Print this page

Σαν σήμερα ο θάνατος του Σιμόν Μπολιβάρ - "Ο Ελευθερωτής"

December 17, 2021 555

Ο Σιμόν Μπολίβαρ, που ονομάστηκε Απελευθερωτής, οργάνωσε και διοίκησε στρατιωτικές δυνάμεις, που δεν ξεπέρασαν ποτέ τις δέκα χιλιάδες άνδρες, για να απελευθερώσει το βόρειο τμήμα της Νότιας Αμερικής από την ισπανική κυριαρχία, στις αρχές του 19ου αιώνα. Η άμεση δράση του είχε ως αποτέλεσμα την ανεξαρτησία της Κολομβίας, της Βενεζουέλας, του Περού, του Ισημερινού και της Βολιβίας. Την ώρα που άλλοι συζητούσαν και ονειρεύονταν την ανεξαρτησία, ο Μπολίβαρ συγκέντρωσε και ενέπνευσε μια μικρή ομάδα από οπαδούς, για να νικήσει τις ισπανικές δυνάμεις κατοχής, με αιφνιδιαστικές επιθέσεις και σωστές αποφάσεις στη διάρκεια της μάχης....

Είναι ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της Λατινικής Αμερικής, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «El Libertador» (Ο Ελευθερωτής). Ο Σιμόν Χοσέ Αντόνιο δε λα Σαντίσιμα Τρινιδάδ Μπολίβαρ υ Παλάσιος (24 Ιουλίου 1783 - 17 Δεκεμβρίου 1830) ηγήθηκε αρκετών απελευθερωτικών κινημάτων, αφιερώθηκε στον αγώνα κατά της ισπανικής αυτοκρατορίας και οδήγησε στην ανεξαρτησία τη Βολιβία, την Κολομβία, το Εκουαδόρ, τον Παναμά και τη Βενεζουέλα.

Ο στρατηγός και πολιτικός Μπολιβάρ γεννήθηκε στο Καράκας της Βενεζουέλας, σε αριστοκρατική οικογένεια. Την εκπαίδευσή του ανέλαβαν σημαντικές προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων ο Σιμόν Ροντρίγκεζ, οι ιδέες του οποίου συνέβαλαν σημαντικά στη μετέπειτα εξέλιξή του. Μετά το θάνατο των γονιών του, το 1799 μεταβαίνει στην Ισπανία με σκοπό την ολοκλήρωση των σπουδών του. Εκεί, γνωρίζει και παντρεύεται την Μαρία Τερέσα Ροντρίγκεζ ντελ Τόρο υ Αλαΐσα το 1802, την οποία χάνει έπειτα από μόλις ένα χρόνο γάμου στη διάρκεια επίσκεψης στην Βενεζουέλα. Τον επόμενο χρόνο, ο Μπολιβάρ επιστρέφει στην Ευρώπη.

Ο Ελευθερωτής

Το 1807 είναι η χρονιά που ο Μπολιβάρ γυρνά στη Βενεζουέλα. Όταν ο Ναπολέων ορίζει τον Ιωσήφ Βοναπάρτη βασιλιά της Ισπανίας και των αποικιών της το 1810, συμμετέχει στο αντιστασιακό κίνημα στη Νότια Αμερική. Το κίνημα του Καράκας κηρύσσει την ανεξαρτησία της χώρας στις 5 Ιουλίου 1810 (Πρώτη Δημοκρατία της Βενεζουέλας) και ο Μπολιβάρ αποστέλλεται στη Βρετανία σε διπλωματική αποστολή, με κύριο στόχο να ζητήσει τη βοήθεια των Άγγλων στον αγώνα κατά των Ισπανών.

