«Και ο Κηφισός, φοβερός σοσιαλιστής, αναρχικός ακράτητος, καταρρίπτει παν διαχώρισμα ιδιοκτησίας, και οι οικίσκοι πλημμυρούν και οι άνθρωποι σταυροκοπιούνται. Εις την φαντασίαν των εξεικονίζοντο ζωνταναί εικόνες εκ της αποκαλύψεως του Ιωάννου. Και βρέχει και αστράπτει και αστράπτει και βρέχει. Τας αστραπάς συνοδεύουν κρότοι όπλων επικαλουμένων βοήθειαν και εις της βροχής το πλατάγισμα ασθενείς κραυγαί εξερχόμεναι ως από σπηλαίου».

Με αυτό το γλαφυρό τρόπο περιγράφει ο συνάδελφος του 19ου αιώνα μια ακόμα νύχτα «κατακλυσμού» με απώλειες σε ανθρώπινα θύματα και καταστροφές ζωών. Παρακάτω, θα παρακολουθήσουμε τις φονικότερες πλημμύρες τα 120 τελευταία χρόνια στη χώρα, όπου ο άνθρωπος «βαφτίζει» τα μπαζωμένα ρέματα, τις καμένες εκτάσεις που δεν αναδασώνονται, την άναρχη δόμηση, την ανυπαρξία πολιτικού σχεδιασμού και τα ελλιπή αντιπλημμυρικά έργα, ως «θεομηνία» και όχι «ανθρώπων έργα»…

Η μεγαλύτερη τραγωδία

Έχει μείνει στην ιστορία σαν «Η πλημμύρα του Αγίου Φιλίππου» λόγω του ότι συμβαίνει στις 14 Νοεμβρίου 1896 ανήμερα της γιορτής του Αποστόλου Φιλίππου, και είναι η πιο πολύνεκρη πλημμύρα στη νεώτερη ιστορία της χώρας. Στο μεγάλο τότε χωριό με τις ανύπαρκτες υποδομές που ονομάζεται Αθήνα, η μεγάλη μπόρα που ξεκινά μια Πέμπτη πρωί ξεσκεπάζει μέσα σε λίγες ώρες τις ατέλειες της πρωτεύουσας :  Τους χωματόδρομους που μετατρέπονται σε λασπόδρομους, το ανύπαρκτο αποχετευτικό δίκτυο που δεν μπορεί να στρέψει το νερό σε υπονόμους, και τους μεγάλους επιχωματωμένους ποταμούς της πόλης, Κηφισό και Ιλισό, που υπερχειλίζουν και προκαλούν τρόμο και θάνατο. 

Το μεγαλύτερο δράμα εξελίσσεται στο Βατραχονήσι –πίσω από το Καλλιμάρμαρο- που αποκόβεται από το πλημμυρισμένο Ζάππειο, στους υποτυπώδεις δρόμους  κυλούν κορμοί δένδρων, ενώ οι γέφυρες της πόλης σκορπίζουν μπροστά στην ορμή του νερού. Μια γυναίκα με τα τέσσερα παιδιά της αγνοείται και μόνη διασωθείσα από το σπίτι είναι μια εκατοντάχρονη γιαγιά… Ίδιες σκηνές σε Τρεις Γέφυρες και Σεπόλια, Πλατεία Βάθης, Εξάρχεια, ενώ ατμομηχανή αναποδογυρίζει στον σιδηροδρομικό Σταθμό Λαρίσης σκοτώνοντας τον μηχανοδηγό του. 

 Στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Σταυροί και πτώματα από νεκροταφεία παρασύρονται προς τη θάλασσα μαζί με οικοσκευές από κατεστραμμένα σπίτια ενώ οι πρώτες πληροφορίες ανεβάζουν τους νεκρούς στη περιοχή σε πάνω από είκοσι.  Ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα οι νεκροί πολλαπλασιάζονται για να ξεπεράσουν τους 60 μερικές μέρες μετά, χωρίς ποτέ να μάθουμε όσους δεν βρίσκονται μέσα στη θάλασσα. Ανθρώπινες απώλειες και ανυπολόγιστες υλικές ζημιές μετατρέπουν αυτή την καταιγίδα στη φονικότερη  θεομηνία που έχει γνωρίσει η Αττική στη νεότερη ιστορία της.
 


Η καταστροφική πλημμύρα του 1896 σε σκίτσα εποχής. 

Όταν Μπουρνάζι και Πειραιάς έγιναν ένα

Είμαστε ακριβώς εξήντα χρόνια πριν τα ξημερώματα της Δευτέρας 6 Νοεμβρίου 1961, όταν οι κάτοικοι σε Περιστέρι, Νίκαια, Ρέντη, Μοσχάτο και Πειραιά ξυπνούν έντρομοι μέσα στη νύχτα ακούγοντας ένα βουητό. Όταν βγαίνουν από τα σπίτια τους βλέπουν τους δρόμους να έχουν μεταβληθεί σε ορμητικούς χείμαρρους που παρασέρνουν τα πάντα στο διάβα τους. Τα τηλεφωνικά κέντρα σε Πυροσβεστική και Αστυνομία μπλοκάρουν από πανικόβλητους πολίτες που μιλούν για αγνοούμενους  και για κατεστραμμένα  σπίτια.

