Της Βάσως Χρυσοστομίδου*
Ο παππούς μου και ο πατέρας μου ήταν άνθρωποι του τιμονιού. Μεροκάματα σε Φορτηγά, σε σκουπιδιάρικα, σε ταξί, σε υδροφόρα. Είχαν οργώσει το Περαμα και τα περίχωρα στα χρόνια της παράγκας.
Τυχαία έμαθα ότι είχαν σώσει και ζωές. Μια ηλικιωμένη κυρία που τη συνάντησα να καθαρίζει χόρτα στην αυλή της, αφού με ρώτησε ποιά είμαι και άκουσε ότι είμαι η εγγονή του Αλέκου Χρυσοστομίδη, άφησε το μαχαίρι στην ποδιά της, σήκωσε το βλέμμα της και μου είπε ότι ο παππούς μου την είχε πάει να γεννήσει με το σκουπιδιάρικο της δημαρχίας κι έτσι σώθηκε η ίδια και το μοναδικό της παιδί.
Μια άλλη φορά, κι ενώ ήμασταν με τη μητέρα μου σε ένα ταξί, ο οδηγός τη ρώτησε: " Παναγιώτα, εσύ είσαι; Με θυμάσαι;" Η μητέρα μου δεν μπορούσε να τον θυμηθεί. Μας είπε ότι όταν ήταν παιδί , δέκα τριών χρονών βοηθούσε το μπαμπά μου στο νερουλάδικο. Τραβούσε τις μάνικες, έπαιρνε χαρτζιλίκι και κάθε μεσημέρι έτρωγαν μαζί στο σπίτι.
Η μάνα μου τον θυμήθηκε κι όταν ο άνθρωπος έμαθε ότι ο πατέρας μου είχε πεθάνει, αναλύθηκε σε δάκρυα λέγοντας ότι " Εγώ στον κυρ Παύλο χρωστάω τη ζωή μου" Μας είπε , ότι ο πατέρας μου ανήσυχος γιατί δεν τον έβλεπε στη δουλειά, πήγε στο σπίτι του στο βουνό, κι όταν τον είδε να καίγεται στον πυρετό, τον σήκωσε στην αγκαλιά του και τον πήγε στο νοσοκομείο. Με το νερουλάδικο. Σώθηκε τελευταία στιγμή από οξεία σκωληκοειδιτιδα. Οι γονείς του, φτωχοί άνθρωποι , τον πότιζαν ζεστό χαμομήλι γιατί νόμιζαν ότι είχε κρυώσει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, οι παράγκες γίναν πολυκατοικίες και υπάρχουν και αυτοκίνητα και πολυτελή ξενοδοχεία, πισίνες, bungalows και rbnb. Κι αφού υπάρχουν όλα αυτά τα ωραία, πού ξέρεις, μπορεί κάποτε να τα χαρούμε κι εμείς.
Ασθενοφόρα δεν έχουμε, υγειονομικό προσωπικό δεν έχουμε, τον θάνατο τον συνηθίσαμε, συμπόνοια δεν έχουμε, τσίπα δεν έχουμε.
Οι άνθρωποι πεθαίνουν αβοήθητοι περιμένοντας ασθενοφόρο, κρεβάτι σε νοσοκομείο, ραντεβού για χειρουργείο. Πεθαίνουν στη δουλειά, στο τρένο, στο ράντζο ,στην καρότσα του αγροτικού, πεθαίνουν πηδώντας από μπαλκόνια.
Από την παλιά φωτογραφία του πατέρα μου, όταν ήταν ακόμη βοηθός στο υδροφόρο στο κακοτράχαλο Πέραμα μέχρι σήμερα, ένα στιφό τσιγάρο δρόμος.
Από το νερουλάδικο και το σκουπιδιάρικο τη δημαρχίας μέχρι την εντυπωσιακή αναπτυξη της χώρας μας στην καρότσα του αγροτικού, εβδομήντα χρόνια και βάλε , αυτή η παράγκα της παρακμής δε λέει να ξηλωθεί.
*H Βασιλική Π. Χρυσοστομίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Σπούδασε στα ΤΕΙ Βρεφονηπιοκομίας, στη Φιλοσοφική σχολή και στο μεταπτυχιακό τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου πανεπιστημίου. Εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Το διήγημά της «Ο Μικρομέγαλος» συμπεριλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο Αντιθέσεις. 55 βραβευμένα διηγήματα των εκδόσεων ΙΑΝΟS. Το 2020 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος η συλλογή διηγημάτων της με τίτλο Σπασμένα τσιγάρα.