Οι Άγγλοι όμως δεν δέχονται να αναμειχθούν. Επιστρέφει στη χώρα του το 1811. Όταν τον Ιούλιο του επόμενου έτους, ο ηγέτης του κινήματος Φρανσίσκο ντε Μιράντα παραδίδεται, καταφεύγει στην Καρταχένα της Νέας Γρανάδας (σημερινή Κολομβία), όπου και γράφει το Μανιφέστο της Καρταχένα.
Στο τελευταίο αναλύει τις αιτίες της ήττας στη Βενεζουέλα και παρακινεί τους επαναστάτες να συντρίψουν τους Ισπανούς. Η ηγεσία της εκστρατείας είναι πλέον στα χέρια του Μπολιβάρ, ο οποίος έπειτα από 6 συνεχόμενες νίκες κατά των Ισπανών, στις 6 Αυγούστου 1813 εισέρχεται στο Καράκας ως Ελευθερωτής.


«Σιμόν Μπολιβάρ: ο απελευθερωτής των συνειδήσεων»
Μετά την εξέγερση του Χοσέ Τομάς Μπόβες το 1814 και την πτώση της Δημοκρατίας, επιστρέφει στη Νέα Γρανάδα, και στη συνέχεια στη Τζαμάικα, όπου γράφει το 1815 μια σειρά κείμενα σε μορφή επιστολών.

 

Στο «Γράμμα από τη Τζαμάικα» ανέλυε το όραμά του για την απελευθέρωση όλων των χωρών που βρίσκονταν υπό ισπανική κυριαρχία, από τη Χιλή και την Αργεντινή ως το Μεξικό. Μετά την κατάκτηση της ανεξαρτησίας τους οι χώρες αυτές θα έπρεπε να γίνουν συνταγματικές δημοκρατίες, μια παραλλαγή του πολιτεύματος της Μεγάλης Βρετανίας. Θα υπήρχε Άνω και Κάτω Βουλή, και ενώ τα μέλη της Άνω Βουλής θα είχαν κληρονομικό δικαίωμα, τα μέλη της Κάτω Βουλής θα εκλέγονταν από τον λαό. Αρχηγός του κράτους θα ήταν ο πρόεδρος της δημοκρατίας.

Το 1816, με τη βοήθεια της Αϊτής ο Μπολίβαρ αποβιβάζεται στη Βενεζουέλα και καταλαμβάνει την Ανγκοστούρα (σημερινή Πόλη Μπολίβαρ). Η νίκη στη Μάχη της Μπογιακά το 1819 προσέθεσε την Κολομβία στα ελεύθερα από την ισπανική κατοχή εδάφη.

Το Δεκέμβριο δημιουργεί τη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Μεγάλης Κολομβίας – μια ομοσπονδία που κάλυπτε τα μεγαλύτερα τμήματα της Βενεζουέλας, της Κολομβίας, του Παναμά και του Εκουαδόρ – ορίζοντας τον εαυτό του πρόεδρο. Τον Ιούνιο του 1821 ελευθερώνεται η Βενεζουέλα και ένδεκα μήνες αργότερα και το Εκουαδόρ.

Απαντώντας στην έκκληση βοήθειας του Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν, που είχε ήδη απελευθερώσει τη Χιλή και την Αργεντινή, αναλαμβάνει την απελευθέρωση του Περού. Το Σεπτέμβριο του 1823 φτάνει στη Λίμα και απελευθερώνει το Κάτω Περού. Ακολουθεί λίγους μήνες αργότερα το Άνω Περού, τελευταία ισπανική κτήση, το οποίο ονομάστηκε προς τιμήν του Ελευθερωτή του Βολιβία.

Ο Μπολιβάρ έχει φτάσει στο απόγειό του, και το 1826 συγκαλεί στον Παναμά μια παναμερικανική συνδιάσκεψη με στόχο τη δημιουργία συνομοσπονδίας των αμερικανικών κρατών. Τα κράτη της Μεγάλης Κολομβίας, το Περού, η Βολιβία, το Μεξικό, η Κεντρική Αμερική και οι Ενωμένες Επαρχίες του Ρίο ντε λα Πλάτα (η σημερινή Αργεντινή) υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας και κάλεσαν και τα υπόλοιπα κράτη της αμερικανικής ηπείρου να την προσυπογράψουν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, αρνήθηκαν.

Μέχρι το 1827, ωστόσο, οι εσωτερικές έριδες στην κυβέρνησή του οδήγησαν σε εμφύλιους πολέμους και αυτονομιστικές τάσεις, με αποτέλεσμα την κατάρρευσή της. Ο Μπολιβάρ παραιτείται από την προεδρία το 1828.

