Print this page

15 Ιουνίου 1994 έφυγε από το ζωή ο σπουδαίος Μάνος Χατζηδάκις - Από τα δύσκολα χρόνια της κατοχής μέχρι την κορυφή

June 15, 2021 484

 

Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκης Αρβανιτίδου. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ, από τα τέσσερά του χρόνια έχει αρχίσει μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Παράλληλα διδασκόταν βιολί και ακορντεόν.

Παγοπώλης και φορτοεκφορτωτής

Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, ο Μάνος Χατζιδάκις εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. 

Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε.

Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.

Γνωριμία με τον Κουν

Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά πράγματα της χώρας γίνεται το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Η γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.

Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία.

Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει «ντύσει» μουσικά την Ορέστεια, τη Μήδεια, τις Βάκχες, τις Εκκλησιάζουσες, τη Λυσιστράτη, τον Πλούτο, τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Βατράχους και τις Όρνιθες.

Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη.

Χατζιδάκις και σινεμά

Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου. Αναφέρουμε ενδεικτικά την «Κάλπικη Λίρα» (Γ. Τζαβέλλα 1954), τη «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955), το «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956), το «America-America» (Ελ. Καζάν, 1962), «Sweet Movie» (Ντ. Μακαβέγιεφ, 1974), κ.ά.

Το 1960 κερδίζει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», τραγούδι το οποίο θα συμπεριληφθεί στα δέκα εμπορικότερα του 20ού αιώνα.

Ωστόσο, η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών τού χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θα αποδεχθεί ποτέ και θα τη μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.

Πνεύμα ανήσυχο, ο Μ. Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Δοξιάδη. Το βραβείο απονέμεται στον Ιάννη Ξενάκη, άγνωστο τότε στο ελληνικό κοινό.

Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στις ΗΠΑ, όπου ανεβάζει στο Μπρόντγουεϊ με τον Ζιλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Στην Αμερική θα παραμείνει μέχρι το 1972 και η μουσική του αντίληψη θα επηρεαστεί σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών «Reflections» με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble.

Τo 1972, τον πιο σκοτεινό χρόνο της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», μέσα από το οποίο επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής.

Η γέννηση του «Τρίτου»

Το 1975 αρχίζει η χρυσή εποχή του «Τρίτου». Γίνεται διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα» (1975-81) τον οποίο, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, γίνεται σημείο αναφοράς.

Το 1989-93 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με Έλληνες και ξένους σολίστ.

Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν διαρκώς παρών στην ελληνική δισκογραφία, με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ' τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά.

Μοναδικός, ιδιοφυής και αεικίνητος, ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας στις 15 Ιουνίου 1994.

 «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει»

«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά. (…). Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά (…). Το ερώτημα περνάει απ’ τις ηλεκτρικές εφημερίδες της κεντρικής πλατείας. Πώς θ’ αντιδράσουμε και πώς δεν θα συμβιβαστούμε με το τέρας; (…)»

 

Μάνος Χατζιδάκις

Ο Χατζιδάκις συμβολίζει τη φωτεινή Ελλάδα. Την Ελλάδα που δεν χωράει στην αρένα της ευτέλειας.

«Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ό,τι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία».

Συμβολίζει την Ελλάδα που δε λερώνεται από την απρέπεια, από την αμάθεια, από την ευήθεια. Ο Χατζιδάκις είναι εκείνη η Ελλάδα που κάθε σύγκριση της εξουσίας μαζί της αποκαλύπτει πόσο «γυμνός είναι ο βασιλιάς».

Η ευαισθησία και η αισθητική του Χατζιδάκι, η αυθεντική του λαϊκότητα που βρισκόταν σε αμείλικτο πόλεμο με τον λαϊκισμό («λαϊκό – έλεγε – είναι ό,τι ασχολείται με τον άνθρωπο και προέρχεται από τον άνθρωπο»), η διαδρομή μιας ζωής κόντρα στην εμπορευματοποίηση και στον εκχυδαϊσμό της τέχνης, έβρισκαν την απόλυτη αντανάκλασή τους στην οξεία κριτική του ματιά προς τους «από πάνω» και στη διαρκή του άρνηση σε συμβιβασμούς προκρούστιους για την σκέψη του. «Ποιοι θα μας κυβερνήσουνε μελλοντικά, στην Ενωμένη Ευρώπη;» τον ρώτησαν όταν η Ελλάδα έμπαινε στην τότε ΕΟΚ. Απάντησε: «Ελπίζω για τους επερχόμενους, μια δημογεροντία του πνεύματος κι όχι η άγια κι αποστολική οικογένεια του πρίγκηπος Φρανκενστάιν»…

 

Ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε ο δημιουργός που έβαλε τη σφραγίδα του στον πολιτισμό μας. Κορυφαίος αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού, το δρομολόγησε σε νέους μουσικούς ορίζοντες. Πρωτοπόρος στην τέχνη του. Και ταυτόχρονα: Ασυμβίβαστος στη ζωή του. Ξένος απέναντι στην όποια κολακεία και στην τακτική της «αναρρίχησης». Εχθρός της σοβαροφάνειας και των παγιωμένων αντιλήψεων. Λάτρης του νέου και της συνεχούς αμφισβήτησης.

