Print this page

Ναπολέων Λαπαθιώτης: Έβαλε τέλος στη ζωή του σαν σήμερα 7 Γενάρη 1944

January 07, 2022 500

 

Ποιητής, που άκμασε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1888 στην Αθήνα. Ήταν γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη (1852-1942), αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του αντιστρατήγου και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε κανονικά, χωρίς ν’ ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου.

Την ίδια χρονιά κι ενώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων δημοσίευσε στο περιοδικό «Νουμάς» το ποίημα «Έκσταση». Δεν ήταν το πρώτο του έργο, καθώς το 1901 σε ηλικία δεκατριών είχε γράψει το έμμετρο δράμα «Νέρων ο Τύραννος». Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ», στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα «Εσπερινή» και το περιοδικό «Ελλάς» του Σ. Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και τον Άγγελο Σικελιανό.


Με τη στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού
Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά «Δάφνη» και «Ανεμώνη» (1909-1910), την εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (από το 1924), το περιοδικό «Η Διάπλασις των παίδων» (1925), το περιοδικό «Μπουκέττο» (1931), με τη «Νέα Εστία», όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου, την «Πνευματική Ζωή» (1938) και τα «Νεοελληνικά γράμματα» (1940). Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε εν ζωή ήταν «Τα πρώτα ποιήματα» (1939).
Ο Λαπαθιώτης ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση με σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού, με πρότυπο τον Όσκαρ Ουάιλντ. Δημοσίευσε μανιφέστα για τον αισθητισμό και προσπάθησε να αντιδράσει στο ασφυκτικά συντηρητικό κλίμα της εποχής του, με τολμηρούς στίχους και προκλητικές εμφανίσεις. Η θλίψη που χαρακτήριζε τη ζωή του τον οδήγησε στα τελευταία χρόνια του σε συμβολιστικές επιλογές, με έντονα μελαγχολικό τόνο και σταθερή πάντα την επιμελημένη μορφή των ποιημάτων του. Ο Λαπαθιώτης ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα («Νέρων ο τύραννος», «Η τιμή της συζύγου», «Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα»).

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και το 1917 συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας μαζί με τον πατέρα του, που είχε αναλάβει την οργάνωσή του. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και πέντε χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή.

Ο κομμουνιστής Λαπαθιώτης

Το 1999 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα το βιβλίο του σκηνοθέτη-συγγραφέα Τάκη Σπετσιώτη «Χαίρε Ναπολέων», δοκίμιο για την τέχνη του Ν. Λαπαθιώτη. Σε συνομιλία του με τον ποιητή Γιώργο Κακουλίδη (δημοσιεύτηκε στη στήλη του Γ.Κ. στον Ριζοσπάστη, στις 11/5/2000) ο Τ. Σπετσιώτης μεταξύ άλλων θα πει:

«Ο Λαπαθιώτης ανήκε σε μια αστική τάξη, που δεν είχε βαθιά παράδοση στην Ελλάδα. Καθώς στη χώρα μας δεν υπήρχε βιομηχανική επανάσταση και γνήσια αστική τάξη, αλλά μόνο εισαγωγή της ψυχολογίας του αστισμού, ακόμη και τα λίγα τζάκια στα οποία ανήκε η οικογένειά του, μαϊμούδιζαν τους Ευρωπαίους, Γάλλους και Ιταλούς. Το γούστο αυτής της τάξης τον απωθούσε, γι’ αυτό και λαϊκοποίησε την ποίησή του.»

«Ο Λαπαθιώτης ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία τη δεκαετία του ’20. Ο Τάσος Βουρνάς αναφέρει ότι από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου ο ποιητής παρακολουθούσε ανοιχτά συγκεντρώσεις «παράνομων». Στα 1929 διαπληκτίστηκε με τον λόγιο φίλο του Χαρίλαο Παπαντωνίου για μια φράση του «επιπολαία και ανευλαβή προς την κομμουνιστική ιδεολογία», όπως αναφέρει σε επιστολή του στο περιοδικό Μπουκέτο. Συνεργάστηκε με τον παράνομο «Ριζοσπάστη»: «Ο κομμουνισμός είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της απομένει παρά η επιστροφή στο σκοτάδι και την αποκτήνωση». Στα 1932 δημοσίευσε στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι το πεζό ποίημα «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου».

Πέρα απ’ όλα αυτά, ο Λαπαθιώτης έζησε με λαϊκό κόσμο, ανθρώπους της εργατικής τάξης και της βιοπάλης, σε όλη του τη ζωή, στις περιπλανήσεις του στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου, σύμφωνα με τον Γιώργο Τσουκαλά, «άφηνε στη μέση τη συζήτηση που είχε μ’ έναν λόγιο φίλο του και γυρνούσε στον Μενιδιάτη φίλο του, ρωτώντας τον για τα αμπέλια και τα πρόβατά του». Στην Κατοχή, ο Λαπαθιώτης φιλοξένησε πολλούς του ΕΛΑΣ στο σπίτι του, και στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων έδωσε τα όπλα του πατέρα του, του στρατηγού.»

Κλείνοντας αυτή τη μικρή αναφορά μας στον ποιητή, μεταφέρουμε το “Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου” (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι, τον Φλεβάρη του 1932, πηγή: ΑΣΚΙ):

Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου

…Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι –ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης– οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι –και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μηγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…

***

Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δόσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής —με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…

***

Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές —και φτάνουν, όλο φτάνουν, όλο φτάνουν — σέρνοντας τις θολές τους τις καρδιές, με την ακατάλυτη στοργή, και με τ’ ανεξερεύνητα τα μίση— για να σε μάθουν πράματα μεγάλα—πράματα μεγάλα κι’ αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις…

***

Έρχονται τώρα, με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε πατήσουν με τ’ αγροίκα πόδια τους, να σε ποδοκυλίσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι —να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, με το θυμό που σπάνε τ’ αποστήματα —να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα— να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή…

***

Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι —κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι— που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα— πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…

***

Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους, γιατί πει­νούσαν και διψούσανε γι’ αγάπη —και συ τους πότιζες, δεν ξαίρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή…

***

Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό πού κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό· γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσκοβολήσουν τα ρόδα· γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά τους όψη! Τότε κι’ η Στοργή θα κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους…

***

Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύριστα, για πάντα, και τα κλαμένα βλέφαρα στεγνώσουν, και γίνουν ιλαρά τα μάτια πάλι— τότε μονάχα θα ξανακουστεί, μεσ’ απ’ τα μαύρα βάθη της αβύσσου, χαρμόσυνη, λαμπρή κι’ αγγελική, μια φοβερή κι απέραντη φωνή —φωνή της μακρυνής κι’ ακατανόητης, τώρα, Σοφίας τής Δημιουργίας…

Έχοντας εξανεμίσει την οικογενειακή περιουσία και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια (στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, κάτω από το λόφο του Στρέφη). Η κηδεία του έγινε τέσσερεις ημέρες αργότερα με έρανο των φίλων του.

 

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.