Print this page

Σαν σήμερα τo 1937 φεύγει από τη ζωή ο Αντόνιο Γκράμσι, εξουθενωμένος από τη φυλακή - Οι θέσεις του για την εκπαίδευση και την παιδεία

April 27, 2021 516

Ο Αντώνιο Γκράμσι (1891-1937) γεννήθηκε στην Σαρδηνία, στο χωριό Γκιλάρτσα. Η καταγωγή της οικογένειας Γκράμσι, σύμφωνα με τον Τζουζέπε Φιόρι που έγραψε την βιογραφία του Γκράμσι κάνοντας έρευνα αρχείου και συνεντεύξεις από ζώντα μέλη της οικογένεια, ήταν από την περιοχή της Ηπείρου:

«Ένας Γκράμσι ελληνοαλβανός, προπάππος μας είχε φύγει από την Ήπειρο στη διάρκεια ή μετά των λαϊκών κινημάτων του 1821 και αμέσως εξιταλίστηκε» (Φιόρι, 1977: 10).

Η οικογένεια του Αντόνιο Γκράμσι είχε μια σχετική οικονομική άνεση για την εποχή. Ο πατέρας του ήταν προϊστάμενος στο ληξιαρχείο του Σόργκονο. Στις εκλογές του 1897, ο πατέρας του Γκράμσι υποστήριξε ανοικτά έναν τοπικό πολιτευτή. Ο πολιτευτής δεν εκλέχτηκε και οι πολιτικοί αντίπαλοι κατεδίωξαν τους υποστηρικτές του μετά τις εκλογές. Φαίνεται ότι ο πατέρας του Γκράμσι έπεσε θύμα μιας πλεκτάνης με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για έκδοση ψευδών πιστοποιητικών και να χάσει την δουλειά του. Η απόλυση του σήμαινε και το τέλος της οικονομικής άνεσης της οικογένειας.

Η απόλυση αλλά και η φυλάκιση του πατέρα του Γκράμσι ήρθε μαζί με άλλο ένα τραγικό συμβάν για την οικογένεια. Ο μικρούλης Αντόνιο εμφάνισε ένα εξόγκωμα στην πλάτη του, το οποίο διαρκώς μεγάλωνε χωρίς αυτός να ψηλώνει. Παρά τις προσπάθειες της οικογένειας και των γιατρών, ο Γκράμσι δεν ψήλωσε ποτέ περισσότερο από ενάμιση μέτρο και ήταν καμπούρης.

Η αναπηρία και η κακή υγεία εμπόδισαν τον Αντόνιο Γκράμσι να συμμετέχει στα παιχνίδια των άλλων παιδιών. Περνούσε το χρόνο του μελετώντας και ζωγραφίζοντας. Κατόρθωσε να κερδίσει μια υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Σπούδασε Φιλολογία και Γλωσσολογία, όμως δεν πήρε τελικά το πτυχίο του.

Κατά την διάρκεια των σπουδών του στο Τορίνο μπήκε ενεργά στην πολιτική ως μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ISP). Έγραψε πολλά κείμενα στις εφημερίδες Il Grido del Popolo και Avanti, όχι μόνο για την πολιτική κατάσταση και τα οργανωτικά θέματα του κόμματος και του κινήματος, αλλά και για θέματα λογοτεχνίας και πολιτισμού (αναλύσεις για τον Σαίξπηρ, τον Τσέχωφ,  τον Ίψεν και άλλους συγγραφείς). Λόγω της καταγωγής του από την φτωχή νότια Ιταλία ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το πρόβλημα της εκμετάλλευσης του Νότου από τον Βορρά.

Ήταν ιδρυτικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (1921). Η επικράτηση του φασισμού στην Ιταλία είχε ως αποτέλεσμα το ΚΚΙ να τεθεί εκτός νόμου και ο Γκράμσι να φυλακισθεί σε ηλικία 35 ετών. Στην δίκη του, το 1928, ο εισαγγελέας στην κατακλείδα της αγόρευσης του είπε την περίφημη φράση: «Πρέπει να σταματήσουμε την λειτουργία αυτού του εγκεφάλου για τα επόμενα είκοσι χρόνια».

Μέσα στις άθλιες συνθήκες της φυλακής, στην οποία ο Γκράμσι έζησε ακριβώς τα μισά από όσα εισηγήθηκε ο εισαγγελέας και του επέβαλε το δικαστήριο, έγραψε 2.848 σελίδες χειρόγραφων σημειώσεων (Quintin and Smith, 1971). Στην Εισαγωγή του, στην ελληνική έκδοση Διανοούμενοι των εκδόσεων Στοχαστής, ο Λουτσιάνο Γκρούππι κάνει λόγο για 4.000 δακτυλογραφημένες σελίδες. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα τεράστιο έργο, αν αναλογιστούμε τις συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκε.

Στις 27 Απριλίου 1937, ο Γκράμσι πέθανε λόγω των προβλημάτων υγείας που του προκάλεσε η φυλάκιση.

Τα χειρόγραφα της φυλακής εκδόθηκαν μετά το θάνατο του με τον τίτλο Τετράδια της Φυλακής.

