Print this page

Νίκος Καββαδίας: «Πάντα πήγαινα αριστερά το τιμόνι …» - Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1910 (BINTEO)

January 11, 2023 290

Ο λογοτέχνης Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας. Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε τη ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών – εξαγωγών. Η μητέρα του, Δωροθέα, ήταν κεφαλλονίτικης καταγωγής. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του επέστρεψε στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο.

Το 1928 δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και αναγκάζεται να δουλέψει. Για μερικούς μήνες εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, και τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.

Το πνεύμα της αγάπης και της αλληλεγγύης είναι φανερό στο ποίημα «Αγαπάω», που το έγραψε σε ηλικία 19 ετών.

Αγαπάω τ’ ό,τι είνε θλιμμένο στον κόσμο
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους,
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρυνή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότην που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανή απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα’ ρθουν πίσω
αγαπάω, και θα’ θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω τις κλαμμένες ωραίες γυναίκες
που κυττάνε μακριά, που κυττάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτον τον κόσμο – ό,τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα.

Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με την πατρίδα τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Μαραμπού και εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ. Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού Ο Κύκλος, με έξοδα του ίδιου.

Το 1939 παίρνει το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ακολουθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, πηγαίνει στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μένει ξέμπαρκος στην Αθήνα. Ξαναμπαρκάρει το 1944 και ταξιδεύει αδιάκοπα ως ασυρματιστής σ’ όλο τον κόσμο.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ με σημαντική δραστηριότητα. Η αδελφή του και ο Σταμάτης Καββαδίας, δικηγόρος και καθοδηγητής στην Κατοχή δηλώνουν ότι πολέμησε στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και ότι αρχικά δραστηριοποιήθηκε στο ΕΑΜ Ναυτικών και στη συνέχεια στο ΕΑΜ Λογοτεχνών – Ποιητών. Υπάρχουν όμως και ερευνητές που αμφισβητούν την οργάνωση του στο ΚΚΕ.

Μέσω του ΕΑΜ Λογοτεχνών γνωρίστηκε με πολλούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Το 1943 έγινε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών. Σε αυτή την περίοδο αρχίζει τα γράφει τα αντιστασιακά του ποιήματα, τα οποία έχουν καθαρά πολιτικό περιεχόμενο.

«Αθήνα 1943» είναι το πρώτο που το δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός στο περιοδικό «Πρωτοπόροι» το Δεκέμβρη του 1943:

Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές
τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
Αγέρας πνέει βορεινός απ’ τις κορφές
κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.
Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους «εν κινδύνω»
ως τις εφτά που θ’ ακουστεί « Σιστάς Μοσκβά»
και στις οχτώ ( βάλ’ το σιγά) « Εδώ Λονδίνο».

Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ’ την Κριμαία.
Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι γερμανοί
κάτου από μαύρη, κακορίζικη σημαία.

Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ’ ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.

Το πολιτικό κλίμα όμως μετά το Δεκέμβρη του 1944 και την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας είναι πολύ βαρύ. Οι αγωνιστές της Αντίστασης και οι προοδευτικοί άνθρωποι διώκονται, φυλακίζονται, εξορίζονται και ένα κλίμα ανελέητης τρομοκρατίας προκαλεί συνεχώς θύματα.

Μέσα σε αυτή τη μαύρη και αποπνικτική ατμόσφαιρα ο Νίκος Καββαδίας δημοσιεύει στο φύλλο 3 των Ελευθέρων Γραμμάτων το ποίημα Federico Garcia Lorca.

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και στο βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ’ αχαμνά του.

Του ταύρου ο Πικάσσο ρουθούνιζε βαριά
και στα καράβια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο – πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά – ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλει.

Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.

Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μάς φέρναν από πίσω
κ’ ίσα έν’ αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μεσ’ απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά.

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημο αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.



Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του Πούσι κι επανεκδίδεται, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, το εξαντλημένο Μαραμπού από τον Θανάση Καραβία, ο οποίος το Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και τη Βάρδια, το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία.

