Η Ελλάδα, όπως ακριβώς οι ΗΠΑ και οι Μπαχάμες, έχει και αυτή το δικό της Λονγκ Άιλαντ: Είναι η Μακρόνησος, μια νησίδα μήκους 13 χιλιομέτρων και πλάτους 1,5 έως 2 χιλιομέτρων, με συνολική έκταση περίπου 18,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που απέχει 2,5 μίλια από το Λαύριο. Το κορυφαίο υψόμετρο της Μακρονήσου είναι 281 μέτρα, σχηματίζοντας έναν οφρύ, από τον οποίο μπορεί να γίνεται παρατήρηση όλου σχεδόν του νησιού. Σε αντίθεση με τις αλλοδαπές «Μακρονήσους», η δική μας έμεινε στην Ιστορία ως τόπος μαρτυρίου πολλών χιλιάδων ανθρώπων. 

Το νησί σήμερα φέρεται ως κατοικούμενο από πέντε ανθρώπους, έχει δε ως παραγωγική δραστηριότητα τη διατροφή αμνοεριφίων και τη μελισσουργία. Είναι άνυδρο, απολύτως άγονο, οι αφάνες κυριαρχούν στον χώρο του, αλλά όχι και άδενδρο: Σε διάφορα σημεία του χώρου υπάρχουν συστάδες με πεύκα και κέδρους.

Ιδανικός τόπος φυλάκισης

Το νησί έγινε μια διασημότητα από την κράτηση χιλιάδων ανθρώπων μεταξύ των ετών 1947-58, όταν ήδη η κράτηση σε νησιωτικές περιοχές ήταν της «μόδας». Στις ΗΠΑ υπήρχαν οι φυλακές του Αλκατράζ, μνημείο θεσμικής αυστηρότητας και περιορισμών, ενώ στο Μαυροβούνιο σε μια λίμνη 370 τετρ. χιλιομέτρων υπήρχε μια νησίδα που είχε την ίδια χρησιμότητα για την άρχουσα τάξη έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Η απόδραση από αυτές τις φυλακές ήταν εξαιρετικά δύσκολη έως αδιανόητη, μόνο που στην περίπτωση της Μακρονήσου είχαμε δυο επιτυχημένες αποδράσεις – αυτές του Κλεάνθη Τοσουνίδη και του Γιάννη Λιβανίδη.

 

Το νησί… δεν ήταν νησί μέχρι την ύστερη νεολιθική περίοδο! Στα 18.000 χρόνια πριν από την παρούσα χρονολογία υπήρξε έξαρση / αιχμή της Παγετώδους περιόδου, οπότε η Αττική και οι Κυκλάδες αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο – με το επίπεδο της θάλασσας να βρίσκεται περίπου 100 μέτρα πιο κάτω από το σημερινό. Ο άνθρωπος ακόμη και το 4.500 – 5.000 π.Χ. μπορούσε να πάει στην Αίγινα με τα πόδια! Από ’κεί και πέρα η θάλασσα ανέρχεται, το κλίμα και η ακτογραμμή σταθεροποιούνται και το νησί εμφανίζεται με τα σημερινά χαρακτηριστικά.

Στην αρχαιότητα η Μακρόνησος ονομαζόταν «Μάκρις» λόγω του στενόμακρου σχήματός της, τα κλασικά χρόνια το νησί κατοικούνταν – όπως δείχνει η ύπαρξη μικρών αγγείων και λειψάνων –, ενώ ο Στράβων την αναφέρει ως «Κρανάη», από το όνομα βασιλέως των Αθηνών.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 12ου μ.Χ. αιώνα η Μακρόνησος, όπως η Αίγινα και άλλα νησιά, γίνεται ορμητήριο πειρατών. Από αυτά οι πειρατές λυμαίνονται τα παράλια της Αττικής αρπάζοντας αγαθά, ζώα, ανθρώπους για σκλάβους ή για λύτρα, και βεβαίως σκοτώνουν πολλούς κατοίκους συχνά με βασανιστικό τρόπο.

Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν χώρος βόσκησης κοπαδιών.

Το 1912-13 η Μακρόνησος χρησιμοποιείται σαν χώρος εγκλεισμού των αιχμαλώτων του Βαλκανικού πολέμου.

