• Αργυράδες - Κέρκυρας
  • Thursday , Feb 1 , 2018

Πρόσωπα

Η Κέρκυρα μέσα από τα μάτια Ελλήνων λογοτεχνών

October 06, 2021 4385

 

Του Γιάννη Δ. Μπαρδάκη

    Ο Ιωάννης  Μιχαήλ Παναγιωτόπουλος ( Αιτωλικό 23 Οκτωβρίου 1901- Αθήνα 17 Απριλίου 1982, είναι κατά τον Πέτρο Χάρη,  « μια μορφή των ελληνικών γραμμάτων που εργάστηκε  σε όλα τα είδη του λόγου: Ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα, ταξιδιωτική εντύπωση, δοκίμιο, μελέτημα, ιστορία της λογοτεχνίας, κριτική βιβλίου, θέατρο».

     Ήταν ο άνθρωπος που μου ενέπνευσε την αγάπη μου στη λογοτεχνία, όταν σε ηλικία 7 χρόνων, το 1961, ακολουθώντας το πατέρα μου, στο προσήλιο και με σανιδένιο πάτωμα  καφενείο του Λάμπρου Κωνσταντάκη, όπου σύχναζε όταν ερχόταν στο χωριό μας , τότε Μπουρλέσια και τώρα Άγιος Ανδρέας Αιτ/νίας, γενέθλιο χωριό της δεύτερης γυναίκας του Αφροδίτης Επαμεινώνδα  Γαλανοπούλου.

      Ρούφηξα σαν σφουγγάρι την υπέροχη και γλαφυρή διήγησή του για το πρόσφατο ταξίδι στη Κίνα περιγράφοντας σκηνές από την αχανή αυτή χώρα και εκείνο που μου έμεινε περισσότερο, ήταν  η αναπαράσταση πως τρώγανε με τα ξυλάκια το ρύζι οι Κινέζοι. 

    Ο « Γιαννάκης» , όπως τον λέγαμε στο χωριό μου, είτε από αγάπη και οικειότητα , είτε λόγω  του μικρού δέματός του, ήταν ένας ακούραστος ταξιδευτής που γύρισε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης, αλλά είχε μόνιμο έρωτα με τη Κέρκυρα και τον Ύψο, όπου από το 1950 έως το 1981 περνούσε όλα τα καλοκαίρια με την οικογένειά  του.

       Το βιβλίο του « Ελληνικοί ορίζοντες» που εκδόθηκε το 1959 με εξώφυλλο του Γιάννη Μόραλη από τον εκδοτικό οίκο « Ίκαρος», εκδόθηκε σε τρίτη έκδοση συμπληρωμένη το 1982, λίγο μετά το θάνατό του από τον εκδοτικό οίκο « Αστήρ».

     Σ’ αυτό το βιβλίο οι σελίδες 358 έως 374 είναι αφιερωμένες στην αγαπημένη του  Κέρκυρα με τίτλο « Κέρκυρα, το νησί της λυρικής φαντασίας».

       Από το βιβλίο αυτό θα αντλήσω και θα ανθολογήσω ορισμένα  αποσπάσματα.

       Οι απόδημοι Κερκυραίοι αναγνώστες της εφημερίδας θα νοσταλγήσουν περασμένα χρόνια και θα μεταφερθούν νοερά στο αγαπημένο τους νησί, που λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν εδώ και ένα χρόνο δεν μπορούν να το επισκεφτούν με τη συχνότητα που επιθυμούν.

      Η αρχή της διήγησής του:

      «Πεισματικός πραγματολόγος, και σ’ άλλα λυρικά του συνθέματα και στις Πατρίδες του, κυριότατα, ο Παλαμάς, έπειτ’ από τον ύμνο της Πάτρας, όπου, {πρωτάνοιξε τα μάτια του στη μέρα} και του Μεσολογγιού, πατρίδα των γονιών του, όπου τον {έρριξε πεντάρφανο παιδάκι η Μοίρα} και της Αθήνας, όπου στο μάκρος μιας μεγάλης ζωής ένοιωσε το πνεύμα να παλεύει με τα σκοτάδια μέσα του, τέταρτη στη σειρά δοξολογεί την Κέρκυρα και ρητά βεβαιώνει πως { εκεί η ψυχή του ωρέχτηκε να γλυκοζήσει, εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου και σμίγ’ η Ανατολή μ’ ένα φιλί τη Δύση, κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι».

