«Το κιτς είναι μέρος της ανθρώπινης μοίρας» είχε πει κάποτε ο Κούντερα.
Μα τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο Κιτς; Σίγουρα η λέξη ηχεί οικεία στα αυτιά του Νεοέλληνα που την έχει υιοθετήσει στο καθημερινό του λεξιλόγιο («κιτσαριό»).
Η προέλευση της λέξης είναι πιθανότατα γερμανική (Kitsch) και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1870 στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου για να περιγράψει το κακόγουστο και το υπερβολικό στην τέχνη. Το γερμανικό ρήμα Kitschen σημαίνει μαζεύω λάσπη και ο όρος Kitsch πιθανόν χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς λόγιους για να περιγράψει την συλλεκτική μανία των τουριστών που περιόδευαν κατά εκατοντάδες τότε στην Γηραιά Ήπειρο αγοράζοντας αδιακρίτως έργα τέχνης.
Στην σύγχρονη κοινωνία με τον όρο κιτς συνήθως περιγράφουμε όχι μόνο την έλλειψη καλού γούστου, αλλά την πνευματική και πολιτισμική «σαβούρα» που έχει κατακλύσει κάθε έκφανση της ζωής μας. Το καλό γούστο δεν είναι έμφυτο. Διδάσκεται με την παιδεία και τη μόρφωση.
Η σύγχρονη κοινωνία, που ρίχνει το κέντρο βάρος της στα υλικά αγαθά και άγεται και φέρεται από την άκρατη καταναλωτική μανία των μελών της, παρουσιάζει αρκετά σημεία κιτς τόσο στην αισθητική όσο και στην συμπεριφορά της. Κατακλυζόμαστε από εικόνες ασχήμιας και χυδαίας συμπεριφοράς βομβαρδιζόμενοι καθημερινά από τα ΜΜΕ με αυτές.