 

Το 1916 βυθίζεται από γερμανική νάρκη μεταξύ Μακρονήσου και Κέας το πλοίο «Βρετανικός». Το πλοίο ήταν παρεμφερές σε τεχνολογία με τον Τιτανικό, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση επρόκειτο να διακομίσει σε νοσοκομεία τους στρατιώτες που είχαν τραυματιστεί στη συμμαχική εκστρατεία της Καλλίπολης (1915).

 

Η Μακρόνησος χρησιμοποιείται ως τόπος αποθεραπείας ορισμένων από τους Έλληνες πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922) που είχαν προσβληθεί από τύφο.

Στα μέσα του 1922, σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου για το ζήτημα των Ελλήνων προσφύγων από τη Ρωσία, ελήφθη η απόφαση «όπως εγκατασταθούν όλοι εις την Μακρόνησον». Οι έγκλειστοι «μετά την απολύμανσίν των (…) θα τοποθετηθούν εις διάφορα μέρη και άλλοι παρά ταις οικογενείαις των» («Εμπρός», 10.6.1922).

Όμως οι συνθήκες διαμονής στη Μακρόνησο θα είναι κατά πολύ χειρότερες αυτές του πολεοδόμου Λε Κορμπυζιέ, που παρέμεινε το 1911 στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου: «Οι συνθήκες των προσφύγων δεν περιγράφονται. Άνθρωποι, συνήθως γυναικόπαιδα, χωρίς πατρίδα, απόκληροι όλου του κόσμου. Τους μαζεύουν και τους οδηγούν από τόπο σε τόπο σαν τα ζώα. Τους ρίχνουν σε σκοτεινές τρύπες και τρώγλες. Δεν έχουν φαγητό, πετρέλαιο, νερό, σκεπάσματα και ρούχα. Είναι παγωμένοι, πεινασμένοι και άρρωστοι» διεκτραγωδεί η Αμερικανίδα γιατρός E.P. Lovejoy.

Η γιατρός προσθέτει ότι κάποιοι πρόσφυγες «σχεδόν είχαν χάσει τα λογικά τους από τις δοκιμασίες του ταξιδιού. Πολλών τα παιδιά είχαν πεθάνει και είχαν υποστεί το μαρτύριο να βλέπουν τα σωματάκια τους να πετιούνται στη θάλασσα και ύστερα να επιπλέουν γύρω από το καράβι…».

Η ιστορία

Η Μακρόνησος είναι γνωστή ως τόπος εξορίας για πολιτικούς κρατούμενους, ως στρατόπεδο «εθνικής αναμόρφωσης» για χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές, ως ο «νέος Παρθενώνας» και η «εθνική κολυμβήθρα» των κυβερνήσεων του Εμφυλίου και των επόμενων, ως συνώνυμο της φρίκης και του μαρτυρίου. Από τον Απρίλιο του 1947 έως το 1958 αποτελεί χώρο συγκέντρωσης και εγκλεισμού για χιλιάδες κομμουνιστές, λιποτάκτες στρατιώτες, χιλιαστές κ.λπ.

Τον Οκτώβριο του 1949 ιδρύεται ο αυτόνομος Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου με τα αρχικά ΟΑΜ, που λειτούργησε ώς το 1955. Οι εξορίες στη Μακρόνησο συνεχίστηκαν από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις που ακολούθησαν.

Ο επίσημος δικτυακός τόπος του Δήμου Κέας περιγράφει την ιστορία της Μακρονήσου:

«(…) Το 1947 εξορίζονται εκεί όλοι οι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες με “ύποπτα φρονήματα”, επανδρώνοντας τα τρία ειδικά τάγματα οπλιτών (Α’ ΕΤΟ, Β’ ΕΤΟ, Γ’ ΕΤΟ). Το 1948 δημιουργείται το 4ο τάγμα, στο οποίο μεταφέρονται οι πολιτικοί εξόριστοι. Σαν “κολυμπήθρα του Σιλωάμ”, όπως ονόμαζαν το Μακρονήσι, ο τρόμος και τα βασανιστήρια ήταν η μέθοδος για ιδεολογική αναβάπτιση η οποία θα δηλωνόταν με τη δήλωση μετάνοιας. Έλληνες βασάνιζαν Έλληνες. “Πατριώτες” βασάνιζαν Πατριώτες.

