Ξημέρωνε η 9η Απριλίου του 1944. Στα βουνά έξω από το χωριό Σταμνά στο Αιτωλικό στη θέση που οι κάτοικοι ονόμαζαν «Εικοσιπέντε» τίποτε δεν μαρτυρούσε πως σε λίγα λεπτά θα άνοιγαν οι πύλες της κολάσεως και ο αέρας θα γέμιζε καυτό μολύβι.

 
 

Το λυκαυγές φώτιζε ελάχιστα και έδινε τη θέση του σε ένα πορτοκαλί χρώμα στον ουρανό.
Σαν φαντάσματα μέσα στους θάμνους, ή στο έδαφος μια εκατοστή αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν πάρει θέσεις μάχης και περίμεναν να περάσει από τη σιδηροδρομική γραμμή το τρένο από το Κρυονέρι προς το Αγρίνιο.


Οι αντάρτες άκουσαν από μακριά το τρένο να έρχεται, τράβηξαν με μια απότομη κίνηση τα κλείστρα των όπλων και κράτησαν την αναπνοή τους. Αν η πληροφορία που είχαν ήταν αληθινή τότε είχαν χτυπήσει διάνα.
Ο συρμός με τα 5 βαγόνια που έφτανε αγκομαχώντας, μετέφερε 600 δισεκατομμύρια δραχμές σε ένα ειδικά διαμορφωμένο σαν χρηματοκιβώτιο βαγόνι. Τρία άλλα βαγόνια μετέφεραν κηροζίνη για τα γερμανικά αεροπλάνα, ενώ ένα ήταν σκευοφόρος με πολίτες επιβάτες και Γερμανούς στρατιώτες.


Στις σκεπές των βαγονιών, 23 Γερμανοί στρατιώτες με το δάχτυλο στη σκανδάλη προστάτευαν το δρομολόγιο. Λίγο πριν δοθεί το σύνθημα ένας αντάρτης του ΕΛΑΣ με το όνομα «Στρατομήτρος» βγήκε από το ταμπούρι του προχώρησε θαρραλέα επάνω στις ράγες και με τα χέρια του που κρατούσαν ένα φανάρι με κόκκινο τζάμι έκανε νόημα στον μηχανοδηγό να σταματήσει.

 


Το τρένο έκοψε ταχύτητα. Όλοι νόμιζαν ότι ήταν κάποιος υπάλληλος του σιδηροδρόμου που τους έκανε νόημα. Όταν το τρένο έφτασε κοντά στον Στρατομήτρο, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ βγήκαν από τις κρυψώνες τους. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα άρχισε «το πανηγύρι». Μια ανελέητη μάχη όπου οι ΕΛΑΣίτες έπρεπε να μην αφήσουν το τρένο με τα καύσιμα και τα χρήματα να φτάσει στο Αγρίνιο και οι Γερμανοί έπρεπε να εμποδίσουν τους αυθάδεις εκείνους σαμποτέρ.

Ο Στρατομήτρος που έκανε τη δουλεία που έπρεπε, δεν πρόλαβε να καλυφθεί. Τον γάζωσε ένας Γερμανός που βρισκόταν μπροστά από τον μηχανοδηγό. Έπεσε επάνω στις ράγες μπροστά στο σταματημένο τρένο.
Ο μηχανοδηγός έκανε να βάλει όπισθεν για να γλυτώσουν και το τρένο διήνυσε 50 μέτρα όταν μια τεράστια έκρηξη το ακινητοποίησε. Οι αντάρτες είχαν τοποθετήσει δυναμίτη στις ράγες. Το τρένο σηκώθηκε στον αέρα και έπεσε ξανά με κρότο στο έδαφος. Τα καύσιμα πήραν φωτιά. Οι Γερμανοί πηδούσαν τώρα από τα βαγόνια για να σωθούν.

Από τη σκευοφόρο άρχισαν να βγαίνουν αξιωματικοί με μαύρα πρόσωπα και με χέρια που έτρεμαν.
Μέσα σε λίγα λεπτά όλα τελείωσαν. Δεκαοχτώ Γερμανοί νεκροί. Τρεις παραδόθηκαν όπως και οι αξιωματικοί τους. Ο αντάρτης του ΕΛΑΣ Παναγιώτης Σπατούλας και ο Θεοφάνης Κουσαρίδας από την Σταμνά έγιναν οι ήρωες της μάχης.


Όταν εκείνη είχε τελειώσει και οι αντάρτες ροβόλησαν από το βουνό προς τους αιχμαλώτους εντόπισαν ανάμεσα τους και ένα Έλληνα. Ήταν ένας αστυνόμος με το παρατσούκλι «Κατεργάρης» συνεργάτης των ναζί και φόβος της περιοχής. Πριν λίγους μήνες τον Ιούλιο του 43, είχε κάψει ο ίδιος και οι έλληνες συνεργάτες του την Μακρυνεία.
Οι Γερμανοί και οι έλληνες συνεργάτες τους, τα τάγματα ασφαλείας, οι τσολιάδες της υπαίθρου σκύλιασαν για το χουνέρι που έπαθαν.

 

Πέντε μέρες μετά στις 14 του μήνα θα γραφόταν μια ακόμη μελανή σελίδα στην ιστορία των δωσιλόγων και μια λαμπρή σελίδα για τους αγωνιστές πατριώτες.


