Με τη σύμπραξη των αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων, ο υπουργός Στρατιωτικών Γεώργιος Κονδύλης ανατρέπει την κυβέρνηση Τσαλδάρη, στις 10 Οκτωβρίου 1935 και καταργεί το καθεστώς της αβασίλευτης δημοκρατίας στην Ελλάδα. Είναι ένα ακόμα επεισόδιο στη διαμάχη βενιζελικών και αντιβενιζελικών, με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά ένα βενιζελικό, που είχε αλλάξει στρατόπεδο.

Στις αρχές του 1935 την Ελλάδα κυβερνούσαν η αντιβενιζελική παράταξη με επικεφαλής το Λαϊκό Κόμμα και με πρωθυπουργό τον μετριοπαθή κορίνθιο πολιτικό Παναγή Τσαλδάρη. Την 1η Μαρτίου, βενιζελικοί αξιωματικοί με την κάλυψη του Ελευθερίου Βενιζέλου, επιχείρησαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση για να προστατέψουν το καθεστώς της Δημοκρατίας, όπως διατείνονταν. Το κίνημα κατεστάλη εύκολα από τον υπουργό Στρατιωτικών, Γεώργιο Κονδύλη, που επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία με το βαθμό του αντιστρατήγου και με αυξημένες αρμοδιότητες. Στη συνέχεια εξαπολύθηκε πογκρόμ διώξεων και αποτάξεων βενιζελικών αξιωματικών, ενώ τρεις εκτελέστηκαν. Ο δρόμος για την παλινόρθωση της βασιλείας ήταν πλέον ανοιχτός.

Ο Τσαλδάρης προκήρυξε εκλογές για τις 9ης Ιουνίου, στις οποίες θριάμβευσε, καθώς απείχαν οι βενιζελικοί. Ο Κονδύλης ανέβαλε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Στρατιωτικών. Σχεδόν αμέσως τέθηκε ζήτημα αλλαγής του πολιτεύματος και συγκεκριμένα η επαναφορά της βασιλείας. Η «αντιβενιζελική» παράταξη χωρίστηκε σε τρία στρατόπεδα: Μία μερίδα ευνοούσε πραξικοπηματική επαναφορά του βασιλιά, μία άλλη ήθελε να ρίξει το βάρος της απόφασης στο λαό με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και μία τρίτη ευνοούσε τη διατήρηση της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ο Τσαλδάρης προτιμούσε τη λύση του δημοψηφίσματος, αλλά δεν βιαζόταν να πάρει απόφαση. Απεναντίας, ο Κονδύλης, που είχε εξελιχθεί σ’ ένα όψιμο οπαδό της βασιλείας, πίεζε για άμεση λύση, επειδή φοβόταν την επιρροή του Ιωάννη Μεταξά στο στράτευμα.

Στις 10 Ιουλίου, η Βουλή ενέκρινε ψήφισμα, με το οποίο αποφασιζόταν η διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολιτειακό έως τις 15 Νοεμβρίου. Με την έγκριση του ψηφίσματος, η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της έως τις 10 Οκτωβρίου. Τον Αύγουστο, ο Τσαλδάρης ήλθε σε επαφή με τον εξόριστο από το 1924 βασιλιά Γεώργιο Β’, ο οποίος διαμήνυσε στον κυβερνητικό απεσταλμένο, υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Πεσμαζόγλου, ότι αποκλείει κάθε πραξικοπηματική αλλαγή του καθεστώτος, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι θα επέστρεφε στην Ελλάδα μόνο εάν τον καλούσε ο λαός. Ο Πεσμαζόγλου είδε και τον Βενιζέλο στο Παρίσι και σχημάτισε την εντύπωση ότι ο μεγάλος κρητικός πολιτικός δεν ήταν αντίθετος με την παλινόρθωση της βασιλείας, αρκεί ο Γεώργιος να επέστρεφε ως βασιλιάς των Ελλήνων και όχι ως αρχηγός κόμματος.

Στις 10 Οκτωβρίου, ημέρα που θα ξεκινούσε τις εργασίες της η νέα Βουλή, μία δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη. Οι αρχηγοί των τριών όπλων – στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, ναύαρχος Δημήτριος Οικονόμου και στρατηγός της Αεροπορίας Γεώργιος Ρέππας – έχοντας την κάλυψη του Κονδύλη, τον εξαναγκάζουν σε παραίτηση, μπλοκάροντας το αυτοκίνητό του που εκινείτο στη Λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος του Γηροκομείου.

Οι τρεις αρχηγοί συγκροτούν «Επαναστατική Επιτροπή» κι εκδίδουν προκήρυξη προς τον ελληνικό λαό, στην οποία αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ότι «οι εκπροσωπούντες τας Στρατιωτικάς, Ναυτικάς και Αεροπορικάς Δυνάμεις της Χώρας αισθανόμενοι πλέον καθαρώς τους κινδύνους της αναρχίας κρούοντας την θύραν του Έθνους ημών εθεώρησαν ιερόν καθήκον να επέμβουν δια την λύσιν της ολεθρίας καταστάσεως».

Ο ιθύνων νους του πραξικοπήματος Γεώργιος Κονδύλης χρίζεται αντιβασιλέας και αναλαμβάνει την πρωθυπουργία. Την ίδια ημέρα, οι πραξικοπηματίες αναγκάζουν τη Βουλή να καταργήσει το καθεστώς της αβασιλεύτου δημοκρατίας και να αποφασίσει τη διενέργεια δημοψηφίσματος στις 3 Νοεμβρίου για την παλινόρθωση της βασιλείας. Στη συνεδρίαση συμμετείχαν μόνο 82 βουλευτές, αφού οι υπόλοιποι 165 με επικεφαλής τον Τσαλδάρη είχαν αποχωρήσει.

Στις 3 Νοεμβρίου, ο ελληνικός λαός αποφάσισε με το 97,8% των ψήφων την παλινόρθωση της βασιλείας, σ’ ένα δημοψήφισμα, όπου η νοθεία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, όπως δείχνει και το αποτέλεσμα. Στις 25 Νοεμβρίου, ο Γεώργιος Β’ επανήλθε στην Ελλάδα και πέντε ημέρες αργότερα συγκρούστηκε με τον Κονδύλη για την αμνήστευση των κινηματιών του Μαρτίου. Ο Κονδύλης διαφώνησε και παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία.

Η ανώμαλη πολιτικά περίοδος τερματίσθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1936 με τη διενέργεια εκλογών, κατά τις οποίες το ΚΚΕ έγινε ο ρυθμιστής της κατάστασης.