Πριν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 δίνει μια συνέντευξη στην Πανσπουδαστική. Οι Μάκης Ρηγάτος και Γιάννης Καούνης, μέλη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, τον επισκέπτονται και συζητούν κυρίως για πολιτική. Ο ποιητής έγραψε το ποίημα «Σπουδαστές» και τους το αφιέρωσε.

Σας είδα κάτου από την πύρινη βροχή
με τα πλακάτ και τα σκουτιά τα ματωμένα
εσάς που κάματε τη δύσκολην αρχή
κείνα τα χρόνια τα βαριά τα κολασμένα

Σήμερα βλέπω τα δικά σας τα παιδιά
σμάρι πηχτό μες στου πελάγου τη [σπι]λιάδα.
Πάντα κατάντικρα στην κάθε αναποδιά
και σ’ όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα.

Το 1972 ο Καββαδίας έγραψε το ποίημά του Guevara. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1975 στο «Θούριο» όργανο του «Ρήγα Φεραίου», νεολαίας του ΚΚΕεσωτ. Το είχε δώσει ο ίδιος ο Καββαδίας.

Μετά το θάνατο του, τον Απρίλιο του 1975 κυκλοφορεί η τελευταία του ποιητική συλλογή το Τραμβέρσο, στην οποία περιέχεται το ποίημα Guevara.

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: « Καμάρι μου, κοιμήσου».
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας , σύννεφο η μαύρη ακρίδα,
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Πού μ’ είδες και πού σ’ είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός και ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το’ λεγε ποιος το’ λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ’ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ’ ανοιχτά.
Στ’ όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ’ τα χείλη σου που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

Τ’ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί, ( Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ’ ένα αλώνι.)
απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολιβάρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει ,
μ’ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο Φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.

Ο Καββαδίας ήταν κομματικά ανένταχτος αν και τον διεκδίκησαν τα κόμματα. Ήταν όμως συνειδητοποιημένος και έντονα πολιτικοποιημένος.

Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας ήταν ουμανιστής. Η ανθρωπιά του τον οδήγησε στην Αριστερά και όπως γράφει ο Ανδρέας Καραντώνης είναι ο ποιητής που πλάτυνε το Εγώ του και χώρεσε μέσα του το διπλανό του.



Από το τελευταίο ταξίδι του επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη. Πέθανε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο Τραβέρσο, κάτι που δεν έγινε…

Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.

Τρία χρόνια μετά το θάνατό του, κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο Σταυρός του Νότου. Μέσω αυτών των τραγουδιών, και άλλων που ακολούθησαν, ο Νίκος Καββαδίας έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.

Ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία αφιερωμένο στη Μέλπω Αξιώτη

Αναδημοσιεύουμε ένα όχι πολύ γνωστό ποίημα του Νίκου Καββαδία  -δεν συμπεριλαμβάνεται στις πολυδιαβασμένες συλλογές του Μαραμπού (1933), Πούσι (1947) και Τραβέρσο (1975)- αφιερωμένο από τον ποιητή στη Μέλπω Αξιώτη. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 14 – 10 Αυγούστου 1945), και συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία «Τραγούδια της Αντίστασης» που επιμελήθηκε η Φούλα Χατζηδάκη και κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1951 από το «Εκδοτικό Νέα Ελλάδα». Βρίσκεται στο βιβλίο «ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (φιλολογική επιμέλεια ΜΑΙΡΗ ΜΙΚΕ), που κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.      

 ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

                                             Στη Μέλπω Αξιώτη

Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβηούν κι εκείνα.
Θάλασσα τρώει το βράχο απ” όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ” αγαπάς: Κόκκινη Κίνα.

Γιομάτα παν τα Ιταλικά στην Ερυθρά.
Πουλιά σε αντιπερισπασμό- Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.

Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barrio Chino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα-Ισπανία και Πασσιονάρια.

Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ” άρματα ζώνεσαι μ” αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
Οι κρεμασμένοι στα δεντρά , μπαίγνιο του ανέμου.

Κι απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

kavvadias

 ΠΗΓΗ: e-prologos.gr

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.