«Η δίκη αυτή είναι μια, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, καινούργια έκδοση της προηγούμενης δίκης, έκδοση όμως βελτιωμένη και, οφείλει να ομολογήσει κανείς, επιτελικά οργανωμένη. Ένας κατηγορούμενος και όχι μόνον κατηγορούμενος θα είχε να κάνει μερικές παρατηρήσεις πάνω στη δίκη αυτή. Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι οργανώθηκε βιαστικά και δεν δόθηκε καιρός να δούμε τους δικηγόρους μας που μας επισκέπτονταν με το δελτίο στην Ασφάλεια, ο ένας πίσω από τον άλλο. Ακόμα, ούτε να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα στοιχεία δεν μας δόθηκε καιρός, τα οποία θα μας έδιναν τη δυνατότητα να αντικρούσουμε τους μάρτυρες κατηγορίας. Η σπουδή αυτή είναι τελείως ανεξήγητη, εκτός αν πιστέψει κανείς σ’ αυτά που γράφει ο Παπανδρέου στο προηγούμενο φύλλο της «Ελλάδος», ότι χρειάστηκε ξένη θέληση για να γίνει η δίκη. Μια άλλη παρατήρηση που έχει να κάνει ένας κατηγορούμενος είναι η καταθλιπτική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία διοργανώθηκε και διεξάγεται η δίκη, όχι από την πλευρά του δικαστηρίου, αλλά από το γεγονός ότι και η προανάκριση άλλα και η τακτική ανάκριση έγιναν μέσα από τα απομονωτήρια της Ασφάλειας. Και από το γεγονός άτι ακόμα κρατούνται εκεί οι κατηγορούμενοι και από τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρονται εδώ, που είναι πολύ θεαματικός και τρομοκρατικός. Η σύνθεση του ακροατηρίου έκανε και τις εφημερίδες ακόμα να διαμαρτύρονται. Όλα αυτά πολλούς κατηγορουμένους τους εμποδίζουν να έχουν και ελευθερία βούλησης και σκέψης ακόμα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Άσε τους άλλους και μίλα για τον εαυτό σου. Οι άλλοι δεν παραπονέθηκαν για τέτοια πράγματα.

ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Αφορά και εμέ, κ. πρόεδρε. Έπειτα άλλη παρατήρηση είναι μια απογοήτευση που ένιωσαν πολλοί που περίμεναν τίποτα τρομερές και φοβερές αποκαλύψεις από τη δίκη αυτή και από τον θόρυβο που έγινε και τελικά επαλήθευσε το ρητό ότι «ώδινεν όρος και έτεκε μυν». Η αυτή απογοήτευση εκδηλώνεται και στον ίδιο τον Τύπο, ο οποίος άρχισε να λέει ότι «απεκρύβησαν» διάφορα σήματα, ότι «δεν ανεκοινώθησαν» κ.λπ. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει να γίνονται μια σειρά διαψεύσεις ότι τα κείμενα αφορούν την ασφάλεια του κράτους, κατόπιν μια άλλη διάψευση ότι δεν υπάρχουν άλλα κείμενα. Εννοείται ότι ο Τύπος επιμένει ότι υπάρχουν και άλλα, ακόμα και χθες. Αυτό δεν αποδεικνύει ότι αποκρύφτηκαν σήματα, κάνει όμως τον καθένα να υποθέσει ότι πρόκειται για μαγειρείο σημάτων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κάτω από τέτοια τρομοκρατία βρίσκεσαι ώστε μπορείς και παρακολουθείς αυθημερόν όλον τον Τύπον.

ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: Από 4 ημερών τον παρακολουθώ. Εγώ δεν τρομοκρατούμαι και δεν μπορώ να πω ότι βρίσκομαι κάτω από τρομοκρατία. Άλλη παρατήρηση είναι μια πρωτοφανής ατμόσφαιρα προκατάληψης κυριότατα από τους μάρτυρες κατηγορίας και ειδικά η σύνθεση των μαρτύρων κατηγορίας. Οι μάρτυρες κατηγορίας είναι σχεδόν όλοι οι από 25ετίας διώκτες μας, όλοι οι διώκτες του κομμουνισμού και νομίζει κανείς ότι ήλθαν εδώ πέρα να ξοφλήσουν όλους τους λογαριασμούς τους, όχι όμως με τρόπο καλόπιστο και ειλικρινή. Άλλο παράδειγμα είναι η διαπίστωση που έγινε από την περίφημη Τρίτη Συνδιάσκεψη ιδίως το σχετικό απόσπασμα για το οποίο έγινε τόσος θόρυβος.

Ο πατριωτισμός κομμάτων και ατόμων

Νομίζω ότι υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε αυτά που κατατέθηκαν εδώ και στο νόημα της διακήρυξης αυτής, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς ή όχι με το πνεύμα της και με το νόημά της. Επίσης κατατέθηκε εδώ πέρα ότι κάθε κομμουνιστής είναι κατάσκοπος, ότι οι κομμουνιστές δεν είναι Έλληνες, ότι το ΚΚΕ δεν είναι ελληνικό. Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος δεν κρίνεται από τα λόγια, σε περιόδους μάλιστα που έχουν στον ανώτατο βαθμό οξυνθεί τα πολιτικά πάθη στο εσωτερικό μιας χώρας. Όπως συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας και όταν ιδίως ο κοινωνικός και ταξικός αγώνας έχει φτάσει σε τέτοιο οξύτατο σημείο, τότε δεν μπορεί κανείς να κρίνει τον πατριωτισμό ενός κόμματος, είτε και των ατόμων ακόμα, από τις συκοφαντίες και τις υπερβολές. Στην περίπτωση αυτή θα σας πω τη φράση που είπε ένας πολυεκατομμυριούχος Αμερικανός, ο Βαντερμπίλντ, στο δικαστήριο όταν τον δίκασαν γιατί πλήρωσε μερικές δεκάδες χιλιάδες δολάρια για να απελευθερωθούν μερικοί κομμουνιστές. Είπε «σε τέτοιες στιγμές το δικαστήριο μπορεί να δείξει κατανόηση και σε ένα ρεμάλι, όμως για όλους όσους έχουν αντίθετη ιδεολογία τους χαρακτηρίζουν σαν προδότες». Και στη χώρα μας υπάρχει τέτοιο παράδειγμα, αν πάμε λίγα χρόνια πίσω. Το 1915-1917 που υπήρχε εδώ όξυνση πολιτικών παθών και στην περίοδο αυτή και τον ίδιο το Μεταξά και τον Κωνσταντίνο τους κατηγόρησαν για κατασκόπους των Γερμανών.

Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος ή και ατόμων ακόμα κρίνεται όταν κινδυνεύουν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και ακεραιότητα της πατρίδας μας. Εκεί βρίσκεται η λυδία λίθος, αυτό είναι το κριτήριο για τον πατριωτισμό ενός κόμματος. Και αν θελήσει κανείς με τέτοια κριτήρια να κρίνει το ΚΚΕ, θα δει ότι δεν είναι κόμμα προδοτικό αλλά αντίθετα είναι καθαρά ελληνικό και πατριωτικό. Και υπάρχει τέτοιο παράδειγμα. Όταν κινδύνευσαν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και η ακεραιότητα της πατρίδας μας από την επίθεση του Μουσολίνι, ο Ζαχαριάδης μέσα από τη φυλακή έγραψε εκείνο το περίφημο γράμμα του που καλούσε όλους τους Έλληνες να μετατρέψουν κάθε γιοφύρι και χωριό σε κάστρο του απελευθερωτικού αγώνα. Και ο ίδιος ο Μεταξάς αναγκάστηκε να το δημοσιεύσει στις εφημερίδες και να το μεταδώσει και στο μέτωπο ακόμα αυτή την εποχή. Και εδώ πρέπει να δούμε και ένα άλλο σημείο. Ότι το ΚΚΕ δεν έκανε καμιά υποχώρηση και στην τότε διεθνή κατάσταση. Τότε η Σοβιετική Ένωση είχε κάνει σύμφωνο με τη Γερμανία γιατί δεν ήθελε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό άλλων και ήθελε να προετοιμαστεί καλύτερα για τη σύγκρουση που επερχόταν. Θα μπορούσε να νομίσει κανείς ότι αλλιώς θα αντιμετωπιστούν από το Ζαχαριάδη τα πράγματα. Δεν έγινε όμως αυτό.