Στο έργο του Γκράμσι κυριαρχεί το ζήτημα της κουλτούρας και της ιδεολογίας. Άλλωστε και πριν φυλακιστεί και αρχίσει να γράφει τα τετράδια στη φυλακή, είχε κυριαρχήσει στην σκέψη του το ερώτημα: Γιατί κυριαρχούν κάποιες ιδέες σε μια ιστορική περίοδο και όχι άλλες; Πώς η σκέψη προκαλεί την κίνηση και την δράση; (Φιόρι, 1977: 105).

Η ανάλυση του Γκράμσι κινείται σχεδόν αποκλειστικά στα «στοιχεία του εποικοδομήματος» (ιδέες, θεσμοί κτλ.). Όμως, το πρίσμα μέσα από το οποίο εξετάζει το εποικοδόμημα των θεσμών και των ιδεών είναι το πως κάποιες ιδέες θεμελιώνουν και διατηρούν την κυριαρχία κάποιων ομάδων και τάξεων. Ο τρόπος προσέγγισης του Γκράμσι και τα ερωτήματα που έθεσε διαφέρουν από τις αναλύσεις των μαρξιστών της εποχής του. Οι μαρξιστές της εποχής του Γκράμσι προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τις ιδέες και τους θεσμούς με αναγωγή στον τρόπο παραγωγής και να δείξουν πως οι δεύτεροι συνδέονται με τον πρώτο. Ο Γκράμσι, χωρίς να παραβλέπει ότι η «εστία της ιστορίας» (όπως την αποκαλούν οι Μαρξ και Ένγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία) είναι η οικονομική - υλική βάση της κοινωνίας, προσπαθεί να δει την κρίση και την κυριαρχία ενός πολιτικού κόμματος σε σχέση με το πως και γιατί οι ιδέες που πρεσβεύει γίνονται ηγεμονικές στην κοινωνία.

Η εστίαση του Γκράμσι στο χώρο της κουλτούρας και της ιδεολογίας, στις σχέσεις κυριαρχίας που αναπτύσσονται ανάμεσα στις ιδέες, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση απομάκρυνση από τον μαρξισμό ή αναθεώρηση του. Ο Γκράμσι δεν απομακρύνθηκε από την ανάλυση του Μαρξ ούτε την ανέτρεψε. Την συμπλήρωσε και την εμπλούτισε παραπέρα.

Επίσης, επειδή τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια «άνθηση» μελετών στην εκπαίδευση και τις πολιτισμικές σπουδές που χρησιμοποιεί αναλυτικές κατηγορίες από το έργο του Γκράμσι, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ο Γκράμσι ήταν μαρξιστής, αντιφασίστας και ενεργό πρωτοκλασάτο στέλεχος (γενικός γραμματέας από το 1924) του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Ο Γκράμσι δεν ήταν θεωρητικός των πολιτισμικών σπουδών. Όπως έχει επισημάνει και ο Λουκάς Αξελός, στην επανέκδοση κειμένων του Γκράμσι με τίτλο Για την Αλήθεια, ο Γκράμσι δεν ήταν ένας μελετητής της λογοτεχνίας, της παγκοσμιοποίησης, της εκπαίδευσης, της κουλτούρας. Ήταν ο ιδρυτής του ΚΚΙ, ο επικεφαλής της OrdineNuovo, της εξέγερσης και των Εργοστασιακών Συμβουλίων, ο συνεπής μέχρι τέλους αντιφασίστας, ο αμετακίνητα προσηλωμένος στην εθνική και κοινωνική απελευθέρωση των υποτελών τάξεων. Διαφορετικά, η αποσιώπηση αυτών των κύριων και καθοριστικών πλευρών του Γκράμσι και η μελέτη του αποκλειστικά σαν θεωρητικού του πολιτισμού και των ιδεών, μετατρέπει τους μελετητές του Γκράμσι στους περιηγητές της Αττικής που τους διέφυγε η Αθήνα (Αξελός, 2012: 36).

1. Ιδέες κλειδιά για την κατανόηση των θέσεων του Γκράμσι για την εκπαίδευση.

Ο Γκράμσι διακρίνει την κοινωνία των πολιτών από την πολιτική κοινωνία. Η πολιτική κοινωνία αναφέρεται στους κρατικούς μηχανισμούς της διοίκησης, του νόμους και άλλους θεσμούς εξαναγκασμού των οποίων η πρωταρχική, αλλά όχι αποκλειστική, λειτουργία βασίζεται στη λογική της ισχύος και της καταστολής. Η κοινωνία των πολιτών αναφέρεται σε εκείνους τους ιδιωτικούς και δημόσιους θεσμούς που στηρίζονται σε σημασίες, σύμβολα και ιδέες για να αναγορεύσουν σε καθολική την ιδεολογία της άρχουσας τάξης, ενώ ταυτόχρονα, διαμορφώνουν και περιορίζουν τους αντίπαλους λόγους και πρακτικές.  Τα άτομα δρουν στην σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών, η οποία συντίθεται από θεσμούς όπως τα κόμματα, η εκκλησία, η οικογένεια, το σχολείο και πολλές άλλες κοινωνικές δικτυώσεις. Οι κοινωνικές αυτές συγκροτήσεις ορίζονται δομικά από την οικονομία. Όμως, οι ιδέες που κυριαρχούν σε αυτούς τους θεσμούς και τις κοινωνικές συγκροτήσεις, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο κάποιες ιδέες «αξιώνουν» την άσκηση της εξουσίας και η ταυτόχρονα υποτέλεια των μελών της κοινωνίας σε αυτές δεν μπορούν να εξηγηθούν ούτε με απευθείας αναγωγή στην οικονομική βάση ούτε με προσφυγή στον φόβο και την καταστολή. Οι θεσμοί και οι ιδέες έχουν την δική τους σχετική αυτονομία.

