Η Παρασκευή 31 Αυγούστου 1933 είναι μια ακόμα συνηθισμένη ηλιόλουστη ημέρα για την πανέμορφη πόλη της Κέρκυρας που ζει σε καλοκαιρινούς ρυθμούς, και ουδείς δίνει σημασία σε κάποιο «πηδαλιουχουμένο» αερόστατο που πραγματοποιεί αναγνωριστικές πτήσεις πάνω από αυτήν. Όλα αυτά μέχρι το μεσημέρι, όταν το λιμάνι της πόλης κατακλύζεται από μια πάνοπλη ιταλική αρμάδα αποτελούμενη από τρία θωρηκτά, δέκα καταδρομικά, τέσσερα υδροπλάνα, ένα υποβρύχιο και οκτώ μεταγωγικά γεμάτα στρατιώτες.

Πλήθος κατοίκων συγκεντρώνονται στη προκυμαία για να θαυμάσουν την πολεμική αρμάδα,  θεωρώντας δεδομένο ότι πρόκειται για στρατιωτική άσκηση. Μάλιστα, ο νομάρχης και νομικός Πέτρος Ευριπαίος σπεύδει να υποδεχτεί και να καλωσορίσει τον Ιταλό ναύαρχο που φτάνει στη Νομαρχία μαζί με τον Ιταλό πρόξενο, όταν ακούει έκπληκτος τον πρώτο να του λέει ψυχρά :«Ο αρχηγός του στόλου ναύαρχος Σολάρι, σας ζητεί να του παραδώσετε την πόλη της Κέρκυρας, την οποία άλλως θα καταλάβει βιαίως»… Εν συνεχεία του επιδίδει έγγραφο- τελεσίγραφο, βάση του οποίου αν οι αρχές της πόλης δεν την παραδώσουν στους Ιταλούς θα αρχίσει άμεσος βομβαρδισμός της, ενώ απαγορεύει την επικοινωνία με την ελληνική κυβέρνηση :«Παρέχεται προθεσμία δύο ωρών δια να δοθεί καιρός εις τους υπηκόους των ξένων δυνάμεων να συγκεντρωθούν εις τα προξενεία των ή να απομακρυνθούν από παντός στρατιωτικού οικοδομήματος». Τι έχει συμβεί;

 

Ελάχιστες ημέρες πριν, στις 26 Αυγούστου, πέντε εκπρόσωποι της Ιταλίας σε διεθνή  επιτροπή διαχάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων αναχωρώντας οδικώς από την Ελλάδα, δέχονται επίθεση από άγνωστους ένοπλους οι οποίοι τους εκτελούν εν ψυχρώ πέντε μόλις χιλιόμετρα πριν το φυλάκιο της Κακκαβιάς. Στην παγωμάρα που ακολουθεί (αφού στην εγκληματική ενέργεια απουσιάζουν ένοχοι και κίνητρο, ενώ τα θύματα δεν έχουν ληστευθεί), η μόνη που έχει ήδη έτοιμα σχέδια για την επόμενη ημέρα είναι η φασιστική Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι, που συνηθίζει να δημιουργεί πολιτικά και στρατιωτικά κεκτημένα στήνοντας προβοκάτσιες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρωθυπουργός Στυλιανός Γονατάς ενημερώνεται για τα τραγικό περιστατικό ενώ βρίσκεται για διακοπές στη Τήνο, εκεί, που δεκαεπτά χρόνια αργότερα ιταλικό υποβρύχιο τορπιλίζει και βυθίζει το «Έλλη» με τη γνωστή σε όλους μας συνέχεια.

Στις 29 Αυγούστου ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα επιδίδει 24ωρο τελεσίγραφο στην ελληνική κυβέρνηση στο οποίο ζητά διάφορα ταπεινωτικά τελετουργικά απόδοσης τιμών στη μεταφορά των σορών των θυμάτων (ελληνικά πολεμικά να σηκώσουν ιταλικές σημαίες), εκτέλεση των ενόχων και αποζημίωση 50 εκατομμύρια ιταλικών λιρετών ποσό μυθικό για την εποχή. Ακόμα και τότε η επαναστατική κυβέρνηση Γονατά μη κατανοώντας το σχέδιο του Μουσολίνι για κλιμάκωση εμφανίζεται καθησυχαστική. Αποδέχεται τέσσερις «ανώδυνες» ιταλικές αξιώσεις περί απόδοσης τιμών, απορρίπτει τον «σκληρό» πυρήνα των ιταλικών απαιτήσεων, θεωρώντας την Ιταλία ως μια φίλη χώρα που στη χειρότερη των περιπτώσεων θα στραφεί στο διεθνές δίκαιο (Κοινωνία των Εθνών, Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κλπ). Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται έτσι… 

 
 

