Print this page

Σαν σήμερα 7 Ιουλίου 1893 γεννιέται ο ποιητής της Επανάστασης Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

July 07, 2021 690

Ο ποιητής της επανάστασης, Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι

Σαν σήμερα  7 Ιουλίου 1893 γεννιέται ο ποιητής της Επανάστασης

 

Ρώσος ποιητής, αυτός που εξέφρασε με τα καταπληκτικά γραπτά του την Οκτωβριανής Επανάστασης. Υπήρξε ο κορυφαίος εκπρόσωπος του ρωσικού φουτουρισμού.

 

Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (Vladimir Mayakovsky) γεννήθηκε στη Βαγδάτη της Γεωργίας στις 7 Ιουλίου 1893. Ο πατέρας του ήταν ευγενούς καταγωγής (Ρώσος με κοζάκικες ρίζες), δασοφύλακας το επάγγελμα. Η μητέρα του ήταν ουκρανικής καταγωγής. Από τα 14 χρόνια του ασπάσθηκε τις ιδέες του σοσιαλισμού και συμμετείχε ενεργά σε αντιτσαρικές διαδηλώσεις στη γενέτειρά του. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός Βλαντιμίρ, η μητέρα του και οι δύο αδελφές του, Όλγα και Λουντμίλα, μετακόμισαν στη Μόσχα.

Το 1908 ο Μαγιακόφσκι έγινε μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και φυλακίστηκε επανειλημμένα για την ανατρεπτική δράση του. Στο κελί της απομόνωσης άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Μετά την αποφυλάκισή του φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και προσχώρησε στο κίνημα των ρώσων φουτουριστών, όπου γρήγορα διακρίθηκε κι έγινε ο κύριος εκπρόσωπός τους.

Το 1912, ο κύκλος των ρώσων φουτουριστών εξέδωσε μανιφέστο με τίτλο «Χαστούκι στο γούστο του κοινού». Το κίνημα του φουτουρισμού ανήγαγε σε φετίχ του το μέλλον και ύμνησε την τεχνολογική εξέλιξη. «Ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο αγώνων είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης» υποστήριζε ο «γκουρού» του φουτουρισμού, ιταλός Τομάσο Μαρινέτι. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ρώσοι συνοδοιπόροι του: «Το παρελθόν είναι στενάχωρο. Η Ακαδημία, ο Πούσκιν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, είναι πιο ακατανόητοι κι από ιερογλυφικά» γραφόταν στο Μανιφέστο. Οι φουτουριστές συνήθιζαν να διαβάζουν ποιήματά τους καταμεσής του δρόμου, έριχναν τσάι στο ακροατήριό τους και γενικά έκαναν το παν για να ενοχλούν τον καθωσπρεπισμό των αστών.

Από την εποχή αυτή η ποίηση του Μαγιακόφσκι άρχισε να γίνεται επιθετική και προκλητική, με έντονα στοιχεία υπερβολής, υπεροψίας και αυτοαναφοράς. Το 1915 δημοσιεύει το πρώτο μεγάλο του ποίημα με τίτλο: «Σύννεφο με παντελόνια», από το οποίο πήρε και το όνομά του το γνωστό ελληνικό μουσικό σχήμα «Σύννεφα με παντελόνια». Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου γνωρίζει και ερωτεύεται τη Λιλλή Μπρικ, γυναίκα του εκδότη του Οσιπ Μπρικ. Τις αφιερώνει το επόμενο σπουδαίο ποίημά του «Σπονδυλωτό Φλάουτο» (1916). Και τα δύο αυτά έργα του καταγράφουν έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση κι εκφράζουν τη διάσταση του ποιητή με τον κόσμο που ζούσε.

Με την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Μαγιακόφσι υπηρέτησε πολυποίκιλα με την πέννα του το νέα κοινωνία. Έγραφε στρατευμένα ποιήματα («Ωδή στην Επανάσταση», «Αριστερή Πορεία»), άρθρα, βιβλία για μικρά παιδιά και ζωγράφιζε αφίσες και σκίτσα, τα οποία συνόδευε με στίχους και συνθήματα, ενώ παράλληλα περιόδευε τη χώρα, κάνοντας διαλέξεις και απαγγελίες. Το 1924 έγραψε μία ελεγεία από 3.000 στίχους για τον θάνατο του Λένιν.

Μετά το 1925 ταξίδεψε στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Κούβα, το Μεξικό, εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις της ερωμένης του στη διαβόητη μυστική υπηρεσία «Τσε-Κα». Τις εντυπώσεις από το ταξίδι του στο Νέο Κόσμο τις αποτύπωσε στο βιβλίο του «Πώς ανακάλυψα την Αμερική».

Σε μια διάλεξή του στις ΗΠΑ γνωρίζεται με την Έλι Τζόουνς. Καρπός του κεραυνοβόλου και σύντομου έρωτά τους είναι μια κόρη, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε το 1929, όταν συναντήθηκε κρυφά με την Τζόουνς στη Γαλλία. Εκείνη την εποχή ο Μαγιακόφσκι ζούσε ένα παθιασμένο έρωτα με την Τατιάνα Γιακόβλεβα, μία συμπατριώτισσά του εμιγκρέ, που ζούσε στο Παρίσι. Επιθυμούσε να την παντρευτεί, αλλά αυτή αρνιόταν πεισματικά.

Στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του εξέδωσε δύο θεατρικά έργα («Κοριός» και «Λουτρό»), με κριτική διάθεση απέναντι στη σοβιετική γραφειοκρατία. Η αποτυχία της παράστασης του «Λουτρού» στο Λένινγκραντ το 1930, οι ερωτικές του απογοητεύσεις, οι διαδοχικές παρεξηγήσεις και συγκρούσεις με τον Ρωσικό Σύνδεσμο Προλεταρίων Συγγραφέων, οδήγησαν τον Μαγιακόφσκι στην απελπισία. Απογοητευμένος και από τη σοβιετική πραγματικότητα, μετά την άρνηση των αρχών να του δώσουν άδεια να ταξιδέψει στο εξωτερικό, έβαλε τέλος στη ζωή του στις 14 Απριλίου του 1930.

Το σημείωμα που βρέθηκε στον τόπο της αυτοκτονίας του έγραφε:

Σε όλους.

Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατο μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά.

Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο. Λιλλή αγάπα με.

Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλλή Μπρικ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ' ευχαριστώ. Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν.

Όπως λένε "Το επεισόδιο έληξε".

Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών;

Να 'στε ευτυχισμένοι.

Μετά την αυτοκτονία του, ο σοβιετικός τύπος επιτέθηκε στον ποιητή, χαρακτηρίζοντάς τον «φορμαλιστή» και «συνοδοιπόρο» και όχι «Καλλιτέχνη του Λαού», όπως συνηθιζόταν για τους στρατευμένους καλλιτέχνες. Η Λιλλή Μπρικ έγραψε, τότε, ένα γράμμα στο Στάλιν και του ζητούσε την αποκατάσταση του ονόματος του Μαγιακόφσκι. Ο Στάλιν ανταποκρίθηκε και τον χαρακτήρισε «Καλύτερο και πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής μας εποχής».

Αυτός ήταν και ο «δεύτερος θάνατος του Μαγιακόφσκι», σύμφωνα με τον φίλο του συγγραφέα Μπόρις Πάστερνακ («Δρ Ζιβάγκο»), αφού μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1991) χαρακτηρίστηκε «ένας από τους εκπροσώπους του ολοκληρωτισμού», ενώ μια μερίδα της κριτικής θεωρεί σήμερα το έργο του ξεπερασμένο. Ο Μαγιακόφσκι, με τον λυρισμό και τις τεχνικές καινοτομίες, βρήκε αξιόλογους συνεχιστές στην πατρίδα του (Οστρόφσκι, Έρενμπουργκ, Γεφτουσένκο) και στο εξωτερικό (Ελιάρ, Αραγκόν, Νερούντα, Ρίτσος, Πατρίκιος).

Μετά το θάνατο του Στάλιν κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Μαγιακόφσκι δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε κατ' εντολή του. Τη δεκαετία του '90, όταν άνοιξαν τα αρχεία της KGB, δεν βρέθηκε κάτι σχετικό κι έτσι οι φήμες παρέμειναν αναπόδεικτες.

Βιβλιογραφία

«Μαγιακόφσκι: Τα εύκολα και τα δύσκολα» («Ελληνικά Γράμματα»), ποιήματά του μεταφρασμένα εξαιρετικά από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο.

Β.Ι. Λένιν («Σύγχρονη Εποχή»)

Ερωτική Αλληλογραφία με τη Λίλι Μπρικ («Άγκυρα»)

Θεατρικά («Γκοβόστης»)

«Ποιήματα» σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου («Κέδρος»)

«Πώς ανακάλυψα την Αμερική» («Σύγχρονη Εποχή»)

«Σύννεφο με παντελόνια» («Τραμάκια»)

«Φλέγομαι», μυθιστορηματική βιογραφία του Μαγιακόφσκι από τον Τούρμπγιερν Σέβε. («Scripta»)

Δισκογραφία

Θάνου Μικρούτσικου: «Καντάτα για τη Μακρόνησο/Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη» (Lyra, 1976), με ερμηνεύτρια τη Μαρία Δημητριάδη.

Σύννεφα με Παντελόνια: «Τίποτα δεν κρύβεται κάτω απ' τον ήλιο» (Minos-EMI, 2001). Οι στίχοι του Μάνου Ξυδού βασίζονται σε ποιήματα του Μαγιακόφσκι.

Προανάκρουσμα - 1976 

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Μαρία Δημητριάδη

Ο στίχος μου
τον όγκο των ετών
θα σκίσει
και θα προβάλει
βαρύς
τραχύς
μα κι ορατός ακόμη
ως έφτασε μέχρι τις μέρες μας
το υδραγωγείο που ’χαν χτίσει
οι δούλοι κάποτε
στη Ρώμη..

