Print this page

Στάθης Μάστορας ο Κερκυραίος μουσουργός που εκτελέστηκε στο Ολοκαύτωμα της Βιάννου - BINTEO

September 18, 2021 588

Στάθης Μάστορας ο Κερκυραίος μουσουργός που εκτελέστηκε στο Ολοκαύτωμα της Βιάννου

Ανάμεσα στους 401 εκτελεσμένους Κρητικούς ήταν κι ο δημιουργός της «Ριρίκας»

Η ναζιστική θηριωδία, το Ολοκαύτωμα της Βιάννου, 14 -16 Σεπτέμβρη 1943, στοίχησε στα χωριά της Βιάννου και της Ιεράπετρας 401 νεκρούς. Ενας φίλος από την Κέρκυρα, ο Χ. Κορφιάτης, μας επισήμανε ότι ανάμεσα στους εκτελεσμένους αγωνιστές και πατριώτες ήταν και ο λαμπρός Κερκυραίος μουσουργός Στάθης Μάστορας.

Ο εκπαιδευτικός και μουσουργός Στάθης Μάστορας, που είχε διαπρέψει προπολεμικά στην Αθήνα με γνωστές οπερέτες, μεταξύ των οποίων και η πασίγνωστη «Ριρίκα».  Ως εκπαιδευτικός είχε μετατεθεί κι δίδασκε μαθηματικά στο Γυμνάσιο της Βιάννου. Είχε φοιτήσει σε πρώτη φάση στο Ωδείο της Κέρκυρας, στην ίδρυση του οποίου είχε πρωταγωνιστήσει ο κορνετίστας μουσικοδιδάσκαλος πατέρας του, Μιχάλης Μάστορας. Το λιμπρέτο στην όπερα «Ριρίκα» είχε γράψει ένας Επτανήσιος φίλος του, ο Κυθήριος λιμπρετίστας και των «Απάχηδων των Αθηνών», όπως και εκείνο  των «Απάχηδων των Αθηνών», Γιάννης Πρινέας.

Στις 14 Σεπτέμβρη 1943, την ίδια μέρα που ξεκίνησε η ναζιστική θηριωδία στη Βιάννο, οι Γερμανοί ξεκινούσαν φονικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς με εμπρηστικές βόμβες, στη πόλη της Κέρκυρας.

Ηταν οι μέρες, μετά την Συνθηκολόγηση της Ιταλίας, που οι Γερμανοί στην προσπάθειά τους να ελέγξουν τα εδάφη που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν κάτω από τη διοίκηση των Ιταλών, άφησαν τη κτηνώδη βία που χαρακτήριζε τον φασισμό τους, να ξεσπάσει με ανείπωτες σφαγές, χωρίς διακρίσεις, πάνω στο λαό μας.

Στη μνήμη του Στάθη Μάστορα αναδημοσιεύουμε το αφιέρωμα του Ηλία Αλεξόπουλου που δημοσιεύτηκε στο corfustories.com τον Σεπτέμβρη του 2020:

 

«Ριρί, Ριρί, Ριρίκα…»

Βίοι παράλληλοι. Μελάνι κόκκινο σε μαύρη βίβλο. Δυο ιστορίες σπαραγμού. Γραμμένες με τρεμάμενο μολύβι, στο ρυθμό απ’ το κροτάλισμα ριπής. Το τρίξιμο άλλης μιας εμπρηστικής. Σπονδές ταυτόχρονες, σε αίμα και σε σίδερο… Κέρκυρα, 13-14 Σεπτέμβρη του ’43. Βιάννος, 14-16 Σεπτέμβρη του ’43. Την ώρα που, εδώ, «η πολιτεία εκαίγετο», εκεί, στην κάτω ανατολή του Ηρακλείου, η μοίρα της ομαδικής σφαγής άπλωνε δραματικά το χέρι στο ανείπωτ’ Ολοκαύτωμα – μετά απ’ τα Καλάβρυτα, αυτό. Καμένη γη κι αφανισμός – κάπου 20 χωριά σε Βιάννο και Ιεράπετρα. Γι’ αντίποινα, στην κρητική αντίσταση. Κι εκτελέσεις, εν ψυχρώ. «Παραταύτα εκτελέσατε, άνευ διαδικασιών, άρρενες άνω των 16…» Hail. Και σφαίρα… Επίσημα, νεκροί 461. Τέσσερα εξήντα και ο «μαέστρος μας». Ο Κερκυραίος δάσκαλος…