Σε σκηνές ενός ατόμου ζούσαν τρεις. Οι δοκιμασίες πολλές, και κυρίως αυτή της δίψας. Όταν δεν μπορούσε να φτάσει το καΐκι που μετέφερε νερό, τους έδιναν αλμυρό μπακαλιάρο… Απειλές, ατομικοί και ομαδικοί βασανισμοί βρίσκονταν στο καθημερινό πρόγραμμα με σκοπό να σκύψουν το κεφάλι, να καμφθεί το ηθικό. Όσοι δεν υπέγραφαν δήλωση μετάνοιας μεταφέρονταν στη χαράδρα του Α’ ΕΤΟ κι από εκεί πέρναγαν στρατοδικείο. Όσοι υπέγραφαν, για να αποδείξουν την ανάνηψή τους, τους έβαζαν πέτρες στα χέρια και τους διέταζαν να λιθοβολήσουν τους αμετανόητους. Αυτούς που λίγο πριν μοιράζονταν τις ίδιες φοβίες».

Οι ύποπτοι για το καθεστώς έφεδροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί σχημάτισαν ξεχωριστό τάγμα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν εκεί και οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ), όπου κρατούνταν οι υπόδικοι στρατοδικείων, οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ, καθώς και αξιωματικοί που έλαβαν μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής. Από τον Ιούλιο του 1948 άρχισαν να μεταφέρονται και πολιτικοί εξόριστοι που κρατούνταν στα νησιά του Αιγαίου. Πολλούς τους έφερναν από άλλα σημεία εξορίας, όπως το Τρίκερι, η Γιούρα, η Ικαρία, η Χίος, η Νάξος, η Φολέγανδρος, ο Άη Στράτης και η Λήμνος.

Κάθε στρατόπεδο περιβαλλόταν από πυκνές σειρές συρματοπλεγμάτων και φυλακίων.

Οι δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλονταν οι κρατούμενοι ήταν πολλές. Εκτός απ’ αυτό της δίψας, συνηθισμένα βασανιστήρια ήταν η φάλαγγα (συνεχή χτυπήματα με λοστούς στα πέλματα των ποδιών), το «αεροπλανάκι» (να στέκονται στο ένα πόδι με τα χέρια σε έκταση), ο «πελαργός» (να στέκονται για ώρα στο ένα πόδι), καθώς και να πετούν από βράχια τους κρατούμενους με τα ρούχα τους στη θάλασσα και να μην τους αφήνουν να ανεβούν στην επιφάνεια, να τους βάζουν σε τσουβάλι με μια γάτα και να τους βουτάνε στο νερό, να τους κρεμούν από στύλους με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και τις άκρες των ποδιών να ακουμπούν στο έδαφος κ.λπ.

Όλα τα κτήρια χτίστηκαν από τους ίδιους τους κρατουμένους: εκκλησίες, γήπεδα, θέατρα, χώροι στους οποίους κυρίως ασκείτο η ιδεολογική «αναμόρφωση» των εξόριστων, Παρθενώνες, Αγ. Σοφίες, αψίδες, ανάγλυφα, αγάλματα, μνημεία με βοτσαλωτά, επιγραφές με συνθήματα που κάλυπταν ολόκληρες πλαγιές, συμπληρώνοντας το κλίμα της «αναμόρφωσης». Υψώθηκαν διοικητήρια σε περίοπτες θέσεις, βίλες των διοικητών, λέσχη αξιωματικών για τους «εκπαιδευτές», ακόμη κτήρια για κοινόχρηστες λειτουργίες, αρτοκλίβανοι, εργοστάσιο παραγωγής αναψυκτικών, ραδιοφωνικός σταθμός, αναρρωτήριο, μαγειρεία, δεξαμενές νερού, χώροι υγιεινής.

Όσοι υπέγραφαν δηλώσεις θα έπρεπε να αποδείξουν στη διοίκηση του τάγματος ότι είχαν πραγματικά αλλάξει πεποιθήσεις:

Έπρεπε να κάνουν ομιλίες στους υπόλοιπους στρατιώτες για την προσφορά της Μακρονήσου, έπρεπε να παρενοχλούν και να διαπομπεύουν τους πρώην συγκρατούμενους και «αμετανόητους» ή να τους λιθοβολούν, ενώ στο τέλος κάποιοι από τους «ανανήψαντες» μετατρέπονταν οι ίδιοι σε βασανιστές. Οι «ομολογίες» δημοσιεύονταν στην εφημερίδα «Σκαπανεύς», ενώ ακούγονταν από τον ραδιοφωνικό σταθμό Μακρονήσου και τις ταχυδρομούσαν για να διαβαστούν από τον παπά της ενορίας του «μετανοούντος».