Θα υποκύψει από φυματίωση 2 χρόνια μετά, στις 17 Δεκεμβρίου 1830.

Η προσωπικότητα του Σιμόν ντε Μπολιβάρ ενέπνευσε αρκετούς καλλιτέχνες, με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες να περιγράφει στο «Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του» τις τελευταίες ημέρες της ζωής του και τον Νίκο Εγγονόπουλο να γράφει προς τιμήν του το «Μπολιβάρ: Ένα ελληνικό ποίημα».

ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ


Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un pais


Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, γι’ αυτούς τα δάκρυα,
γι’ αυτούς οι φάροι, κι’ οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και γράφουνε
στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες,
τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμήν του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι’ ολόφωτο μέσ’ στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: π ρ ο ς τ’ ά σ τ ρ α.

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι’ αυτά όχι για τα ότι κι’ οι δυο τους υπήρξαν για τις πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα, κι’ ελεύθεροι, μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.


Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι’ εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,

Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις, κι’ υπερβολές, κι’ απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα, πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι’ αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη άδεια, κι’ άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριεςνύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι’ οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)

Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.

Μ π ο λ ι β ά ρ ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου, μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι’ ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι’ εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι’ έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

Μ π ο λ ι β ά ρ ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι, και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς, και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι’ είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι’ ο αητός.

Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι, κι’ αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι’ οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει η μέρα, κι’ οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δέντρα κουρνιάζουν τα κοράκια.

Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει - τι φριχτή αγωνία - ύστερα από μια νύχτα δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι’ έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες !
Αυτός ο Μπολιβάρ !

Μ π ο λ ι β ά ρ ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω - έτσι είτανε, λεν, ο Μπολιβάρ - και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς.
Το φως το δικό σου,
Μ π ο λ ι β ά ρ, γιατί ως νάρθης η Νότια Αμερική ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος,
που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη !
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μ π ο λ ι β ά ρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί, σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε, κι’ άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι’ αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι’ ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα λεωφορεία με τους πληγωμένους.


Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, να, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι : έργο και δόξα του Χορμοβίτη, του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί !
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια, καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα, τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας !
Βρας, αλβανιστί φωτιά : Μ π ο λ ι β ά ρ !

Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι’ άναφτε,
Είταν κι’ ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωποστα νέφη,
Κι’ είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου δρόμος, λυτρώσεως πύλη.

Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μ π ο λ ι β ά ρ,
Πόσα "ντολάπια" και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι, ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι, και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι’ οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν, σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι’ οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα, μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω το περίφημο εκείνο "Χ α ί ρ ε
π α ρ ο δ ί τ α".)

Κι’ εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ δεν εφοβήθηκε, δε "σκιάχτηκε" που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια αφάντα- στη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη : τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γ ι’ α υ τ ό ν α μ ό ν ο,
Κι’ όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι’ εχθρός, ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος κι’ εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)

Κι’ αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ ! που σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.

επίκλησις

Μ π ο λ ι β ά ρ ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου - που τόσο άδικα τον σφάξαν - και του Πασβαντζόγλου αδελφός,

Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γιος σου.

ΧΟΡΟΣ

σ τ ρ ο φ ή

(entrée de guitares)

Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.


αντιστροφή

(the love of liberty brought us here)

τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες κι’ ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ως εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι :
L i b e r t a d

επωδός

(χορός ελευθεροτεκτόνων)

Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazon,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazon,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
corazon,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
corazon,
Ας στηθεί ο φαλλός και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazon,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
corazon,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
corazon.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την καταδάφιση του μνημείου.

ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ
(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές, που παίζουν μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά, λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane)

Σ τ ρ α τ η γ έ
τ ι ζ η τ ο ύ σ ε ς σ τ η Λ ά ρ ι σ α
σ υ
έ ν α ς
Υ δ ρ α ί ο ς;

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.