Η καταστολή και η καταπίεση των υποτελών τάξεων δεν μπορεί να είναι επί μακρό χρονικό διάστημα αποτελεσματική αν δεν συνοδεύεται από την πειθώ. Να αποδέχονται, δηλαδή, οι υποτελείς τάξεις την θέση τους. Και αυτό διασφαλίζεται μόνο όταν και όσο οι κυρίαρχες τάξεις έχουν την ιδεολογικήηγεμονία στην κοινωνία των πολιτών. Η έννοια της ηγεμονίας στον Γκράμσι παραπέμπει σε μια κοινωνική κατάσταση, στην οποία οι ιδέες που ηγεμονεύουν κυριαρχούν στην κοινωνία των πολιτών και γίνονται αβίαστα αποδεκτές από την πλειονότητα των μελών της κοινωνίας. Το κράτος αναγκάζεται, σε περιόδους κρίσης, να καταφύγει σε κατασταλτικές μεθόδους όταν οι ηγεμονικές ιδέες έχουν κλονισθεί, όταν έχουν χάσει την ηγεμονία τους. Με πιο απλά λόγια, δεν αρκεί η φτώχεια και η εξαθλίωση για να ξεσηκωθούν οι φτωχοί και οι εξαθλιωμένοι. Προϋπόθεση του ξεσηκωμού είναι να έχει κλονισθεί το σύστημα των ιδεών και των αξιών τις οποίες μέχρι τότε ασπάζονταν οι υποτελείς τάξεις. Οργανωτικά θετική και προοδευτική έκβαση μπορεί να έχει το κόμμα εκείνο που θα κατορθώσει να συγκροτήσει μια νέα ιδεολογική ηγεμονία και να κυριαρχήσει στην κοινωνία των πολιτών και στην πολιτική κοινωνία.

Η ιδεολογική ηγεμονία προϋποθέτει, επίσης, την διατήρηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στις κυρίαρχες και τις υποτελείς τάξεις. Πολλές φορές, βλέπουμε τις κυρίαρχες τάξεις να ενσωματώνουν αιτήματα των υποτελών τάξεων για να αποφύγουν παραπέρα εντάσεις και ρήξεις ή σε συμβολικό επίπεδο να δίνουν θέσεις ευθύνης σε πρόσωπα που «φαντασιακά» ταυτίζονται με τις υποτελείς τάξεις. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος Μπους στις Η.Π.Α. προωθούσε τα συμφέροντα μιας ελίτ του πλούτου  και την ίδια στιγμή είχε στο υπουργικό του συμβούλιο την Κοντολίζα Ράις που είναι μαύρη. Μια «γκραμσιανή ανάλυση» θα υποστήριζε ότι ο Μπους έκανε , με την κίνηση του αυτή, ένα «εντυπωσιακό παζάρι» με τις ιστορικά υποτελείς ομάδες των μαύρων της Αμερικής μέσω του οποίου προσπαθούσε «ιδεολογικά» να εμφανίσει την εξουσία του ως «ανοικτή» και προς το συμφέρον όλων των Αμερικανών ανεξαρτήτως φυλής  (Dimitriadis and Kamberelis, 2006: 132-133).

Σημαντικό ρόλο στην διατήρηση ή στην ανατροπή της ιδεολογικής ηγεμονίας παίζουν οι διανοούμενοι. Σημαντικό και κύριο αλλά όχι αποκλειστικό με την έννοια ότι ποτέ, όπως επισημάναμε και προηγουμένως, ο Γκράμσι δεν είδε την σφαίρα των ιδεών αυτόνομα από την υλική βάση της κοινωνίας. Οι διανοούμενοι είναι τα πρόσωπα που διαμεσολαβούν ανάμεσα στα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων και ομάδων και τον κόσμο των ιδεών. Είναι αυτοί που μετατρέπουν σε ιδέες τα συμφέροντα και τις διεκδικήσεις, τις υλικές συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπων σε φιλοσοφικές αντιλήψεις. Οι διανοούμενοι εκφράζουν κοινωνικά συμφέροντα και με την έννοια αυτή ο Γκράμσι έγραψε: «Οι διανοούμενοι είναι μια αυτόνομη κι ανεξάρτητη κοινωνική ομάδα ή μήπως κάθε κοινωνική ομάδα έχει μια δική της ειδική κατηγορία διανοουμένων; Το πρόβλημα είναι περίπλοκο εξαιτίας των διαφορετικών μορφών που πήρε η μέχρι τώρα πραγματική ιστορική διαδικασία σχηματισμού των διαφόρων κατηγοριών διανοουμένων […] Κάθε κοινωνική ομάδα, που γεννιέται στο πρωταρχικό πεδίο μιας ουσιαστικής λειτουργίας στον κόσμο της οικονομικής παραγωγής, δημιουργεί μαζί της οργανικά, ένα ή περισσότερα στρώματα διανοουμένων, που της προσδίδουν ομοιογένεια και συνείδηση της αποστολής της, κι όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο αλλά και στο κοινωνικό και στο πολιτικό: Ο καπιταλίστας επιχειρηματίας φέρνει μαζί του τον τεχνικό της βιομηχανίας, τον επιστήμονα της πολιτικής οικονομίας, τον οργανωτή μιας νέας παιδείας, ενός δικαίου κλπ.» (Γκράμσι, 1972: 53).