Όσοι «αναμορφώνονταν» θα επέστρεφαν στον Εθνικό Στρατό για να σταλούν στα μέτωπα του Εμφυλίου. Εκεί πολλοί με την πρώτη ευκαιρία αυτομολούσαν στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού…

Οι «αμετανόητοι» ήταν απομονωμένοι στις ρεματιές, σε φωλιές από συρματόπλεγμα (τους «αχινούς»), συχνά γυμνοί και βρεγμένοι. Τα βασανιστήρια, οι διαρκείς ξυλοδαρμοί και η αφόρητη ψυχολογική βία είχαν αποτέλεσμα πάρα πολλοί κρατούμενοι να καταλήξουν στο νοσοκομείο της Μακρονήσου. Πολλοί ήταν αυτοί που τρελάθηκαν, ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις κρατουμένων που επιχείρησαν να αυτοκτονήσουν. Πολλοί έμειναν ανάπηροι από το ξύλο.

Την 29η Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου του 1948 το καθεστώς του εγκλεισμού δείχνει τη φρίκη του με τον πολυβολισμό και τον θάνατο πολλών κρατουμένων. Λένε ότι πρόκειται για 350 άτομα, ενώ οι καθεστωτικές πηγές μιλάνε για μόνο 17…

Η στάση των διανοουμένων

Το νησί επισκέπτονται το βασιλικό ζεύγος, υπουργοί, ανώτατοι στρατιωτικοί, ιεράρχες, καθηγητές πανεπιστημίου και διανοούμενοι, Έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι, πρεσβευτές, οι οποίοι εκδηλώνουν τον ενθουσιασμό τους για το επιτελούμενο έργο! Ταυτόχρονα, πραγματοποιούνται παρελάσεις «ανανηψάντων» στην Αθήνα, μια μεγάλη έκθεση στο Ζάππειο, εκδόσεις κ.ά.

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Παναγιώτη Kανελλόπουλου στην ελληνική Βουλή, στις 14 Ιουλίου 1950: «Κατ’ ουσίαν η Μακρόνησος δεν πρέπει να ονομάζεται στρατόπεδον. Η Μακρόνησος ήτο και είναι σχολείον εθνικόν».

Σιγά – σιγά όμως γίνονται γνωστά τα βασανιστήρια. Μετά τον Απρίλιο του 1950, με την άνοδο στην εξουσία της κεντρώας κυβέρνησης Πλαστήρα, η Μακρόνησος, σταδιακά, γίνεται σύμβολο του ακραίου βασανισμού, σωματικού και ψυχικού («κολαστήριο», «νέο Νταχάου»), όχι μόνο στον αριστερό, αλλά ευρύτερα στον δημόσιο λόγο.

Η ιστορία της Μακρονήσου στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο έχει αποδοθεί – μεταξύ άλλων – μέσα από δύο σπουδαία έργα, τον «Λοιμό» του Ανδρέα Φραγκιά (1972, Κέδρος) και την κινηματογραφική του μεταφορά από τον Παντελή Βούλγαρη στο «Happy Day» (1976).

Στη Μακρόνησο έμειναν έγκλειστοι καθηγητές Φιλοσοφίας και ιστορικοί όπως ο Κώστας Δεσποτόπολος, ο Γιάννης Ιμβριώτης και ο Δημήτρης Φωτιάδης, σκηνοθέτες και ηθοποιοί όπως ο Βαγγέλης Καμπέρος, ο Θανάσης Βέγγος, ο Τζαβέλλας Καρούσος και ο Μάνος Κατράκης, μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Φοίβος Ανωγειανάκης, εικαστικοί όπως ο Τάσος Ζωγράφος και ο Γιώργος Φαρσακίδης.