Ο στρατιωτικός διοικητής των Γερμανικών μονάδων Ηπείρου, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Ως αντίποινα των υπούλων τούτων πράξεων, αίτινες πλήττουν αφ’ ενός τον Γερμανικόν Στρατόν και αφ’ ετέρου τους ειρηνικούς κατοίκους, ελήφθησαν και εξετελέσθησαν τα κάτωθι μέτρα:
Την 9ην Απριλίου 1944 ο εκ Μεσολογγίου προς Αγρίνιον κατευθυνόμενος σιδηροδρομικός συρμός, υπέστη βορείως της Σταμνάς επίθεσην κομμουνιστικών συμμοριών και επυρπολήθη. Γερμανοί στρατιώται και συνταξιδεύοντες Έλληνες πολίται εφονεύθησαν ή ετραυματίσθησαν, τραυματισμένοι Γερμανοί στρατιώται εφονεύθησαν ή ηπήχθησαν ανάνδρως.
Ως αντίποινα των υπούλων τούτων πράξεων, αίτινες πλήττουν αφ’ ενός τον Γερμανικόν Στρατόν και αφ’ ετέρου τους ειρηνικούς κατοίκους, ελήφθησαν και εξετελέσθησαν τα κάτωθι μέτρα:
1ον) Σήμερον 120 κομμουνισταί εκ χωρίων κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και εκ Παναιτωλίου, οίτινες ως διεπιστώθη, έλαβον μέρος εμμέσως ή αμέσως εις την εν λόγω πράξιν, ετυφεκίσθησαν ή απηγχονίσθησαν εν Αγρινίω.
2ον) Εις Σταμνάν και Παναιτώλιον, ορισμένος αριθμός οικιών, εις τας οποίας είχον διαμείνει συμμορίται ή ανευρέθησαν εν αυταίς όπλα και πυρομαχικά, κατεστράφη.
3ον) Δέκα χωρία, εξ ων προήρχοντο οι λησταί, ή τα οποία κείνται κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, υπεχρεώθησαν εις την καταβολήν μεγάλης χρηματικής ποινής.
Εις περίπτωσιν επαναλήψεως, όλα τα χωρία άτινα κείνται παρά την σιδηροδρομικήν γραμμήν, ως και εκείνα ων οι κάτοικοι λαμβάνουν μέρος εις αποπείρας, θα καταστραφούν. Και οι άνω των 16 ετών άρρενες κάτοικοι αυτών θα υποβληθούν εις αντίποινα.
14 Απριλίου 1944.
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ»

 


Οι 120 άνδρες που είχαν συλληφθεί οδηγήθηκαν στις φυλακές της Αγίας Τριάδας και το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής 14 του μήνα τους εκτέλεσαν έναν προς έναν στο προαύλιο. Την ίδια μέρα στις 5:00 τα χαράματ, ο Γερμανός αρχιφύλακας λοχίας Καρλ Βέρνερ φώναξε τα ονόματα τριών κρατουμένων στις φυλακές της Αγίας Τριάδας. Τους οδήγησαν στην κεντρική πλατεία του Αγρινίου την πλατεία Μπέλλου (σημερινή πλατεία Δημοκρατίας) και τους κρέμασαν.


Ήταν οι αγωνιστές:
Χρήστος Σαλάκος του Νίκου, 23 χρόνων, από το Αγρίνιο, στέλεχος της ΕΠΟΝ.
Παναγιώτης Σούλος, 22 χρόνων, από το Αγρίνιο, στέλεχος της ΕΠΟΝ.
Αβραάμ Αναστασιάδης του Αναστασίου, 52 χρόνων, από το Αγρίνιο, υπάλληλος της ΑΤΕ.


Επί κεφαλής του αποσπάσματος ήταν ο περίφημος δήμιος επιλοχίας και έπειτα ανθυπολοχαγός του Τάγματος Ασφαλείας Γεωργόπουλος. Όταν ετοίμαζαν τη θηλειά του ο Σαλάκος φώναξε: «θα μ’ εκδικηθεί ο λαός του Αγρινίου. Ζήτω το ΕΑΜ». Ο συνεργάτης των Γερμανών Γεωγόπουλος άφρισε. Δεν περίμενε τέτοια αντίδρας. «Σκάσε παλιοκάθαρμα» ούρλιαξε και τράβηξε το σκαμνί απ’ τα πόδια του θύματος.


Οι τρεις κρεμασμένοι έμειναν εκεί όλη τη Μεγάλη Παρασκευή και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Μόλις το μεσημέρι τους ξεκρέμασαν απ’ το σταυρό του δικού τους μαρτυρίου και τους έθαψαν μαζί με τους άλλους.

*Για τη σφαγή του Αγρινίου ο μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος έγραψε στο «Αναστάσιμο Μνημόσυνο»:
«Τόπος ιερός, εδώ που οι αντίχριστοι ξανασταύρωσαν το Χριστό και την Ελλάδα,
κ’ είταν Παρασκευή Μεγάλη, 14 του Απρίλη, και κει που η γης ανάβρυζε κρινάκια, παπαρούνες χαμομήλια για το Πάσχα, σκάφτηκαν τάφοι και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες,
και μες στα σπλάχνα δε χωρούσε τόσος πόνος. Κι’ είταν το Αγρίνι ολάκερο ένας Επιτάφιος μ’ όλα του τα κεριά σβησμένα.
»

Πηγή φωτό: www.agrinionews.gr

Από Βενιζέλος Λεβεντογιάννης - topontiki.gr