      Για τη Σπιανάδα:

       «  Ύστερα από λίγο βρισκόμαστε βιδωμένοι σε μια καρέκλα, στη Σπιανάδα, στον ίσκιο της μεσημβρινής δεντροστοιχίας. Αυτή την ώρα την ήρεμη της Σπιανάδας, είκοσι χρόνια περάσανε και δεν την είχα λησμονήσει κι όλο ποθούσα να την ξαναζήσω, να κοιτάζω τα δέντρα, να κοιτάζω τη θάλασσα και τα «βόλτα» με τα μεγάλα γραφικά τους φανάρια και τα σπίτια τα πανύψηλα, τα παμπάλαια…. Κορίτσια, αγόρια, μικρές κυρίες, αυτές οι ελκυστικές νεαρές με την πρόσφατη πείρα στα μάτια και στο κορμί, επιστρέφοντας από το μπάνιο σταματούσαν στη Σπιανάδα για να πιούνε τη « τσιτσιμπύρα», να φλυαρήσουν……

     Μελισσοβουϊζει καταμεσήμερα η Σπιανάδα και μάλιστα Κυριακή και γιορτή. Κι είναι το βράδυ κατάμεστη, με τα φανάρια της αναμμένα, γεμάτη καρέκλες και τόπο να σταθείς να μη βρίσκεις, η πολιτεία ολόκληρη φλυαρεί ακαταπόνητα σταματημένη εκεί ή πηγαινοέρχεται μαγεμένη από τη γλύκα της καλοκαιρινής βραδιάς και μουδιασμένη  από την πυκνή υγρασία της.

      Για τους Κερκυραίους:

      « ….Είχα την ευκαιρία να το προσέξω κι εγώ, με πόση περιπάθεια αγαπούν τα παιδιά οι Κορφιάτες, τα «μιτσά» τα γελαστά «μομολάκια». Ένας λαός αληθινά πολιτισμένος, γεμάτος τρυφερότητα και στοργή, που και στην πιο δύσκολη περιπέτεια και στην πιο ανυπόφορη βαρυθυμιά του ξαστερώνει και φαιδρύνεται μονομιάς, σαν αντικρίσει το πρόσωπο του παιδιού, το θαυμάσιο εκείνο αχνοσχεδιασμένο γελάκι του….. Είναι ψυχής καλλιέργεια, μια αγωγή που την μαστόρεψαν πολλοί αιώνες. Αγαπούν τα παιδιά, το χορό , το τραγούδι….».

      Για τη Κερκυραϊκή φύση:

      « Ανάμεσα, άλλωστε, στα περιβόλια της Κέρκυρας και στα δασόφυτα κατατόπια της άλλο ακριβότερο δεν ποθείς παρά ν’ απολησμονηθείς, να σπουδάζεις την ποίηση στο φύλλο το πλατύ της μανόλιας, σ’ ένα λουλούδι, σ’ ένα ρυάκι και να γεμίζει αναγάλλια βαθύτατη και καρτερία ανεξίκακη η καρδιά σου. Κατακαλόκαιρο κ’  ευωδιάζουν τα πάντα παντού. Οι νύχτες λιποθυμούν μέσα στα γυναίκεια « τσαντσαμίνια», αυτές οι φοβερές θηλυκές νύχτες……

……. Η φύση είναι ήδη Ανατολή, χωρίς τ’ ολόζεστο πάθος της χαμηλής μεσόγειας θάλασσας, με κάποιαν αλαφράδα και κάποιαν ευγένεια, που μεταμορφώνει τον έρωτα σε τραγούδι, όχι σε αγωνία καταλυτική του κορμιού».

       Για μια ολοήμερη περιήγηση:

      « ΠΡΩΪΝΟ στα μουράγια. Αντίκρυ το Βίδο, η αρχαία Πτυχία, τα βουνά της Ηπείρου κι ανάμεσά τους η σαπφείρινη θάλασσα και το φως της αυγής να ταξιδεύει και να σπέρνει τα χρυσά του λουλούδια στη ράχη του νερού τη γαλήνια.

     ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ στην Παλαιοκαστρίτσα, σε μιαν άλλη θάλασσα, παρθενική, από το μοναστήρι ψηλά να κοιτάζεις τις αλλόκοτες ξέρες τις μοναχικές, τους βράχους τους αναχωρητές, που τη βαθαίνουν την ερημιά και τη μεταμορφώνουν σε παραμύθι.

      ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ στο Γαστούρι, στις άδειες αίθουσες του παλατιού της μελαγχολικής αυτοκρατόρισσας και στις Μπενίτσες.

       ΒΡΑΔΙΑΣΜΑ γεμάτο αστέρια τρεμάμενα στο περιγιάλι του Ύψου, στα πόδια του μετέωρου ανάμεσα γης κι ουρανού Παντοκράτορα.

       Για την κερκυραϊκή αίσθηση του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού:

      « …Σε κάθε στίχο του Σολωμού αγαθά ενεδρεύει η μάγισσα φύση του νησιού, το φως το ιόνιο, το φλογάτο λουλούδι και το λουλούδι  τ’ ολόασπρο το μεθυστικό και τ’ άστρο το παραμυθητικό κι ο ουρανός ο ολόφωτος κ’ η νύχτα που πληθαίνει τον αναπαμό των απαυδημένων και τη δίψα του έρωτα:

Έλαμπε αχνά το φεγγάρι, -ειρήνη-

Όλην, όλη τη φύση ακινητούσε.

    Ώρα της νύχτας προχωρημένη κάθομαι μονάχος στο περιγιάλι του Ύψου και κοιτάζω τη θάλασσα, το φεγγάρι και τα φώτα της πολιτείας που νυστάζουν αντίκρυ, ανάμεσα στα δίδυμα κάστρα της. Αισθάνομαι να με γεμίζει ο στίχος του Σολωμού…..».

        Το τέλος της διήγησής του:

       « Τη νύχτα, τέλος, στην ακρογιαλιά του Ύψου: αντίκρυ αρμενίζει η πολιτεία μ’ όλα τα φώτα της αναμμένα. Και τα βουνά τα ηπειρωτικά και τ’ άγρια  φαράγγια της Αρβανιτιάς στέλνουν τους κοιμισμένους ανέμους να ταξιδέψουν απάνου στα κύματα και να πεθάνουν στη φυκόστρωτη αμμουδιά. Το πρώϊμο φεγγάρι βασιλεύει νωθρό, με κινήσεις λησμονημένης αρχόντισσας. Μπορεί να πρόφτασαν να το καταγράψουν και τούτο στο «libro d’ oro!”.

      Ναι, νομίζεις πως όλα αργοσαλεύουν ολόγυρά σου σε ρυθμό μενουέττου. Οι νεκροί. Μας κυβερνούν οι νεκροί. Τόσο, που θα πρέπει καμιά φορά να καταριούμαστε και τη μνήμη ακόμα!».

 

 

 Ο  Γιώργος Τσοκόπουλος ( Αθήνα 1871- 1923),  ήταν ένας πολυγραφότατος συγγραφέας και δημοσιογράφος.

      Διετέλεσε αρχισυντάκτης σε πολλές εφημερίδες της εποχής, όπως « Νέον Άστυ», « Καιροί» «Εστία» και διέπρεψε επίσης και ως θεατρικός συγγραφέας  γράφοντας κωμειδύλλια , επιθεωρήσεις , δράματα και λιμπρέτα για όπερες. Μάλιστα ήταν μαζί με το Μπάμπη Άννινο οι ιδρυτές της  θρυλικής ετήσιας επιθεώρησης που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1907 με τίτλο « Παναθήναια», ενώ υπήρξε και από τους ιδρυτές της « Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων».

     Αυτός λοιπόν ο πολυγραφότατος καθαρευουσιάνος στη γλώσσα λογοτέχνης και δημοσιογράφος, πραγματοποίησε το 1907 ταξίδι στη Κέρκυρα.

       Τις εντυπώσεις του για το όμορφο νησί και τους ανθρώπους του, της δημοσίευσε στην εφημερίδα που εργαζόταν τότε το « Νέον Άστυ».

     Μεταφέρω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα διατηρώντας τη καθαρευουσιάνικη γραφή του.

     « Εις το βορειότερον άκρον της Ελλάδος, εκεί που τα ελληνικά νερά αδελφώνονται με τα κύματα που τρέχουν να ξεσπάσουν εις τας ηπειρωτικάς ακτάς, η Κέρκυρα υψώνεται μέσα από τον πόντον, όπως η Αναδυομένη Αφροδίτη……..

       Το ατμόπλοιον όταν αφήση την μικράν ελληνικήν ηπειρωτικήν παραλίαν, πλέει αριστερά της ισχυράς και  αποτόμου ακτής την οποίαν πλαισιώνουν τα άγρια και υψηλά βουνά της Ηπείρου, αιωνίως χιονοσκεπή……Όλα είναι ακόμη άγρια προς τα δεξιά. Οι βράχοι κατεβαίνουν αιματοβαφείς προς την θάλασσα, οι άνεμοι πνέουν ορμητικοί, το κύμα είναι ανήσυχον και οπίσω από τα υψηλά φυσικά τείχη μαντεύει κανείς ότι ζει φυλή ανυπότακτος, τρεφομένη με ορμήν και με υπερηφάνειαν από την αγρίαν φύσιν.

     Απέναντι η Κέρκυρα είναι όλη αβρότης και γλυκύτης και χάρις. Μία ακρόπολις υψούται απέναντι της ηπειρωτικής απειλής……

       Εν τούτοις και εις την Κέρκυραν υπάρχει κάτι ακόμη που δεικνύει τη συγγένειαν  προς την ξηράν. Ο Παντοκράτωρ νομίζει κανείς ότι δεν είναι όρος κερκυραϊκόν. Κάτι τι ηπειρωτικόν και αλβανικόν εσφηνώθη εις την μαλακήν γην της νήσου. Και μόνον η η κερκυραϊκή φύσις κατώρθωσε και αυτόν τον άγριον κολοσσόν να εκπολιτίση. Επάνω εις τας κλιτύας του αναρριχάται πυκνή η ελαία και εις μία πλευράν του, βλέπουσαν προς τη θάλασσαν, αι γλυσίναι σκύβουν έως το κύμα και τα γαλανά άνθη των πνίγονται εις τον αφρόν……..

      Όλοι αυτοί οι δρόμοι οι στενοί και ακανόνιστοι, τα πανύψηλα σπίτια τα οποία νομίζει κανείς ότι θ’ αφήσουν τας στέγας των ν’ αγκαλιασθούν εις τα σύννεφα, το πλήθος των εκκλησιών, οι κώδωνές των που ζητούν –νομίζεις- να σημαίνουν, οι παππάδες που προβάλουν εις κάθε γωνίαν δρόμου, παππάδες  ιδικοί μας και καθολικοί και εβραίοι……οι πινακίδες των δρόμων με τα παράδοξα ονόματα, αι μεγάλαι στοαί κάτω από τα οποίας περιπατεί το πλήθος όπως εις την Βενετίαν και εις το Μιλάνον, όλα αυτά δίδουν εις την πόλιν βαθύ και έντονον μεσαιωνικόν χρώμα. Όταν το βράδυ- βράδυ, από τους δρόμους που φέρνουν προς την Σπιανάδαν, κατέρχονται οι κάτοικοι βραδείς και πυκνοί, εις την αμφιβολίαν της αμφιλύκης*, θα ενόμιζε κανείς ότι είναι οι ιππόται που επεβιβάσθησαν ένα βράδυ εις τας τετρακοσίας γαλέρας του Δανδόλου, διευθυνόμενοι εις τους Αγίους Τόπους…….

       Αυτή η προσήλωσις  προς το παρελθόν έδωκεν ένα ιδιαίτερον τύπον ευγενείας εις τους ανθρώπους, τον οποίον δύσκολα απαντά κανείς εις άλλο μέρος της Ελλάδος, και αν το εύρη θα τον σημειώση μεμονωμένον.

      Μέσα από κάθε Κερκυραίον αισθάνεται κανείς κάτι τι ως δαντελλωτόν, και ο τελευταίος βαρκάρης του λιμένος έχει εις το βλέμμα και εις την κίνησιν την σφραγίδα αριστοκρατικής φύσεως.