Επιστρέφοντας στο Ιταλικό τελεσίγραφο στον κατάπληκτο Νομάρχη Κέρκυρας, σε μια αμήχανη και σύντομη μάζωξη των φορέων της πόλης αποφασίζεται κάτι που διασώζει την τιμή των όπλων του ανυπεράσπιστου στρατιωτικά νησιού: Άρνηση υπακοής στο ιταλικό τελεσίγραφο συνοδευόμενη όμως με ανοχή στην ιταλική εισβολή λόγω ελλείψεως στρατιωτικών δυνάμεων. Όμως ούτε αυτή η απάντηση είναι ανεκτή από τους Ιταλούς, που δείχνουν αποφασισμένοι να επιδείξουν την πολεμική τους υπεροπλία έστω κι αν χρειάζεται να πολεμήσουν χωρίς αντίπαλο... Λίγη ώρα μετά ξεκινούν κανονιοβολισμοί προς την πόλη, με τους κατοίκους της να βρίσκονται ακόμα σε παραλίες και δρόμους αφού ουδείς φαντάζεται πως μπορεί να βομβαρδιστεί μια ανυπεράσπιστη πόλη.

Παρά την απαγόρευση επικοινωνίας με την ελληνική κυβέρνηση ο νομάρχης καταφέρνει να αποτυπώσει την κρισιμότητα των στιγμών σε δύο απελπισμένα τηλεγραφήματα. Το πρώτο αναγγέλλει το τελεσίγραφο :«Ιταλικός στόλος κατέπλευσε αξιώσας παράδοσιν πόλεως εντός ημισείας ώρας. Μη δυνάμενος μέχρι τούδε να επικοινωνήσω μεθ υμών και μη διαθέτων δύναμιν, ηναγκάσθην να λάβω πρωτοβουλίαν, αρνούμενος τυπικώς την παράδοσιν, να μη προβάλω αντίστασιν, συμφωνούντος και του φρουράρχου. Αναμένω διαταγάς». Το δεύτερο περιγράφει τον βομβαρδισμό: «Όλως αιφνιδίως και αναιτίως, μολονότι ειδοποίησα υπευθύνως τον Ιταλόν στόλαρχον ότι δεν θα προβληθεί αντίστασις, ήρχισε βομβαρδισμός της πόλεως. Σφοδρά πυρά ολοκλήρου του στόλου. Βάλλονται ισχυρώς φρούρια και γύρω περιοχαί. Θωρηκτά συμμετέχουν δια βαρέων πυροβόλων των».

Όταν υψώνεται η λευκή σημαία στο φρούριο της πόλης, ο βομβαρδισμός αφήνει πίσω του 15 νεκρούς άμαχους, δεκάδες τραυματίες και πολλές ζημιές σε κτίρια και υποδομές. Σαν από παιχνίδι της μοίρας οι περισσότεροι νεκροί είναι πρόσφυγες από τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας που καταφεύγουν στην Κέρκυρα για να γλυτώσουν τους τουρκικούς διωγμούς… Η κατάληψη του νησιού ολοκληρώνεται με την αποβίβαση χιλιάδων στρατιωτών που καταλαμβάνουν άμεσα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, και οχυρώνονται μέσα σε αυτά περιμένοντας τον αντίπαλο που δεν εμφανίζεται ποτέ. Στο νησί κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος, οι κάτοικοι του υποχρεώνονται να παραδώσουν ότι όπλα έχουν στην κατοχή τους επί απειλή τουφεκισμού, ενώ απαγορεύεται η κυκλοφορία μετά της 9 το βράδυ.

Την ίδια ώρα στην Αθήνα επικρατεί πανικός αφού μόλις ένα χρόνο μετά την Μικρασιατική τραγωδία, η χώρα βρίσκεται να έχει υπό κατοχή άλλο τμήμα της επικράτειάς της. Ο Νικόλαος Πλαστήρας πέφτοντας στην παγίδα του Μουσολίνι ζητά στρατιωτική απάντηση, κάτι που σε περίπτωση ήττας σημαίνει κατακτημένα εδάφη μετά από πόλεμο, αλλά στη συνέχεια πείθεται από τον Στυλιανό Γονατά ν’ ακολουθήσει το δρόμο του συμβιβασμού με προσφυγή στη διεθνή νομιμότητα.

Η Ελλάδα καταφεύγει στην Κοινωνία των Εθνών, αλλά εκεί αντιμετωπίζει ένα κύμα αδιαφορίας της διεθνούς κοινότητας, και τελικά αποδέχεται την ενοχή της για κάτι που δεν έχει κάνει. Εφαρμόζει πλήρως τους ταπεινωτικούς όρους επανόρθωσης, και αποζημιώνει τη φασιστική Ιταλία με το δυσβάστακτο ποσό των 50 εκατομμυρίων λιρετών. Οι Ιταλοί αποχωρούν από την Κέρκυρα στις 27 Σεπτεμβρίου 1923, για να επανέλθουν 17 χρόνια μετά μ’ ένα νέο τελεσίγραφο…