Οι διανοούμενοι δεν επιβάλουν στην κοινωνία ένα σώμα θέσεων και ιδεών. Οι διανοούμενοι συμμετέχουν σε έναν πόλεμο θέσεων, ο οποίος γίνεται στην σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών. Διαφορετικές πεποιθήσεις, αντιλήψεις, ιδέες συγκρούονται για το ποια τελικά θα επικρατήσει. Όμως, ο πόλεμος θέσεων δεν γίνεται ανάμεσα σε ισοδύναμες ιδέες. Οι ιδέες που εναρμονίζονται και εκφράζουν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων είναι αυτές που έχουν και μεγαλύτερη δύναμη στον πόλεμο θέσεων. Και αυτό, το ζήτημα της κυριαρχίας, δεν πρέπει να διαφεύγει από όσους αναλύουν το σχολείο ως δημόσιο χώρο έκφρασης και αντιπαράθεσης απόψεων. Διότι μπορεί στο σχολείο να συγκρουστούν αντίθετες ιδέες και απόψεις, υπάρχουν όμως κάποιες κυρίαρχες που έχουν και την συνδρομή της σχολικής νομοθεσίας και κάποιες μη κυρίαρχες που προσπαθούν να γίνουν ηγεμονικές.

  2. Για την εκπαίδευση.

Για τον Γκράμσι, ο ρόλος του κράτους όπως και της ίδιας της ηγεμονίας είναι ρόλος παιδαγωγικός, καθώς οι υποτελείς τάξεις εμπεδώνουν μέσω καθημερινών πρακτικών συγκεκριμένες αντιλήψεις για τον κόσμο. Το σχολείο παίζει ένα καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της ιδεολογικής ηγεμονίας. Η κατάκτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας από τις υποτελείς τάξεις προϋποθέτει την άνοδο του μορφωτικού τους επιπέδου. Οι υποτελείς τάξεις δεν μπορούν ούτε να κατακτήσουν ούτε να διατηρήσουν την εξουσία όταν είναι αναλφάβητες, όταν δεν ξέρουν πως λειτουργεί η οικονομία κτλ. Αυτό το στοιχείο βρίσκεται στο κέντρο του προβληματισμού του Γκράμσι και αν αγνοήσουμε ότι κύριο μέλημα του είναι η κατάκτηση της ηγεμονίας από τις υποτελείς τάξεις με σκοπό τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, τότε πολλές από τις παιδαγωγικές ιδέες του μπορούν να παρερμηνευθούν.

2.1. Για την Παιδεία.

Το δοκίμιο του «Για την Παιδεία» είναι ένα από τα κείμενα στα οποία εκθέτει σχετικά εκτενώς τις απόψεις του για την εκπαίδευση. Στο απόσπασμα αυτό από Τα Τετράδια της Φυλακής, ο Γκράμσι εκθέτει τις βασικές του απόψεις για την εκπαίδευση.

Σύνδεση σχολείου με την ανάπτυξη της οικονομίας. Ο Γκράμσι επισημαίνει ότι όσο αναπτύσσεται η οικονομία, όσο εξελίσσονται οι επιστήμες, όσο αναπτύσσεται ο καταμερισμός της εργασίας τόσο δημιουργούνται όλο και περισσότεροι τύποι σχολείων προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτού του καταμερισμού. Η διάκριση κλασικό – επαγγελματικό σχολείο ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης της βιομηχανίας. Οι ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, επισημαίνει ο Γκράμσι, δημιουργούν την τάση να καταργηθεί κάθε «αδιάφορο» (χωρίς άμεσο επαγγελματικό ενδιαφέρον) σχολείο και να δημιουργηθούν δύο τύποι σχολείων: ένα «ελιτίστικο» για όσους ενδιαφέρονται και έχουν την δυνατότητα να σπουδάσουν, χωρίς να κατατρύχονται από το άγχος του αν θα βρουν δουλειά και ένα επαγγελματικό που θα επικεντρώνεται στην εκμάθηση βασικών επαγγελματικών δεξιοτήτων. Πριν από τους δύο αυτούς τύπους σχολείων θα υπάρχει ένα ενιαίο πρωτοβάθμιο σχολείο για όλους.

