Σαν σήμερα 20 Απρίλη 1922 γεννιέται ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην καρδιά της πολιτείας, στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής. Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο Αθήνας. Στη Νομική Σχολή, που δεν την τέλειωσε.
Μαζί με άλλους της γενιάς του, άφησε τα πρώτα του γραπτά ίχνη, πάνω στους τοίχους της αδούλωτης πολιτείας, γράφοντας συνθήματα, παλεύοντας μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Την τετραετία 1948-1952, εξορίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στον Μούδρο, στον Αϊ – Στράτη και τη Μακρόνησο.
Πολλά ποιήματα του, μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται από όλο το λαό.
Παραθέτουμε το ποίημα που ξεχωρίζουμε και θεωρούμε ότι αποτελεί μια κορυφαία στιγμή δημιουργίας του
Για αυτό το έργο του ο Τ. Λειβαδίτης δικάστηκε στα 1955 (atexnos.gr)
Ήταν το 1953 που ο Τάσος Λειβαδίτης δημοσιεύει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», το «λαϊκό ανάγνωσμα» της Αριστεράς – όπως το είχαν χαρακτηρίσει – για το οποίο του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία. Το βιβλίο αργότερα κατασχέθηκε, με αιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Το 1955, ο ποιητής θα δικαστεί για το συγκεκριμένο βιβλίο και η δίκη θα αποκτήσει πανελλήνιο ενδιαφέρον. Στο εδώλιο, ο ποιητής με αξιοπρέπειαμ ανθρωπιά και συναίσθηση της πνευματικής ευθύνης διατυπώνει το σκοπό της τέχνης, πείθει το ακροατήριο και τους δικαστές και αθωώνεται.
Μια πλήρη παρουσίαση του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» έκανε ο Μάρκος Αυγέρης λίγο μετά την έκδοσή του, στις 13 Οκτωβρίου 1953 στην εφημερία «Αυγή» (Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη).
Το δεύτερο, το φετινό ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» είναι μια κραυγή ελπίδας και προσδοκίας, που ανεβαίνει μέσα από τους σημερινούς θανάτους, κραυγή νικήτρα που βγαίνει μέσα από τους σημερινούς τάφους των ηρώων και των μαρτύρων. Μέσα από την εκρηκτική ορμή του τραγουδιού και την ταραγμένη του ατμόσφαιρα ξεχωρίζει ένα θέμα: Μας παρουσιάζει μια πατριωτική γιορτή, όπου ένας λαός τραγικός βυθισμένος στη δυστυχία, παρακολουθεί την επίσημη κωμωδία των ισχυρών με τη φαμφαρόνικη ρητορεία τους. Οταν το αιμοστάλαχτο ηλιοβασίλεμα αρχίζει να πέφτει απάνω σ’ αυτούς τους μεγαλόσχημους ανθρωποφάγους, οι νεκροί των πολέμων, των καταστροφών, των σφαγμένων από τους δολοφόνους, των τουφεκισμένων από τα εκτελεστικά αποσπάσματα, σηκώνονται όλοι μαζί, προχωρούν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σε μία δική τους εφιαλτική παράτα, γεμίζουν τους δρόμους της γης, τους εργάτες και τους οικοδόμους του κόσμου και σα μια τεράστια πλημμύρα σαρώνουν όλη αυτή τη γιορταστική αγυρτεία και τα κυνικά της μεγάφωνα. Μια νέα ανθρωπότητα προχωρεί για να δημιουργήσει έναν καινούριο κόσμο ειρήνης και ευτυχίας.
Το τραγούδι ξεκινάει μ’ ένα σύμβολο, που έρχεται και ξανάρχεται σα μουσικό μοτίβο, «φυσάει». Φυσάει ο σεισμικός άνεμος, ο άνεμος της συμφοράς, φορτωμένος καταστροφή και πόλεμο, μα και ο άνεμος της οργής κι η υπόσχεση του μελλούμενου. Κι ακολουθούν εικόνες αθλιότητας, ασκήμιας, πείνας, εικόνες της καθημερινής ζωής των φτωχών και των στερημένων κι εικόνες από την επίδειξη του πλούτου και την αδιάντροπη πατριδοκαπηλεία των χορτασμένων αφεντάδων.
Μερικοί από τους πιο γνωστούς του στίχους :
- «Κι’ ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα, για να μάθεις κάποτε ποιος είσαι»
- «“Αύριο”, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ. Να ‘σαι τόσο πρόσκαιρος, και να κάνεις όνειρα τόσο αιώνια!»
- «Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή»
- «Πού είναι λοιπόν ένα χαμόγελο, να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε»
- «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει»
- «Τι να την κάνω εγώ την πραγματικότητα τους λέω – εγώ έχω τ’ όνειρο»
- «Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι. Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους»
- «Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα, σα δύο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο»
- «Τίποτα. Κοιμήσου. Εμείς τελειώσαμε. Δεν έχει δάκρυα πια. Κλαίνε όσοι στο βάθος ακόμη ελπίζουν».
- «Αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας, έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλημα: να πιστέψω στους ανθρώπους»
- «Άν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο»
- «H αμαρτία μας: ότι θελήσαμε πολλά, το έγκλημά μας: πράξαμε τόσα λίγα»
- «O ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια»
- «…και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν»
- Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις, κάποτε…
- Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.
- Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς – την πρώτη μέρα που διστάσαμε να πάρουμε μια απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι σε μιαν αναβολή. Όλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας.
- Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο ένας τον άλλον
- Κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς.
- Γι’ αυτό σου λέω πρέπει να βρεις έναν άλλο τρόπο να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους,
όχι να περιμένεις την πράξη – είναι τότε αργά. - «Δε ζούμε αληθινά παρά μόνο τη νύχτα μέσα στ’ όνειρο. Και το πρωί “καλημέρα” λες, “καλημέρα” σου λένε. Κι η σφαγή συνεχίζεται»
- Και κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα.