Ο ποιητής, δραματουργός, μυθιστοριογράφος και κριτικός Όσκαρ (Φίνγκαλ Ο' Φλάιερτι Γουίλς) Ουάιλντ [Oscar Wilde] γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου του 1854 στο Δουβλίνο.Μια ποιητική μορφή που προηγήθηκε της εποχής του. Ο συγγραφέας του «Ντόριαν Γκρέι» και ένθερμος φιλέλληνας, κατέληξε στη φυλακή λόγω της ομοφυλοφιλίας του, για να καταλήξει παρίας και αποσυνάγωγος.

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1878 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Λονδίνο. Εστέτ εκ χαρακτήρος, αφιέρωσε τη ζωή του στην αναζήτηση του ωραίου και του παράδοξου. Γρήγορα γνώρισε τον θαυμασμό της λονδρέζικης αριστοκρατίας, που τον παρακολουθούσε και τον μιμούταν ως πρότυπο. Όλοι επαναλάμβαναν τις πνευματώδης φράσεις του, αγόραζαν πολύτιμες πέτρες και κοιτούσαν με υπεροψία τη ζωή, όμοια μ' αυτόν. Η λογοτεχνική του δόξα έφτασε στο αποκορύφωμα το 1891 με το μοναδικό του μυθιστόρημα «Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι».

Αν και ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, η προσωπική ζωή του Όσκαρ Ουάιλντ ήταν ανοιχτή σε κουτσομπολιά. Το 1895 κατηγορήθηκε για ομοφυλοφιλία, για τις στενές σχέσεις του με τον νεαρό ομότεχνό του Άλφρεντ Ντάγκλας και οδηγήθηκε στο δικαστήριο, όπου καταδικάσθηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικών έργων (στη Βικτωριανή Αγγλία η ομοφυλοφιλία ήταν ποινικό αδίκημα). Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του έγραψε τον δραματικό αυτοβιογραφικό μονόλογο «De Profundis» (Εκ Βαθέων), με παραλήπτη την «πέτρα του σκανδάλου», τον Άλφρεντ Ντάγκλας.

Φιλελληνισμός Από το κελί του στη φυλακή του Ρέντινγκ, ο Ουάιλντ εξομολογείται στον φίλο του Φρανκ Χάρις που έχει έρθει να το επισκεφτεί: «Είμαι ένας Έλληνας σε λάθος εποχή». Ξέρουμε ότι ήταν ένας από τους καλύτερους ελληνιστές της γενιάς του. Στο κάτω-κάτω, είχε γεννηθεί στον αρ. 21 της Westland Row, ακριβώς απέναντι από ένα από τα ωραιότερα ελληνικά αναγεννησιακά κτίρια του Δουβλίνου, τη δωρική εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Επιπλέον, η μητέρα του διάβαζε μεγαλοφώνως Αισχύλο στα Αρχαία Ελληνικά, κι ο πατέρας του ήταν ελληνολάτρης, έχοντας μάλιστα επισκεφθεί τον τόπο. Στα 12 του, απαγγέλλει ολόκληρα αποσπάσματα από τα έπη του Ομήρου. Για τον Όσκαρ, πέρα από το σνομπισμό, η ελληνική γλώσσα «έτρεχε στις φλέβες του». Στα 12 του, απαγγέλλει ολόκληρα αποσπάσματα από τα έπη του Ομήρου. Οι επιδόσεις του ως μαθητής στο Βασιλικό Σχολείο Portora είναι εξαιρετικές και οι μεταφράσεις του σε κείμενα του Θουκυδίδη και του Πλάτωνα θα μείνουν αξέχαστες. Κερδίζει το ένα βραβείο μετά το άλλο και γράφει κωμικά ποιήματα στην αττική διάλεκτο. Για κάποιο μυστήριο λόγο, το δοκίμιό του Ελληνισμός παραμένει ανέκδοτο, ενώ οι Γυναίκες του Ομήρου μόλις πρόσφατα κυκλοφόρησαν στο Λονδίνο. Από κει και μετά, ο ελληνικός πολιτισμός είναι ένα νήμα που διατρέχει τα περισσότερα γραπτά του, με τη μορφή αναφοράς ή υπαινιγμού. Είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται η ταυτότητά του ως αισθητιστή, κριτικού και συγγραφέα. «Σε τελική ανάλυση, θα πει, ποιο είναι το κυριότερο χρέος μας στους Έλληνες; Το κριτικό πνεύμα, απλούστατα. Και το πνεύμα αυτό, που το άσκησαν επίσης και σε ζητήματα επιστήμης και θρησκείας, ηθικής και μεταφυσικής, πολιτικής και παιδείας, το άσκησαν επίσης και σε ζητήματα τέχνης. Μας άφησαν το τελειότερο, ως τώρα, σύστημα κριτικής πάνω σε δύο υπέρτατες και ευγενέστατες τέχνες: τη Ζωή και τη Λογοτεχνία».

Η αυλαία της τραγικής ζωής του έπεσε στις 30 Νοεμβρίου του 1900, σ' ένα φθηνό ξενοδοχείο του Παρισιού.