Διάκριση διοίκησης – εκτέλεσης και δημοκρατία. H διάκριση ακαδημαϊκού – επαγγελματικού σχολείου έχει ως αποτέλεσμα την διάκριση ανάμεσα σε εκείνους που παίρνουν αποφάσεις και σε εκείνους που τις υλοποιούν. Αντικατοπτρίζει την διάκριση διανοητικής – χειρωνακτικής εργασίας, την οποία αναπαράγει και ενδυναμώνει στις σύγχρονες συνθήκες. Η ανάπτυξη των επιστημών και των επαγγελμάτων καθιστά αδύνατη την εναλλαγή στη διοίκηση και εκτέλεση των εργαζομένων. Αν φύγουμε από τον σχετικά απλό κόσμο της βιοτεχνίας – που και εκεί κάθε εργασία απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες που αποκτούνται με την μακροχρόνια τριβή – και μπούμε στον κόσμο της βιομηχανίας, της υγείας κτλ. θα διαπιστώσουμε ότι μάλλον είναι αδύνατο να κάνει ο νοσηλευτής τον χειρουργό ή ο μηχανικός αυτοκινήτων το φιλόλογο και το αντίστροφο. Όμως, στοιχεία γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης μπορούν να συνυπάρχουν σε ένα ενιαίο σχολείο, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να «επιλέγουν» ή να «διακρίνουν» την σωστή λύση ανάμεσα σε εκείνες που προτείνουν οι τεχνοκράτες. Ο Γκράμσι συνδέει, έτσι, το ενιαίο σχολείο και την σύζευξη στοιχείων ακαδημαϊκής και επαγγελματικής εκπαίδευσης με την δημοκρατία και όχι με την αντίληψη «όλοι να τα κάνουν όλα εκ περιτροπής». Άλλωστε όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «όποιος ξέρει να τηγανίζει ένα αυγό δεν είναι μάγειρας και όποιος ξέρει να ράβει ένα κουμπί δεν είναι ράφτης». Πέρα, όμως, από την επιλογή και την δυνατότητα να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της δημοκρατίας ή να δώσει ουσία στην δημοκρατία, «η εργατική τάξη πρέπει να εκπαιδευτεί στην κοινωνική διαχείριση, πρέπει να αποκτήσει την κουλτούρα και την ψυχολογία της κυρίαρχης τάξης (Lombardi, 1986: 80).

 

Οι γραπτές εργασίες. Ο Γκράμσι δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις γραπτές εργασίες στα επαγγελματικά σχολεία. Γραπτές πρέπει να είναι οι εργασίες των εκπαιδευομένων, γραπτές και οι παρατηρήσεις των εκπαιδευτών. Η γραφή προϋποθέτει έναν τρόπο διανοητικής εργασίας που συστηματοποιεί την σκέψη, αναπτύσσει την πειθαρχία της.

Δημόσιο ενιαίο σχολείο.  Το ενιαίο σχολείο πρέπει να είναι δημόσιο και δωρεάν. Την εποχή του Γκράμσι, η φοίτηση στο σχολείο ήταν πολυτέλεια για τους μαθητές από τις φτωχές οικογένειες που ήταν και η πλειονότητα των κατοίκων της Ιταλίας. Γι’ αυτό και προτείνει φοίτηση χωρίς δίδακτρα και παροχή στέγης από το κράτος (κοιτώνες για τους μαθητές κτλ.).  

Διάρκεια και πρόγραμμα του ενιαίου σχολείου. Η διάρκεια του ενιαίου σχολείου πρέπει να είναι το άθροισμα των ετών πρωτοβάθμιας και μέσης εκπαίδευσης της εποχής του Γκράμσι. 10 δηλαδή χρόνια, από την ηλικία των 6 μέχρι της ηλικία των 16 ετών. ο υψηλός αναλφαβητισμός, όμως, του ιταλικού πληθυσμού της εποχής του Γκράμσι δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με νόμους και υποχρεώσεις για υποχρεωτική εκπαίδευση. Το πιο σημαντικό είναι να ανάψει στον πληθυσμό η δίψα για γνώση, να συνειδητοποιήσει ο ίδιος ο αναλφάβητος ότι πρέπει να πάει στο σχολείο για να μάθει γράμματα. Σε ένα άρθρο του στο Avanti (1917), ο Γκράμσι επισημαίνει ότι η μείωση του αναλφαβητισμού που παρατηρήθηκε εκείνη την περίοδο δεν οφείλεται σε κάποια ανάπτυξη του σχολικού δικτύου, αλλά την επέκταση της επιρροής των σοσιαλιστικών ιδεών. Ο άνθρωπος νοιώθει την ανάγκη να διαβάσει και να ενημερωθεί όταν γίνει συνειδητός και ενεργός πολίτης. Όταν ο άνθρωπος βγει από τον στενό κύκλο των ατομικών και περιορισμένων ενδιαφερόντων του και ενδιαφερθεί για τον δημόσιο βίο, την πολιτική, τότε προκύπτει και η ανάγκη να διαβάσει φυλλάδια, βιβλία, εφημερίδες, να συμμετάσχει σε συζητήσεις, να αποκτήσει τα απαραίτητα εννοιολογικά εργαλεία για την κατανόηση συζητήσεων, κειμένων κτλ.