Η εικόνα της τραγωδίας αποκαλύπτεται με το πρώτο φώς της ημέρας.  Η αρχική κυβερνητική ανακοίνωση μιλά για «σοβαρό αριθμό θυμάτων τα οποία καταληφθέντα εν ύπνω επνίγησαν εκ των αιφνιδίως υψωθέντων υδάτων  τα οποία παρέσυραν ή κατέκλυσαν τα μη ανθεκτικά μονώροφα οικήματα». Οι πρώτες πληροφορίες αναφέρουν 39 νεκρούς, 8 αγνοούμενους, εκατοντάδες τραυματίες, 2.951 άστεγους, 279 ολοσχερώς κατεστραμμένα και 588 σπίτια με σοβαρές ζημιές. Όμως πριν στεγνώσει το μελάνι της κυβερνητικής ανακοίνωσης, μόνο ο Σταθμός Πρώτων Βοηθειών ανακοινώνει πάνω από 100 τραυματίες, ενώ το υπουργείο Πρόνοιας ανεβάζει τους άστεγους σε 4.500, 1.000 εκ των οποίων βρίσκονται μόνο στον Πειραιά.

Ειδικά στο Μπουρνάζι του δήμου Περιστερίου κυριαρχούν εικόνες βιβλικής καταστροφής μετά την  υπερχείλιση παραπόταμου του Κηφισού στη γέφυρα του Αγίου Φανουρίου. Αλλόφρονες   κάτοικοι περιφέρονται εδώ κι εκεί, όπως τους βρήκε μέσα στη νύχτα η καταιγίδα, ημίγυμνοι, φορώντας πυτζάμες ή νυχτικιές, ενώ κάποιοι κρατούν πρόχειρες  τσάντες ή μπόγους με ότι κατάφεραν να διασώσουν μέσα στον πανικό. Όταν δεν θρηνούν την απώλεια κάποιου δικού τους, ή δεν αναζητούν κάποιον χαμένο, στο πρόσωπό τους είναι ζωγραφισμένος ο τρόμος των εφιαλτικών στιγμών που έζησαν. 

Στους εξαφανισμένους από λάσπη δρόμους προσπαθούν να κινηθούν ασθενοφόρα που μεταφέρουν νεκρούς και τραυματίες, πεζοί που επιχειρούν να προσανατολιστούν για να βρουν το σπίτι τους κάτω από τα νερά που έχουν σκεπάσει τα πάντα,  και αντλίες της Πυροσβεστικής. Η περιοχή κατοικείται από φτωχούς εργάτες που έχουν έρθει πρόσφατα  από την επαρχία, αγόρασαν οικόπεδα με δόσεις και έκτισαν πρόχειρα σπίτια. Βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή που πρώτα πουλιούνται τα οικόπεδα, μετά φτιάχνονται τα πλινθόκτιστα ή αυθαίρετα σπίτια, και πάνω στην αυτή τη δημιουργημένη πραγματικότητα κατασκευάζονται οι δρόμοι...


Αυτοκίνητα και ηλεκτρικός σε λίμνες νερού, ενώ ο Μίνως Αργυράκης  περιγράφει με τον δικό του τρόπο τη βραδιά καταστροφής του 1961.

Τριπλός εφιάλτης στον Βόλο

Η τριετία 1954-1957 είναι εφιαλτική για τους πολίτες της πόλης του Βόλου αφού στη διάρκεια της βιώνουν σεισμούς και επαναλαμβανόμενα φαινόμενα πλημμυρών. Δεν έχει περάσει ούτε ένα εξάμηνο από τον καταστροφικό σεισμό 6.2 ρίχτερ που αφήνει πίσω νεκρούς τραυματίες και εκατοντάδες κατεστραμμένα σπίτια στην πόλη, όταν το πρωί της Πέμπτης 13 Οκτωβρίου 1955 περιμένει τους κατοίκους ακόμα μεγαλύτερη τραγωδία. Η πρωτοφανής καταιγίδα που πλήττει την περιοχή  φουσκώνει ξεροπόταμα και χείμαρρους στο βουνό, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να ακούν ένα παράξενο βουητό να κατεβαίνει από το βουνό.

Μέσα σε λίγη ώρα τόνοι νερού και λάσπης πλημμυρίζουν δρόμους, παρασέρνουν σπίτια, οικοδομές, δένδρα και αυτοκίνητα μετατρέποντας για δύο ώρες τον Βόλο σε υγρή κόλαση. Οι πρώτοι που πλήττονται είναι οι σεισμοπαθείς που μένουν σε σκηνές και αυτοσχέδιες παράγκες, και εν συνεχεία σπίτια και υπόγεια της πόλης. Τα ορμητικά νερά παρασέρνουν δεκάδες ανθρώπους, μεταξύ των οποίων πολλά βρέφη, που ξεβράζονται άψυχα στη θάλασσα.

Οι τραγικές στιγμές αναδεικνύουν δύο τοπικούς ήρωες. Τον τερματοφύλακα του Ολυμπιακού Βόλου Παρίσση Τσιγαρίδα, και τον ιερέα Αλέξανδρο Παπαποστόλου που με κίνδυνο της ζωής τους διασώζουν άγνωστο αριθμό συμπολιτών τους ρίχνοντας σωτήρια σκοινιά μέσα στους ορμητικούς χείμαρρους. Παρά τις απέλπιδες μεμονωμένες προσπάθειες, ο απολογισμός της τραγωδίας ξεπερνά κάθε φαντασία. Οι νεκροί είναι δεκάδες - άλλοι μιλούν για 27 άλλοι για σαράντα αφού κάποιοι δεν βρίσκονται ποτέ- ενώ δεκάδες είναι οι τραυματίες και οι ξεριζωμένοι, πάλι, από τα σπίτια τους.  


Όπως και στο Βόλο το 1955 έτσι. και σε κάθε φυσική καταστροφή η επόμενη ημέρα είναι δυσκολότερη…

ΠΗΓΗ: tvxs.gr