Αγάπη προς την Ελλάδα

Όταν η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Γερμανο-Ιταλο-Βουλγάρους φασίστες, εμείς πολεμήσαμε νομίζω και με το παραπάνω στην περίοδο αυτή και όχι μόνο τους Γερμανο-Ιταλούς φασίστες. Εμείς πολεμήσαμε και τους Βουλγάρους φασίστες, πρώτα πρώτα με το όπλο σε Μακεδονία και Θράκη και έχουμε ένα σωρό θύματα εκτελεσμένων. Ενώ αντίθετα μπορεί κανείς να κάνει μια άλλη παρατήρηση: τον Φίλοφ που ήταν Πρωθυπουργός όταν έγινε η εισβολή στην Ελλάδα, τον είχαν ανακηρύξει εδώ επίτιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου. Εκτός απ’ αυτό όταν οι Γερμανοί φασίστες έδωσαν άδεια στους Βουλγάρους φασίστες να κατεβούν στη Θεσσαλονίκη, την ίδια αυτή περίοδο εμείς οργανώσαμε τη μεγάλη διαδήλωση, ποιος δεν τη θυμάται, που τελικά ματαίωσε την κάθοδο των Βουλγάρων φασιστών στη Δυτική Μακεδονία.

Θα σας φέρω και ατομική περίπτωση, παρ’ όλο που δεν χρειάζεται να περιαυτολογεί κανείς πάντοτε και παντού. Ανεξάρτητα από το ότι εδώ παρουσιάζονται πολλοί κατηγορούμενοι να έχουν θύματα στην περίοδο αυτή, ο Λαζαρίδης, ο Καλοφωλιάς, τους ίδιους τους δικούς τους και ανεξάρτητα από το ότι και το δικό μου σπίτι έπαθε και ανεξάρτητα από το ότι και εγώ ο ίδιος σύρθηκα στα γερμανο-ιταλικά στρατόπεδα στον καιρό της Κατοχής, τον Απρίλη του 1944 στη Λακωνία, τότε που ήταν η περίοδος που οι σύμμαχοι ετοίμαζαν την απόβαση στη Δυτική Ευρώπη, το δεύτερο μέτωπο, για να παραπλανηθούν οι Γερμανοί, εδώ πέρα το Στρατηγείο της Μ. Ανατολής έδωσε εντολή στον ΕΛΑΣ να αρχίσει έντονη δράση κατά των Γερμανών, με σκοπό ακριβώς αυτοί να παραπλανηθούν. Και πραγματικά άρχισε αυτή η δράση. Οι Γερμανοί νόμισαν ότι μπορεί κάτι να συμβεί εδώ πέρα και άρχισαν να παίρνουν μέτρα και ειδικότερα στη Νότια Πελοπόννησο πιο πολύ.