Ντιούι και Γκράμσι. O Μ. Young (1998: 56) συγκρίνει τις απόψεις του Ντιούι (Dewey) και του Γκράμσι για την επαγγελματική εκπαίδευση. Αν και ξεκινώντας από διαφορετική φιλοσοφική και πολιτική αφετηρία, οι απόψεις τους έχουν ομοιότητες. Ο Ντιούι, παρότι έβλεπε τις διαρκώς αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες που προκαλεί ο καπιταλισμός, θεωρούσε ότι η ανάπτυξη της βιομηχανίας μπορεί να δημιουργήσει το οικονομικό πλαίσιο για την επαγγελματική κινητικότητα και την πολιτική δημοκρατία. Ο «φιλελεύθερος επαγγελματισμός» του Ντιούι ήταν σε θέση να τροφοδοτήσει τόσο τα άτομα όσο και τις κοινωνίες με πρακτικούς επαγγελματίες και ενεργούς πολίτες, εκπαιδευμένους όχι με απολιθωμένες γνώσεις του παρελθόντος αλλά με γνώσεις χρήσιμες για το παρόν και το μέλλον τους.  Ο Γκράμσι ξεκινούσε από την μαρξιστική αντίληψη ότι οι αντιφάσεις του καπιταλισμού θα ξεπεραστούν με την ανατροπή του και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ηγέτιδα τάξη σε αυτή την διαδικασία θα είναι η εργατική τάξη, η οποία μέσω της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της εργασίας στη βιομηχανία μπορούσε να δημιουργήσει το μέλλον. Η βιομηχανική εργασία και η επαγγελματική εκπαίδευση παίρνουν έτσι στην αντίληψη του Γκράμσι την θέση μιας «εκπαιδευτικής αρχής» και σε αυτό το σημείο συμπίπτει σχεδόν με τις αντιλήψεις του Ντιούι για «πρακτικοποίηση» της εκπαίδευσης. Άλλωστε, για τον Γκράμσι, η επαγγελματική εκπαίδευση δεν ήταν η εκπαίδευση σε δεξιότητες και τεχνικές εργασίας. Ήταν η συνειδητοποίηση της ηθικής υποχρέωσης για εργασία, το εργασιακό ήθος, η σχέση της εργασίας με την κοινωνία ως δημόσιο χρέος στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας ισότητας και αλληλεγγύης, η αισθητική πλευρά της παραγωγής κτλ. (Entwistle, 1979).

Γκράμσι και Κριτική Παιδαγωγική.  Σημαντική είναι η συμβολή των απόψεων του Γκράμσι στην διαμόρφωση της Κριτικής Παιδαγωγικής. Ο Henry Giroux αξιοποιεί την ανάλυση του Γκράμσι για την ηγεμονία προκειμένου να συγκροτήσει την Θεωρία της Αντίστασης. Η Θεωρία της Αντίστασης αποδέχεται τον αναπαραγωγικό ρόλο του σχολείου όπως τον παρουσιάζουν οι Θεωρίες της Αναπαραγωγής. Το σχολείο είναι θεσμός που αποσκοπεί στην παραγωγή της εργατικής δύναμης και στην εμπέδωση της κυρίαρχης ιδεολογίας στις υποτελείς τάξεις. Εντός του σχολείου η ιδεολογική ηγεμονία ανήκει στις κυρίαρχες τάξεις και εγγράφεται στο αναλυτικό πρόγραμμα, την αξιολόγηση, τις «τελετουργίες» (rituals) της σχολικής ζωής κτλ.

Κατά τον Giroux, η έννοια της ηγεμονίας του Γκράμσι δηλώνει:

«α) Μια παιδαγωγική και πολιτική διαδικασία μετασχηματισμού μέσω της οποίας η κυρίαρχη τάξη αρθρώνει τα κοινά στοιχεία που ενσαρκώνονται στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον κόσμο οι συμμαχικές κοινωνικές ομάδες.

β)  Η ηγεμονία αναφέρεται στη διπλή χρήση του εξαναγκασμού και της ιδεολογίας στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα σε κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις και υποτελείς ομάδες.

Ο Γκράμσι θεωρεί ότι η ιδεολογία είναι ενεργητική δύναμη που ενσωματώνει κοινωνικά συμφέροντα και παράγει πολιτικές πρακτικές» (Giroux 2010α).

Όμως, το σχολείο είναι ταυτόχρονα και χώρος αντιπαράθεσης απόψεων, χώρος όπου μπορούν οι υποτελείς τάξεις να αρθρώσουν το δικό τους λόγο. Γι’ αυτό και οι Stanley Aronowitz και Henry Giroux(2010β) αξιοποιούν την ανάλυση του Γκράμσι για τους διανοούμενους προκειμένου να κατασκευάσουν την έννοια του εκπαιδευτικού ως «αναμορφωτή διανοούμενου». Ο Γκράμσι τονίζει ότι οι διανοούμενοι δεν είναι μια κοινωνική τάξη αλλά μια κοινωνική κατηγορία. Δεν υπάρχει άμεση αντιστοιχία ανάμεσα στην ταξική θέση και τη συνείδηση. Υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνική λειτουργία της εργασίας ενός διανοούμενου και της σχέσης που έχει αυτή η εργασία ως προς την τροποποίηση, αμφισβήτηση ή αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Το ζήτημα είναι η πολιτική φύση της διανοητικής εργασίας.

