνύει: «Η αξιολόγηση στο Δημόσιο θα εφαρμοστεί» 

Το 2019 (ν. 4616/2019), οι συριζαίοι, μπροστά στην σθεναρή αντίσταση των δημοσίων υπαλλήλων, που είχαν κάνει κουρελόχαρτο την αξιολόγηση με την απεργία-αποχή, υποχρεώνονται σε άτακτη υποχώρηση, καταργώντας τις τιμωρητικές διατάξεις της «τροπολογίας Γεροβασίλη».

Τη σκυταλοδρομία της αξιολόγησης από όλες της αστικές κυβερνήσεις -μνημονιακής και «μη μνημονιακής περιόδου», πάνμτα όμως με αυστηρή εποπτεία από τους ιμπεριαλιστές δανειστές- έχει αναλάβει σήμερα να φέρει εις πέρας ο πρώην τσεκουροφόρος Βορίδης, με το νόμο 4940/2022: «Σύστημα στοχοθεσίας, αξιολόγησης και ανταμοιβής για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, ρυθμίσεις για το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα και άλλες διατάξεις». 

Ο νόμος Βορίδη καθιερώνει ένα σύστημα «ανταμοιβής των δημοσίων υπαλλήλων», εξαγορασμού δηλαδή συνειδήσεων και υποταγής με «μπόνους», υιοθετεί τη μέθοδο της «αυτοαξιολόγησης των υπηρεσιών και φορέων του δημοσίου τομέα» ως πρώτο βήμα καλλιέργειας «κουλτούρας αξιολόγησης» και εξαπάτησης των εργαζόμενων και ορίζει σαφώς ότι «οι Αξιολογητές έχουν υποχρέωση να διενεργούν την αξιολόγηση των άμεσα ιεραρχικά υφισταμένων τους».

Παραλλαγή της αξιολόγησης γενικά στο Δημόσιο έχει εφαρμόσει και η Κεραμέως στην εκπαίδευση με την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, την επιστροφή του επιθεωρητή και την εξαγορά των εκπαιδευτικών με προσφορά μορίων σε περίπτωση που διεκδικήσουν θέσεις στη διοικητική ιεραρχία της εκπαίδευσης.

Τα αποτελέσματα της αξιολόγησής της τα βλέπουμε σήμερα, όπου επίδοξοι αξιολογητές-Σύμβουλοι Εκπαίδευσης αποδεικνύονται θλιβερά ανθρωπάρια, βασιλικότεροι της βασιλίσσης Κεραμέως, επιδιώκοντας να τρυπώσουν στα σχολεία υποδυόμενοι τους «γονείς», κλείνοντας ραντεβουδάκια σε καφετέριες με τους δεχόμενους να αξιολογηθούν τρομοκρατημένους νεοδιορισθέντες.

Τα βλέπουμε και γενικότερα, με το ρεζίλι της κυβέρνησης των α(χ)ρίστων με τα «πέτσινα» πτυχία, τις αγορασμένες περγαμηνές των μεταπτυχιακών και διδακτορικών, τους Πάτσηδες και τους Χειμάρες, τους προβεβλημένους υπουργούς που τους φτύνει το αφεντικό τους και αυτοί νομίζουν πως ψιχαλίζει (Χατζηδάκης), τους σαλταδόρους της αστικής πολιτικής που αλλάζουν κόμματα σαν τα πουκάμισα, προκειμένου να εξασφαλίσουν μια θέση σε κυβερνητικά πόστα, τους αμέτρητους γκαουλάιτερ κυβέρνησης και αφεντικών του κεφαλαίου, τους «γιέσμεν» σε όλα τα αντιδραστικά, αντιλαϊκά μέτρα.

ΠΗΓΗ: Eksegersi.gr