Η μεγαλύτερη εντούτοις αριθμητικά ομάδα ήταν μάλλον αυτή των λογοτεχνών, ήδη καθιερωμένων, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Θέμος Κορνάρος, ή εκκολαπτομένων, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης και ο Αντρέας Φραγκιάς.

Η πλειονότητα των διανοουμένων ανήκε στους πολιτικούς εξόριστους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στη Μακρόνησο την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1949. Παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος είχε ήδη κριθεί, το ελληνικό κράτος δεν έδειξε επιείκεια απέναντί τους.

Τα μετά

Ο Οργανισμός της Μακρονήσου λειτούργησε μέχρι το 1955, ενώ το 1957 το στρατόπεδο καταργήθηκε ολοσχερώς και τον Φεβρουάριο του 1961 οι τελευταίοι στρατιώτες που φρουρούσαν τις εγκαταστάσεις εγκατέλειψαν το νησί στην ερήμωση και διάβρωση όλων των κτηρίων…

Τη δεκαετία του 1960 προβάλλει ένα σχέδιο μετατροπής της Μακρονήσου σε αεροδρόμιο από τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη. Το σχέδιο περιλαμβάνει τη δημιουργία δυο αεροδιαδρόμων και τη μεταφορά των ταξιδιωτών στην απέναντι ακτή με πλοίο. Απορρίπτεται βέβαια μετ’ επαίνων (Cum lauda) σαν ουτοπικό ή τουλάχιστον πολυέξοδο. Το 1989 η Μακρόνησος κηρύσσεται ιστορικός τόπος από το υπουργείο Πολιτισμού (υπουργός Μελίνα Μερκούρη) και αυτό ήταν το πρώτο βήμα της πολιτείας για τη διάσωση των κτισμάτων και των στρατοπέδων της.

Τον Αύγουστο του 2003 έγιναν τρεις συναυλίες από τον Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο, σε ανάμνηση των χρόνων της εξορίας. Το 2019 ολόκληρη η Μακρόνησος κηρύχθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού αρχαιολογικός χώρος.

Το ΥΠΕΝ ξεκίνησε το 2019 την κατεδάφιση των 22 αυθαίρετων κτισμάτων στη Μακρόνησο, ενώ η πρώτη μπουλντόζα μπήκε σε αυθαίρετη κατοικία – και κτίσματα πέριξ αυτής – στην ανατολική πλευρά του νησιού, λίγα μέτρα από τη θάλασσα. «Η κατεδάφιση των αυθαιρέτων της Μακρονήσου έχει τόσο περιβαλλοντική όσο και ιστορική αξία» έλεγε τότε ο υπουργός ΠΕΝ Κωστής Χατζηδάκης, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι «τον Αύγουστο του 2019 όλο το νησί χαρακτηρίσθηκε αρχαιολογικός χώρος».

Απόδοση τιμής

Από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ προτάθηκε η δημιουργία σταθερής γραμμής τους καλοκαιρινούς μήνες για τη Μακρόνησο, αλλά το θέμα εκκρεμεί. Το 2020 έγιναν τα αποκαλυπτήρια μνημείου με πέντε μορφές από χάλυβα, ως φόρος τιμής σε όσους θανατώθηκαν και βασανίσθηκαν στα πέντε στρατόπεδα της Μακρονήσου.

Την ίδια χρονιά ο καλλιτέχνης Μάρκος Γεωργιλάκης της Σχολής Καλών Τεχνών φιλοτέχνησε ανδριάντα με τους πέντε κρατούμενους, που είναι για τα καλά γειωμένοι στο έδαφος, ενώ τα εγκαίνια έγιναν από τον γ.γ. του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα. Ο ανδριάντας αυτός συντροφεύει προηγούμενο χρονολογικά μνημείο, που εποίησε ο Γρηγόρης Ριζόπουλος.

Τελευταίο και ίσως πιο σημαντικό: Στο Λαύριο βρίσκεται το άγαλμα (γλύπτης Μιχάλης Κάσσης) που απεικονίζει τη γυναίκα σε φάση προσμονής – ως σύζυγος, ως μνηστή, ως μητέρα – τον ερχομό του εξόριστου…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Ρένας Λευκαδίτη Παπαντωνίου, «Μακρόνησος, μια υπόμνηση… για ό,τι έγινε και γράφτηκε», εκδόσεις Εντός, Αθήνα