Όλα αυτά μαζί εξηγούν το γιατί όσοι διοικούν και άρχουν, είτε από τη θέση του κυβερνήτη, είτε από τη θέση του «χωροφύλακα» των ιδεών, είτε από τη θέση του «νταβατζή» – διακινητή της εικονικής τηλεπραγματικότητας, έχουν «περιποιηθεί» για τα καλά τον Χατζιδάκι όλα αυτά χρόνια. Ρίχνοντάς τον – ουσιαστικά – στη σπηλιά του σιωπητηρίου. Εκεί, δηλαδή, που θέλουν να κρατούν έγκλειστη κάθε φωνή που σηματοδοτεί την ανάταση.

Από μια άποψη, βέβαια, αυτό είναι ευτύχημα. Για δυο λόγους: Πρώτον, γιατί με τη στάση τους ομολογούν – άθελά τους – πόσο αδύναμοι είναι να λερώσουν ό,τι δεν μπορούν να καταλάβουν. Ο,τι δεν μπορούν να εννοήσουν. Ο,τι δεν μπορούν να φτάσουν. Δεύτερον, γιατί έτσι μένει ανόθευτη η φωνή του Χατζιδάκι από την προσπάθεια εκείνων των επίδοξων αμόρφωτων λεχριτών που θα αποτολμούσαν, ενδεχομένως, να την αλλοιώσουν.

«Οι βρικόλακες επιστρέφουν…»

Αν ο μουσικός Μάνος Χατζιδάκις αποτελεί κορυφαίο πολιτιστικό κειμήλιο για τον τόπο, ο «πολιτικός» Χατζιδάκις είναι ένας σκαπανέας και σηματωρός της ουσίας των προβλημάτων του καιρού μας.

Η τελευταία φορά που ο Χατζιδάκις ανέβηκε στη σκηνή ήταν στις 22 Φεβρουαρίου 1993. Και ήταν για να διευθύνει την Ορχήστρα των Χρωμάτων, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε μια συναυλία αφιερωμένη σε ένα… «ανεπίκαιρο» θέμα: Στον αγώνα ενάντια στον ναζισμό και τον φασισμό. Αυτό συνέβη 20 και πλέον χρόνια πριν…

Στο έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας με τον υπότιτλο «Οι βρικόλακες επιστρέφουν» κατέθετε και τις δικές του «σκέψεις και παρατηρήσεις για το αναζωογονημένο φαινόμενο του Νεοναζισμού». Μεταξύ άλλων σημείωνε ο Μάνος Χατζιδάκις:

«Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δύο μορφές. ‘Η προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα, που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους, ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερος ο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού κι ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε. Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα ΜΜΕ ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία των ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία με τεράστια και αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέροντα. Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός, η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακριά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από την συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας. Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος “αρχηγός” που θα ηγηθεί αυτού του κατάπτυστου περιεχομένου μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε».

«Όποιος δε φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει, λέει ο Χατζιδάκις. Η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά (…) Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά. Η μορφή του τέρατος είναι αποκρουστική. Όταν όμως το πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει, τότε πρέπει να φοβόμαστε… γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε (…)».

«Αυτό το “τέρας”! Άλλοτε καμουφλαρισμένο και άλλοτε ξεδιάντροπα προκλητικό έχει γιγαντωθεί, έχει αποκτήσει πολλές μορφές. Τα πλοκάμια του απειλούν θεούς και δαίμονες».

«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση -εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.

Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική “παράδοση” η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.(…). Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή “λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων” σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες».

«Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός», λέει ο Χατζιδάκις.

Αξεπέραστη η παρομοίωσή του: «Ο πατριωτισμός των φασιστών έχει τόση σχέση με την πατρίδα, όση σχέση μπορεί να έχουν με τον πατριωτισμό τα άλογα επειδή συμμετέχουν στις παρελάσεις»…

«Ταξίδεψα πολύ – γράφει – και αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πως η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σοβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές».

«Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους. (…) Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (…)».

«Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος».

ΠΗΓΗ: imerodromos.gr

 

 
 Με στοιχεία από το sansimera.gr και τον imerodromo.gr
Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.