Οι Aronowitz και Giroux (2010β) διακρίνουν 4 κατηγορίες διανοουμένων με κριτήριο την πολιτική λειτουργία τους:  α) αναμορφωτές διανοούμενοι, β) κριτικοί διανοούμενοι, γ) βολεμένοι διανοούμενοι, και δ) ηγεμονικοί διανοούμενοι.

Ο εκπαιδευτικός είναι ένας διανοούμενος. Το κρίσιμο ερώτημα για την Κριτική Παιδαγωγική είναι σε ποιο βαθμό ο εκπαιδευτικός θα μετασχηματιστεί σε διανοούμενο αναμορφωτή, θα αμφισβητήσει την κυρίαρχη ιδεολογία του αναλυτικού προγράμματος και θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει τα όποια περιθώρια παιδαγωγικής ελευθερίας έχει στο σχολείο, ώστε να θέσει ζητήματα κριτικής επί του αναλυτικού προγράμματος. Ο Χαράλαμπος Νούτσος δίνει συγκεκριμένες κατευθύνσεις στην καθημερινή διδασκαλία του εκπαιδευτικού στην τάξη προκειμένου αυτός να λειτουργήσει ως αναμορφωτής διανοούμενος, έτσι όπως τον περιγράφουν οι Aronowitz και Giroux. Ο εκπαιδευτικός θέτει ερωτήματα στον εαυτό του και στους μαθητές:  α) Ποια εικόνα της κοινωνίας και της φύσης  έχουν κατασκευάσει οι συγγραφείς των επίσημων σχολικών βιβλίων, για να την «προσφέρουν» στους μαθητές; β) Τι δεν λένε τα σχολικά βιβλία για την ιστορία, την κοινωνία και τη φύση; γ) Τι αξίζει σήμερα να μάθουν οι μαθητές από όσα λένε και από όσα αποκρύπτουν για τα θέματα αυτά τα σχολικά βιβλία; δ) Ποιο νόημα θα είχαν όλα αυτά για τους μαθητές μέσα από τη σύνδεσή τους με τη διαφοροποιημένη κοινωνικά εμπειρία τους; (Νούτσος, 2006). Σημαντική είναι και η συμβολή του Γιώργου Μαυρογιώργου στην «απομυθοποίηση» όψεων της εκπαιδευτικής διαδικασίας (Μαυρογιώργος, 1992). Ουσιαστικά την βασική προβληματική της Κριτικής Παιδαγωγικής, της Θεωρίας της Αντίστασης κτλ. εισήγαγε στην Ελλάδα συστηματικά ο Μαυρογιώργος μέσα από τις εργασίες του.

Ο Michael Apple έχει αξιοποιήσει, επίσης, τις αντιλήψεις του Γκράμσι για την ηγεμονία και τον πόλεμο θέσεων. Σύμφωνα με τον Apple, τα διαμορφωμένα πολιτικά μπλοκ σε μια κοινωνία παράγουν και αναπαράγουν τον εαυτό τους όχι μόνο μέσω της υλικής παραγωγής αλλά και της ιδεολογίας. Η δεξιά έχει κατορθώσει να κατασκευάσει ένα είδος «κοινού νου», έναν σχεδόν «αυτόματο τρόπο» αντίληψης του κόσμου και αντίδρασης σε αυτόν. Οι ιδέες των κυρίαρχων τάξεων έχουν περάσει εν είδη εξαρτημένου αντανακλαστικού στις υποτελείς, με αποτέλεσμα σε συγκεκριμένα ερωτήματα να δίνονται αντανακλαστικά συγκεκριμένες απαντήσεις οι οποίες κινούνται στο πλαίσιο της κυρίαρχης ιδεολογίας.«Ποιος φταίει για την ανεργία; Οι μετανάστες! » είναι ένα είδος τέτοιας απάντησης η οποία παραβλέπει τον ρόλο του οικονομικού συστήματος και των πολυεθνικών επιχειρήσεων στο πρόβλημα της ανεργίας ή ότι η ανεργία δεν είναι πρόβλημα για τον καπιταλισμό, στο βαθμό που μέσω αυτής μειώνει την τιμή της εργατικής δύναμης (μισθός) κτλ. πόλεμος θέσεων ενάντια στην κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στο σχολείο σημαίνει να τεθούν σε κριτική εξέταση τα στοιχεία του κυρίαρχου «κοινού νου».

2.2. Οι παιδαγωγικές αντιλήψεις του Γκράμσι είναι συντηρητικές;

Ο Harold Entwistle (1979), στο βιβλίο του Antonio Gramsci: Conservative Schooling for Radical Politics, υποστηρίζει ότι ο Γκράμσι ήταν «συντηρητικός» στις παιδαγωγικές του αντιλήψεις. Προτείνει την κατάκτηση στοιχείων της κλασικής παιδείας από τους μαθητές με έμφαση στην γλώσσα και στις γραπτές εργασίες. Αυτό θα γίνει σε ένα «κοινό σχολείο» για όλους τους μαθητές μέχρι την ηλικία των 15 ετών με ένα αναλυτικό πρόγραμμα όπου θα συνυπάρχει η διανοητική και η επαγγελματική εργασία. Μετά την ηλικία αυτή, οι μαθητές θα διαχωριστούν σε διαφορετικά σχολεία και κατευθύνσεις.