ΤΟΝ ΛΕΓΑΝ’ Στάθη Μάστορα. Δε μνημονεύεται συχνά – πολλοί δεν τον γνωρίζουν καν. Εδώ – στην Κρήτη τιμάται όπως του πρέπει. Παράδοξο. Καθόσον, πέρα απ’ τη μαρτυρική θυσία του, υπήρξε, περιγράφει ο Ψαρουδάκης, ένας «”πρίγκιπας” της μελωδίας, με άψογη μουσική υποδομή, λεπτό κι ευαίσθητο χαρακτήρα», που γέννησε, «με την απλή και κατανοητή του μουσική γλώσσα, με τον αυθορμητισμό, τη ζεστασιά και την ευθεία στόχευση στην καρδιά του ακροατή, μερικά απ’ τα πιο όμορφα και δημοφιλή έργα οπερέτας στην Αθήνα (του Μεσοπολέμου) και σ’ ολόκληρο το Πανελλήνιο».

ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ γραμμόφωνο, μια «πλάκα» στροφάρει ψιθυρίζοντας: «Ριρι, Ριρι, Ριρίκα / Εσύ ‘σαι πράμα, παιδί μου γερό / Αχ, όποιος νοιώσει του φιλιού σου λίγη γλύκα Θα το θυμάται Ριρίκα για καιρό…». Ίσως τώρα, να γίνεται αντιληπτό κατάτι παραπάνω…

ΗΤΑΝ 21 Νοεμβρίου του 1893. Τότε γεννήθηκε ο Μάστορας. Στην Κέρκυρα. Η μητέρα του, Μαργαρίτα, το γένος Λογοθέτη, από εύπορη οικογένεια – ο αδελφός της, εφοπλιστής στην Οδησσό. Ο πατέρας του, Μιχάλης (1864-1942)απ’ τους φημισμένους μουσικοδιδάσκαλος του νησιού, κορυφαίος κορνετίστας και ιδρυτής, πλην άλλων, «του Ωδείου».

 

ΤΟΝ ΜΥΕΙ. Στον… κήπο των Μουσών˙ «εννιά χρονών, θα μου διηγηθεί η αδελφή του, παίζει φλάουτο στη Φιλαρμονική της Κέρκυρας, τελευταίος στην σειρά στη παρατεταγμένη ορχήστρα», σημειώνει ο εγγονός του. Κι ακόμη, πιάνο. Μαντολίνο. Κιθάρα. Βιολί. Αντίστιξη. Αρμονία. Δίπλα σε ιερές μορφές της μουσικής σκηνής της Κέρκυρας (Ανδρώνης, Βουσολίνος, Γκρεκ…). Και γράψιμο. Σύνθεση. Ποίηση. Και ξένες γλώσσες˙ «σπούδασε σε γαλλικό σχολείο, με δεύτερη γλώσσα τα αγγλικά και συγχρόνως διδάχτηκε ρώσικα και γερμανικά, γλώσσες απαραίτητες για ν’ αναλάβει τη διοίκηση της εφοπλιστικής επιχείρησης του θείου τους Οδησσό. Γι’ αυτό τον προόριζαν…».

ΠΑΡΕΑ, τ’ άρεσε και τούτο: οι αριθμοί. Τα μαθηματικά. Κι αφού, στα 17, πέρασε ένα χρόνο Οδησσό, μήπως και «ψηθεί» (που δεν…) για τις δουλειές του θείου του, έβαλε στην άκρη την προοπτική της εξασφάλισης κι έστειλε ραπόρτο στους δικούς του να τον γράψουν στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και γύρισε…

ΗΤΑΝ αρχές του νέου αιώνα, εν μέσω των Βαλκανικών. Πανεπιστήμιο, παράλληλα Ωδείο Αθηνών, μαθητής του Καλομοίρη (ανώτερα θεωρητικά) και, απ’ το ’13, στην Ορχήστρα της Φρουράς των Αθηνών, υπό τους Κερκυραίους, Σπύρο Καίσαρη και Βίκτορα Μαυρόχη.

ΜΕΤΑ την επιστράτευση του ’21 – ’22 κι έχοντας πια ολοκληρώσει το σύνολο σπουδών του, η «καινούργια εποχή» βρίσκει τον Μάστορα με δυο υποδοχές στο ζύγι. Στο ένα χέρι, το καθηγητικό λειτούργημα: Μαθηματικός. Και στ’ άλλο, η μουσική. Ή, πιο σωστά, αυτό το νέο είδος, που στη δύση, έπαιρνε πλέον εμφανώς σκυτάλη απ’ τον παλαιότερο ρομαντισμό, την όπερα, το μπελκάντο και ανταποκρινόμενο πλήρως στις αισθητικές ανάγκες του «νέου κόσμου» για μια πιο αισιόδοξη, ανάλαφρη, εύθυμη, «ιμπρεσιονιστική» μουσική πραγματικότητα, έδενε κάβους στα λιμάνια της διαμορφούμενης «Belle époque»: μουσικό θέατρο. Οπερέτα. Με εισαγωγικό θεμέλιο, στην Ελλάδα, το «Βαφτιστικό» του Σακελλαρίδη και τους «Απάχηδες» του Χατζηαποστόλου.

Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ ανήκε στη δεύτερη γενιά Ελλήνων οπερετικών συνθετών. Αυτή που αναδύθηκε μετά το τέλος των Πολέμων (Βαλκανικοί, Α’ Π.Π. και Μικρασία). Αρχή, η (άγνωστη σήμερα) «Μιράντα» του, σε δικό του λιμπρέτο, την οποία πρωτοπαρουσίασε κατά την ολιγοετή του παρουσία (1922-’27) στην ελληνική παροικία της Αιγύπτου, μαέστρος του μουσικολυρικού θεάτρου Πλέσσα. Παράλληλα με την έκδοση δύο ποιητικών του συλλογών («Πνοές» και «Τίποτε»).

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ Ελλάδα, το 1927 – ’28, σκάρτα 30, ο σάκος εργασίας του είχε ήδη αρχίσει να γεμίζει – και τα καλύτερα βρίσκονταν ενόψει: «Ησαΐα χόρευε», «Ροκοκό», «Γιός του ίσκιου» (σε κείμενο Σπ. Μελά), «Η Κα Τσιτσιμπύρα» (γιατί η Κέρκυρα ουδέποτε έφυγε από μέσα του…), «Τ’ αδελφάκι ο Λάβρακας», «Παραχαράκτες» (σε κείμενο Τ. Μωραϊτίνη), «Ο στρατηγός Μπομπάρδας», «Πιπίτσα», «Η Ρόζα μας», «Η βασίλισσα του καρναβαλιού»… Μα, πάνω απ’ όλα…

ΥΠΗΡΞΕ πρωτοφανής για την αθηναϊκή σκηνή του Μεσοπολέμου η επιτυχία της «Ριρίκας» (οπερέτα «Η Ριρίκα μας», του ’27, σε λιμπρέτο του Γιάννη Πρινέα). Το μοναδικό σωζόμενο τραγούδι του – καθώς, μετά τον πόλεμο, οι παρτιτούρες του πουλήθηκαν ή καταστράφηκαν απ’ το χαϊρι συγγενών…

ΤΑ ΘΕΑΤΡΑ γεμίζουν (πρεμιέρα το ’30, απ’ τον θίασο «Ελευθέρας Μουσικής Σκηνής»). Η ηχογραφημένη εκδοχή (σε δισκάκι 10’’ από την «Parlophon») γίνεται ανάρπαστη. Η εμπορική επιτυχία καταπίνει όποιο προηγούμενο αντίστοιχο. Οι στήλες των εφημερίδων αποθεώνουν – και ο κριτικός του μέλλοντος εξασφαλίζει μια εμβληματική αναφορά μελέτης…

ΑΛΛΑ οι εποχές είναι δύσκολες. Η ακμή της ελληνικής οπερέτας αποδεικνύεται βραχύβια – και η πίεση, λέγεται, απ’ τη μητέρα του, για μια πιο σταθερή, σίγουρη, κοινωνικά αποδεκτή ζωή σε σχέση με την ασταθή, μποέμ συνθήκη «του περιπλανόμενου μουσικάντη», καταλυτική.

Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ, έχοντας πάντα στην τσέπη το τάλαντο (και) του Μαθηματικού, προσλαμβάνεται στο Πρακτικό Λύκειο Αθηνών. Η προοπτική μιας ακαδημαϊκής καριέρας μοιάζει να κοιτά σε ορθάνοιχτα πατζούρια, μια δυσμενής, ωστόσο, στο Πλωμάρι (Μυτιλήνη), απόρροια συγκρούσεων κι ενδο-ακαδημαϊκών ερίδων, πατά απότομα το φρένο (1933).

H ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ στη Σύρο (Γυμνάσιο Θηλέων), όπου έχει ήδη μετακομίσει η φαμίλια του (1935, ο πατέρας του μαέστρος στη Φιλαρμονική της Ερμούπολης) μοιάζει να «γλυκαίνει» την συναισθηματική του αναστάτωση (εμφανής στο ποίημά του «Φεύγω»). Ψευδαίσθηση. Ένα ατυχές επεισόδιο με μια μαθήτριά του (αρχή μιας μακράς δικαστικής διαμάχης, με κοστοβόρο, ενδιάμεσα, αντίτιμο) και το ’35, νέα δυσμενής: στην Άνω Βιάννο. Κρήτη. Η τελευταία παράγραφος…

ΠΑΡΑ την αρχική του δυσθυμία, τα χρόνια στην Βιάννο θα εξελίσσονταν σε μια περίοδο προσωπικής κι επιστημονικής ωρίμανσης. Προχωρά στη συγγραφή σημαντικών συγγραμμάτων. Μαθηματικών («Συμβολή εις την Άλγεβρα», «Μελέτη γενίκευσης της Θεωρίας των Διατάξεων και Μεταθέσεων»…), ξένων γλωσσών («Αγγλική Άνευ Διδασκάλου») και μουσικής θεωρίας («Πραγματεία Αντιστίξεως και Φυγής», «Τετράφωνος Αντίστιξης»…).

ΣΥΝΘΕΤΕΙ, διατηρώντας πάντα καθαγιαστικά εντός τη σπίθα του συνθέτη, την οπερέτα «Καθένας με την τύχη του». Ποιήματα – στα οποία διαφαίνεται η γοητεία που ασκούσε πάνω του ο νέος τόπος («Στην πλαγιά του βουνού φαντασία του νου δε σε γράφει…»). Oργανώνει θεατρική ομάδα, «στου Διαβάτη». Γεύεται την προσωπική ευτυχία στο πλευρό της Αικατερίνης Χλειουνάκη (παντρεύτηκαν τον Μάιο του ’39), αποκτώντας δυο παιδιά: τον Μιχάλη και τη Ρίτα… Και βιώνει τη δικαίωση (ΣτΕ) στην υπόθεση της Σύρου, αφού, περιγράφει ο εγγονός του, «έφυγε από τη Βιάννο με τα πόδια για Χανιά, για να συναντήσει γνωστό του Υπουργό, παρακαλώντας τον να μεριμνήσει για την επιτάχυνση της τελεσίδικης απόφασης. Η γυναίκα του έγκυος οκτώ μηνών, στο πρώτο τους παιδί, δεν είχε επαφή μαζί του όλο το Μάιο, κατά τη διάρκεια της μάχης της Κρήτης, και τον θεώρησε νεκρό. Μετά από ένα μήνα επέστρεψε ξυπόλυτος, αφού τα παπούτσια του δεν άντεξαν το δρόμο…»

ΜΕΧΡΙ που κόπιασαν οι μέλισσες. Φορώντας κράνος, φέροντας ναζιστικό έμβλημα στο πέτο, ξερνώντας μίσος και φωτιά. Μάζωξη… Παράταξη… Και πυρ…

Αντί επιλόγου, ένα καταπληκτικό κείμενο του Αγησίαλου Αλιγιζάκη, στα «Χανιώτικα Νέα», με αφορμή τη φετινή, 77η επέτειο του Ολοκαυτώματος Βιάννου…

Ο ψηλόλιγνος μαυρομάτης μεσήλικας με τα γκρίζα μαλλιά, το λευκό πουκάμισο, το καφέ σακάκι και το καφέ παντελόνι κοιτούσε με βλέμμα σταθερό και θλιμμένο τους Γερμανούς στρατιώτες που στέκονταν απέναντί του με τα οπλοπολυβόλα. Ξαφνικά, στη σιωπή του φθινοπωρινού πρωινού της 14ης Σεπτεμβρίου 1943 πρώτα άκουσε τον ανατριχιαστικό ήχο των ριπών και μετά είδε τις φλόγες από τις κάνες.