Εκείνη την περίοδο ακριβώς στη Λακωνία πήρα μια πληροφορία ότι θα περάσει ένας Γερμανός στρατηγός με το επιτελείο του και ένα τμήμα γερμανικό για να επιθεωρήσει τα έργα που γίνονταν στη Νότια Πελοπόννησο και με ρώτησαν οι Άγγλοι τι θα κάνουμε, θα τους χτυπήσουμε ή όχι. Και η ερώτηση αυτή είχε το νόημά της, γιατί ένα Γερμανό στρατηγό θα τον πληρώναμε πολύ ακριβά. Είχαν προηγηθεί άλλες περιπτώσεις. Στο Κούρνοβο ανατινάχτηκε μια αμαξοστοιχία και εκτελέστηκαν 120 στελέχη του ΚΚΕ που είχαν κάνει και στην Ακροναυπλία. Σε τέτοιες στιγμές δεν χωρούν δισταγμοί και αδίσταχτα είπα, χτυπήστε τους. Πέρασαν, δεν έχω ακριβώς την εφημερίδα και ξεχνώ το όνομα του στρατηγού, τον χτύπησαν, σκοτώθηκαν ο Γερμανός, το επιτελείο του και αρκετοί φαντάροι. Για αντίποινα οι Γερμανοί τουφέκισαν 200 στελέχη του κόμματος στο σκοπευτήριο της Καισαριανής από το Χαϊδάρι. Επίσης την ίδια ακριβώς περίοδο ανακοίνωσαν: «Ως αντίποινα διά την δολοφονίαν δυο Γερμανών Αξ/κών διαπραχθείσαν την 25 Απριλίου 1944 ανάνδρως εξ ενέδρας, διέταξα τον τυφεκισμόν 110 κομμουνιστών επί τόπου και την ριζικήν καταστροφήν του χωρίου Κυριακή. Ο Ανώτατος Αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Αστυνομίας Ελλάδος», δηλαδή ο περιβόητος Σιμάνα.

Σχεδιάγραμμα από την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, όπως δημοσιεύθηκε στον Τύπο της εποχής.

Αυτή ήταν η δική μας δράση. Και αυτές τις εκατόμβες προσφέραμε. Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα, με την καρδιά μας και με το αίμα μας. Άλλο είναι τα λόγια και άλλο οι πράξεις, διότι αυτά τα γεγονότα νομίζω ότι μπορούν να κολλήσουν κάθε συκοφάντη στον τοίχο. Θα σας αναφέρω και άλλο στοιχείο. Αν διαβάσετε το κείμενο της απόφασης της 2ης ολομέλειας του Οκτώβρη του 1951, θα δείτε ότι είναι ένα κείμενο καθαρά πατριωτικό. Ένα δεύτερο κριτήριο για το εάν είμαστε προδότες είναι αυτό: αν είμασταν προδότες στο τέλος δεν θα είχαμε καμιά επιρροή στον λαό και θα παύαμε να υπάρχουμε σαν κόμμα και σαν οργάνωση ενώ το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Παρ’ όλους τους διωγμούς και τις εκατόμβες δεν σταματάει η επιρροή μας, αντίθετα, πολιτικά τουλάχιστον, μεγαλώνει.

Έπειτα υπάρχει και μια άλλη περίπτωση, το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι ανήκουν σε άλλες παρατάξεις και κόμματα, δέχονται να συνεργαστούν σε διάφορες δουλειές και υποθέσεις μαζί μας. Αυτό εν πάση περιπτώσει αποδείχνει ότι και αυτοί δεν πιστεύουν στη γνώμη ότι είμαστε προδότες. Εγώ θα σας πω μερικές περιπτώσεις en passant.

Γνωστότατος Αθηναίος και στέλεχος του Ελληνικού Συναγερμού είχε και έχει ακόμα σχέσεις οικονομικές και δοσοληψίες σοβαρές με την εδώ καθοδήγηση του ΚΚΕ. Επίσης ανώτατος οικονομικός παράγοντας του τόπου, γνωστότατος και «ακράτου εθνικοφροσύνης» είχε έλθει επανειλημμένα σε επαφή μαζί μας για μια σειρά δουλειές. Άλλη περίπτωση. Στέλεχος εθνικόφρονος κόμματος μας έδωσε πέρσι μια έκθεση εμπιστευτική του Μάινορ της Αμερικάνικης Πρεσβείας προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στην οποία αναφερόταν ότι όλα τα κόμματα είναι ανίκανα και διεφθαρμένα, για να δημοσιευθεί. Κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, αυτό δεν μπορούσε να γίνει παρά με τη συναίνεση της Αμερικάνικης Πρεσβείας. Δεν αναφέρω τέτοια παραδείγματα άλλα, διότι δεν έχουν αξία εάν δεν αναφερθούν ονόματα, όχι που δεν μπορεί κανείς να βρει. Πάντως όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν μας πιστεύουν για προδότες.