        Εις το κιγκλίδωμα της Γαρίτσας ο ξένος συναντά ανθρώπους, οι οποίοι ακουμβώντες εις τα σίδερα βυθίζουν το βλέμμα των μακράν και μένουν επί ώρας ακίνητοι και σιωπηλοί. Ο ρεμβασμός είναι χρονικός, δεν είναι τοπικός και επάνω από την μονοτονίαν της θαλάσσης ο νους τρέχει προς τα περασμένα, τα οποία τον ελκύουν με ιδιαιτέρως μυστηριώδη δύναμιν……

     Εις τον απαράμιλλον ανηφορικόν δρόμον, ο οποίος φέρει προς το Αχίλλειον, είναι σφηνωμένον ένα χωριουδάκι, υπέροχον εις θέαν, το Γαστούρι. Όταν εν απόγευμα εκάμαμεν το αλησμόνητον προσκύνημα του θεάματος εκείνου της φύσεως και της τέχνης, η συνοδεία μας αποτελουμένη από τρεις αμάξας, συνοδευομένη από έφιππον τον αστυνόμον και δύο εφίππους χωροφύλακας, διέσχισε το χωρίον. Άνδρες και γυναίκες εκάθηντο εις τα πεζούλια και συνωμίλουν ησύχως μεταξύ των.

      Αυτού του είδους η ευγενής νωχέλεια και η αριστοκρατική αδιαφορία έχει και τα δυσάρεστά της. Ο Κερκυραίος εδημιουργήθη υπό της φύσεως νωθρός, βραδύς μη αγαπών την εργασίαν. Και η Κέρκυρα εμπορικώς και βιομηχανικώς ανήκει σήμερον εις τους Ηπειρώτας. Οι άνθρωποι αυτοί, επικίνδυνοι γείτονες, διαπερεούνται από την απέναντι ξηράν και εισχωρούν εις τας στενωπούς της πόλεως και εις τα εξοχάς και αναρριχώνται εις τα υψηλά χωρία, θεμελιούντες παντού την εμπορικήν των δύναμιν……

     Εν τω μεταξύ οι Κερκυραίοι, όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι, απολαμβάνουν τον ήλιον, την εξοχήν, τον αέρα, τη φύσιν. Αι ελαίαι, αποτελούσαι το μόνον εισόδημα της νήσου, πνίγονται εις τας ακάνθας, τας οποίας αφήνει η αμέλεια να φυτρώνουν μεταξύ των σεβαστών αιωνοβίων δένδρων. Ο Κερκυραίος δεν απελπίζεται. Του χρειάζονται τόσον ολίγα δια να ζήση και περιμένει την ευτυχίαν του τόσον μακράν από τον ελαιώνα, ώστε, όσον ολίγον και αν του δώση κουρασμένη εις τον αγώνα με τας ακάνθας η ελιά, του είναι αρκετόν…..».

      Εικόνες μιας άλλης μνήμης στο χωροχρόνο και αναπόληση, γιατί η απουσία από το γενέθλιο τόπο μεγαλώνει το νόστο προς αυτόν.

Γιάννης Δ. Μπαρδάκης

*αμφιλύκη =  Το θαμπό φως  την ώρα που ξημερώνει ( γλυκοχάραμα), είτε την ώρα που σουρουπώνει ( σούρουπο)

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

Illusion Hair Studio

Boschetto (Άγιος Γεώργιος Αργυράδων)

MAMA 'S MARKET

Corfu Office Systems

PRANZO CHANIOTI

 

Καφέσας ψαροταβέρνα

Cosy finger food bar

Lord Travel Group

Blue sea hotel

Ιονική

 

Calendar

« March 2024 »
Mon Tue Wed Thu Fri Sat Sun
        1 2 3
4 5 6 7 8 9 10
11 12 13 14 15 16 17
18 19 20 21 22 23 24
25 26 27 28 29 30 31

Argyrades - News

argyrades.gr

Σελίδες για τη ζωή, την ιστορία, τον πολιτισμό, στην Κέρκυρα. Με κριτική ματιά στην επικαιρότητα.

drepani.gr

Μια από τις ονομασίες με τις οποίες ήταν γνωστή η Κέρκυρα στην αρχαιότητα ήταν και η Δρεπάνη. Όνομα που χρησιμοποιήθηκε λόγω του σχήματός της. Η Δρεπάνη ταυτίζεται με το όπλο με το οποίο ο Κρόνος σκότωσε τον πατέρα του τον Ουρανό.

logo

© 2018 Your Company. All Rights Reserved. Designed By Your Company

Search