Ένοιωσε ένα έντονο κάψιμο στο στήθος και στην κοιλιά. Γονάτισε. Γύρω του άκουσε κραυγές και βογκητά και είδε τους διπλανούς άντρες να γονατίζουν και να πέφτουν κάτω. Η σκέψη του φώναξε το όνομά του, «Στάθη, έλα να κάτσεις». Ήταν ο Νίκος Κατσαράκης, ο πρόεδρος του «Διαβάτη», που τον καλούσε στο καφενείο στην πλατεία του μεγάλου Πλατάνου να τον κεράσει καφέ. «Βιάζομαι» του απάντησε, «δεν έχω χρόνο, χτύπησε το κουδούνι στο Γυμνάσιο κι έχω να κάνω μάθημα!». «Δεν έχω χρόνο», σκέφτηκε φέρνοντας τα χέρια στο στήθος και την κοιλιά που πονούσαν αφόρητα.

Εκείνη τη στιγμή στο σοκάκι της Άνω Βιάννου ξέφυγε η ματιά κι είδε την αγαπημένη του γυναίκα, την Κατερίνα, να του γνέφει. Ταυτόχρονα, δυο παιδικά πρόσωπα, ο Μιχάλης και η Ρίτα φώτισαν το νου. «Ευτυχώς», σκέφτηκε, «τα παιδιά μου είναι καλά».
Κοίταξε τον γαλάζιο ουρανό και τον ήλιο, καθώς είχε γείρει ανάσκελα στο σκληροτράχηλο βιαννίτικο έδαφος. «Μεσημέριασε ή είναι ο προβολέας του θεάτρου;», αναρωτήθηκε. «Ριρή, ριρή, Ριρίκα…», άκουσε μια γλυκιά φωνή με το μαλακό θρόισμα του αγέρα στα αυτιά κι είδε τον εαυτό του να υποκλίνεται στο κατάμεστο αθηναϊκό θέατρο, ενώ ο κόσμος φώναζε, «Μπράβο Μάστορα!».

«Ωραία ήταν τότε, αλλά και τα θεατρικά που κάναμε στη Βιάννο με τον “Διαβάτη” ήταν όμορφα», σκέφτηκε. Προσπάθησε να κουνηθεί, αλλά δεν μπόρεσε. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του και «είδε» τους μαθητές του να του κάνουν καντάδα. «Δεν μπορεί τα φαντάζομαι όλα αυτά. Ναι, φαντασία του νου είναι η Βιάννος», του είπε η φωνή του.

Σκληρές γερμανικές φωνές και συνεχείς πυροβολισμοί διέκοψαν τη σκέψη του. Η στιγμή έγινε αιωνιότητα. Μια σκιά σκέπασε τον ουρανό. Είδε τον Γερμανό αξιωματικό με το πιστόλι στο χέρι.
«Όνειρο η ζωή, o Σαίξπηρ είχε δίκιο. Είμαστε από την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα», συλλογίστηκε και ένα φωτεινό σκοτάδι τύλιξε το μονοπάτι των λογισμών του…

…Το κίτρινο κεράκι τσίριξε και φώτισε με τη μικρή του φλόγα το ναό στον Αμιρά 77 χρόνια μετά. Προσκύνησε τις εικόνες και το βλέμμα του πλανήθηκε στα 461 καντήλια. Μια πνοή ανέμου πέρασε ανάμεσα από τα σιωπηλά αγάλματα του περιβόλου και μπήκε στη μικρή εκκλησιά, σιγοψιθυρίζοντας ευλαβικά το τραγούδι των ελεύθερων πολιορκημένων ψυχών:

«Αδέρφια σαν θα πάτε στης Βιάννου τα χωριά
μνήματα μην πατάτε, θα πάρουνε φωτιά…».

ΠΗΓΗ: imerodromos.gr

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.