Στο συλλογικό έργο  Gramsci and Education, το οποίο εκδόθηκε το έτος 2000, πολλοί συγγραφείς θεωρούν ότι η κριτική του Entwistle στηρίζεται σε μια περιορισμένη ανάγνωση του έργου του Γκράμσι. Οι Borg και Mayo (2000) υποστηρίζουν ότι η πρόταση του Γκράμσι αποσκοπεί, στο συγκείμενο της εποχής, να διευρύνει τους μορφωτικούς ορίζοντες των παιδιών της εργατικής τάξης που πηγαίνουν στα επαγγελματικά σχολεία της εποχής. Ο Γκράμσι, μέσω της πρότασης του, προσπαθεί να αναζητήσει τρόπους ανόδου του μορφωτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Και υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε την πρόταση του, στην σχέση της με την κατάκτηση της ηγεμονίας από την εργατική τάξη.

Ο Γκράμσι αναπτύσσει, πολλές από τις θέσεις του για την εκπαίδευση, στο πλαίσιο της κριτικής του στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που υλοποίησε ο φιλόσοφος Τζιοβάνι Τζεντίλε, υπουργός παιδείας του φασιστικού καθεστώτος το 1923. Τα βασικά στοιχεία της «μεταρρύθμισης Τζεντίλε» ήταν:

Το σχολείο είναι υποχρεωτικό μέχρι την ηλικία των 14 ετών.

Πέντε χρόνια υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση για όλα τα παιδιά.

Μετά την υποχρεωτική εκπαίδευση, ο απόφοιτος μπορούσε να ακολουθήσει κάποιο επαγγελματικό σχολείο ή να παρακολουθήσει τις Scuola Media που οδηγούσαν στο Liceo για όσους ήθελαν να σπουδάσουν στα πανεπιστήμια.

Ο Γκράμσι αρνείται την εγκατάλειψη του σχολείου για τα παιδιά της εργατικής τάξης από τόσο μικρή ηλικία και την ενασχόληση τους με την κατάρτιση σε μια τέχνη ή επάγγελμα από τα 11 χρόνια τους.

Από την άλλη πλευρά, ο Γκράμσι στοχάζεται και τάσεις της Νέας Αγωγής όπως εμφανίστηκαν στην Ιταλία. Γι’ αυτό και επιμένει ότι εκπαίδευση σημαίνει πειθαρχία του μυαλού, σημαίνει στόχος, σημαίνει πίεση του παιδιού να διαβάσει και να γράψει.

 

Βιβλιογραφικές αναφορές.

 

Apple, M. (2002). Εκσυγχρονισμός και συντηρητισμός στην Εκπαίδευση. Μ. Δεληγιάννη (Μτφ.). Αθήνα: Μεταίχμιο.

Aronowitz, S. and Giroux, H. (2010). Η διδασκαλία και ο ρόλος του αναμορφωτή διανοούμενου. Στο Γρόλλιος, Γ. – Γούναρη, Π. (επ.). Κριτική Παιδαγωγική. Μια συλλογή κειμένων. Αθήνα: Gutenberg.

Dimitriadis G. and Kamberelis G. (2006). Theory for Education. New York: Routledge.

Entwistle, Η. (1979). Antonio Gramsci: Conservative Schooling for Radical Politics. New York: Routledge& Kegan Paul Ltd.

Giroux, H. (2010α). Θεωρίες της αναπαραγωγής και της αντίστασης στη νέα κοινωνιολογία της εκπαίδευσης: προς μια κριτική θεωρία του σχολείου και μια αντίπαλη παιδαγωγική. Στο Γρόλλιος, Γ. – Γούναρη, Π. (επ.). Κριτική Παιδαγωγική. Μια συλλογή κειμένων. Αθήνα: Gutenberg.

Hoare Q. and Smith G. N. (eds.) (1971). Selections from the prison notebooks of Antonio Gramsci. NewYork: International Publishers.

Lombardi, F. (1986). Οι παιδαγωγικές αντιλήψεις του Αντόνιο Γκράμσι. Τάσος Δαρβέρης (Μτφ.) Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Young, M. (1998). The Curriculum of the Future. London: Falmer Press.

Αξελός, Λ. (2012) Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι. Αθήνα: Στοχαστής.

Γκράμσι, Α. (1972). Οι Διανοούμενοι. Αθήνα: Στοχαστής.

Γκράμσι, Α. (1973). Η Οργάνωση της Κουλτούρας. Αθήνα: Στοχαστής.

Μαυρογιώργος, Γ. (1992). Εκπαιδευτικοί και Διδασκαλία. Αθήνα: Σύγχρονη Εκπαίδευση.

Νούτσος, Χ. (2006). Διδακτική. Εφημερίδα Αυγή. 19/3/2006.

Τζουζέπε Φ. (1977). Αντόνιο Γκράμσι, η ζωή ενός επαναστάτη. Αθήνα: Οδυσσέας.

criticeduc.blogspot.gr

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.