Η δεύτερη δίκη

Ένα άλλο χαρακτηριστικό γεγονός είναι το ότι δεν μας δικάζουνε για μια υπόθεση για την οποία ουσιαστικά έχουμε ξαναδικαστεί. Στην προηγούμενη δίκη για περίπου 20 κατηγορουμένους μοναδική κατηγορία ήταν ότι έδιναν πληροφορίες, ότι ήταν μια ομάδα πληροφοριών οι Κανελλόπουλος, Παπαγεωργίου, ο περίφημος Βιστάκης, ο ιδιαίτερος του Τσουδερού, ένας άλλος Ζερβογιάννης του υπουργείου Πληροφοριών και πολλοί άλλοι των οποίων δεν θυμάμαι τα ονόματα. Επειδή η πρώτη μέρα της δίκης δεν άφησε καλές εντυπώσεις και στο Στρατοδικείο το ίδιο, γιατί ο κυριότερος μάρτυρας της κατηγορίας δεν είχε φέρει καθόλου αποδείξεις και η δίκη εξελισσόταν σε κωμωδία, τη δεύτερη ημέρα της δίκης ο πρόεδρος του δικαστηρίου εκάλεσε ξανά τον Αγγελόπουλο να φέρει κι άλλες αποδείξεις και προσκομίστηκε ένας φάκελος με φωτοτυπίες, οι οποίες ήταν δελτία πληροφοριών και οι οποίες πρέπει να προσκομιστούν εδώ, πληροφορίες πάσης φύσεως πολιτικές, οικονομικές και ορισμένες και στρατιωτικές, ας τις ονομάσούμε έτσι. Από πού προέρχονταν;

Εδώ λέει ο Κανελλόπουλος στην κατάθεσή του ότι αυτοί ήταν μια παλιά ομάδα η οποία έδινε πληροφορίες (δεν μου το επιτρέψατε ποτέ, άλλως θα το διευκρίνιζα) και τελικά τον Αύγουστο του 1950 ο Παπαγεωργίου, που ήταν επικεφαλής αυτής της ομάδας, λέει πως ο Κανελλόπουλος προτείνει να ξαναφτιάξουν αυτή την ομάδα. Υπήρχαν αντιρρήσεις και δισταγμοί και τελικά παρουσιάζεται κάποιος άλλος ονόματι Γεωργιάδης, ο οποίος προτείνει να τον συνδέσει με το κόμμα. Ο Γεωργιάδης δεν προσκομίστηκε ούτε και στην προηγούμενη δίκη παρ’ ότι κατονομάστηκε ούτε και σ’ αυτή τη δίκη, έστω και ως μάρτυρας τουλάχιστον κατηγορίας. Ο δε Γεωργιάδης, που πρότεινε στον Κανελλόπουλο να τον συνδέσει με το κόμμα, έπαιρνε τα σημειώματα και τα φωτογράφιζε ύστερα η Ασφάλεια. Και δικάζομαι δεύτερη φορά γι’ αυτήν την υπόθεση της ομάδας για την οποία δεν φέρνω καμιά ευθύνη στο κάτω κάτω. Επίσης το πόρισμα αναφέρει ξεκάθαρα ότι αυτοί αποτελούσαν ομάδα κατασκοπείας. Ο προηγούμενος επίτροπος της άλλης δίκης στο κατηγορητήριό του το κύριο σημείο της κατηγορίας του το στήριξε σ’ αυτή την περίφημη πληροφορία, και μάλιστα έκανε υπαινιγμό όχι μόνο για ύπαρξη ασυρμάτων αλλά για το ότι πολύ σύντομα θα καθίσουν και αυτοί που έχουν τους ασυρμάτους στο σκαμνί, διότι ήταν δυο-τρεις ημέρες προτού ανακαλυφθούν οι ασύρματοι. Και όλα τα άλλα που αναφέρθηκαν εδώ, περί σχολίων κ.λπ., υπήρχαν και στην άλλη δίκη, ώστε δεν υπάρχει τίποτα το νεότερο που παρουσιάστηκε τώρα.

 

Το τελευταίο γράμμα του Μπελογιάννη από τη φυλακή