 

 

Ξελασπώστε το μέλλον - 1976

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Μαρία Δημητριάδη

Το μέλλον δε θα ρθεί
από μονάχο του έτσι νετο σκετο
αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς
από τα βράγχια κομσομόλε άρπαξέ το
απ’ την ουρά του πιονιέροι κι εσείς

Πόλεμος δεν είναι μόνο όπως θαρρείς εσύ
να λες ναι ναι στα μέτωπα με βολές πολυβόλου
της φαμίλιας του σπιτικού η επίθεση
για μας μικρότερη απειλή δεν είναι διόλου

Η κομμούνα δεν είναι μια βασιλοπούλα
του παραμυθιού που λες
για να την ονειρεύεσαι τις νυχτιές
μέτρησε καλοσκέψου σημάδεψε
και τράβα βήματα τα βήματα
έστω και πάνω σε μικροζητήματα 

Δεν είναι μόνον ο κομμουνισμός στη γη
στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα
είναι και μες στο σπίτι
στο τραπεζάκι εμπρός
στις σχέσεις στη φαμίλια
στην καθημερινή ρουτίνα

 

Μ΄ όλη μου τη φωνή - 1976

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Μαρία Δημητριάδη

Μεις, με τη δόξα, θα λογαριαστούμε αλλιώς –
δικιά μας δα κι αυτή έχει λάχει –
ας γίνει για όλους μας ένα μνημείο κοινό
ο σοσιαλισμός
που εδραιώσαμε στη μάχη.
Απόγονοι,
ελέγξετε καλά τα λεξικά σας :
μες απ’ τη Λήθη
θ’ αναδυθούν
φάσματα λέξεις σαν αυτές :
«πορνεία»,
«φυματίωση»,
«αποκλεισμός», όχι άλλες.
Για σας,
τους σβέλτους
και γερούς, για δες,
ο ποιητής
έγλειψε με τη γλώσσα των πλακάτ
τις φθισικές ροχάλες.
Όσο μακραίνει
των χρόνων η ουρά,
τόσο θα μοιάζω
με τ’ απολιθωμένα εκείνα τέρατα.
Άντε, λοιπόν, συντρόφι,
να τη διαβούμε πιο γοργά
όση ζωή μας μένει
με πεντάχρονα.
Τα γραφτά μου
κέρδος δε μου’φεραν
ούτε ένα ρούβλι για μισό,
ούτε, βεβαίως, από μαόνι
έπιπλα λεία,
κι εξόν από φρεσκοπλυμένο
ένα πουκάμισο,
λόγω τιμής
δεν έχω τίποτ’ άλλο χρεία.
Όταν θα παρουσιαστώ
στου φωτεινού σας
μέλλοντος
την κεντρική επιτροπή
θα’ ρθω, πάνω απ’ τη συμμορία της ποίησης
των πλεονεχτών και σαλταδόρων,
σείων
σα μπολσεβίκικη ταυτότητα
κομματική,
τους εκατό τόμους μαζί
όλως μου των
κομματικών βιβλίων.

Το ποίημα του Οχτώβρη - 1976

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Μαρία Δημητριάδη & Γιώργος Κιμούλης

Ο χρόνος είναι κάτι απίθανα μακρύ
Υπήρξαν χρόνοι πάει περάσαν μυθικοί
Ούτε μπιλίνες ούτε έπη ούτε εποποιίες πια
Σαν τηλεγράφημα η στροφή πετά

Με φλογισμένα χείλη πιες γονατιστός
Απ’ το ποτάμι που το λένε γεγονός
Είν’ ο καιρός Που όλος βομβίσει σε τηλέγραφου χορδή
Είναι η καρδιά με την αλήθεια ίδιο μαζί

Μη λησμονήσετε να μνημονεύσετε τον ποιητή μας
Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι
Πριν σαράντα έξι χρόνια μίσεψε μακριά μας
Τι δουλειά έχει ο Μαγιακόφσκι;
Μας μίλαγε τακτικά ένας γέρος σύντροφος Μακεδόνας
Στη φάμπρικα γι’αυτόν
Όταν καμιά Κυριακή πίναμε καμιά ρακή από την πατρίδα
Και μετά τραγουδούσαμε τραγούδια της ξενιτειάς
Και τ’αντάρτικα
Είχε μείνει χρόνια στη Ρωσία
Κι έπαιρνε το βιβλίο με τα ποιήματα του Βλαδίμηρου
Όπως τον έλεγε
Και μας διάβαζε
Και θυμόταν τον άλλο Βλαδίμηρο
Και δάκρυζε καμιά φορά
Σαν πολλά να τά’πα
Γεια σας και πάλι\

Προανάκρουσμα - 1976

Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος & Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Μαρία Δημητριάδη

Ο στίχος μου
τον όγκο των ετών
θα σκίσει
και θα προβάλει
βαρύς
τραχύς
μα κι ορατός ακόμη
ως έφτασε μέχρι τις μέρες μας
το υδραγωγείο που ’χαν χτίσει
οι δούλοι κάποτε
στη Ρώμη.

 

Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί | Μαγιακόφσκι

Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
περί δημοκρατικής τάξης,
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.

Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.

Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.

Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά
το πρόσωπο το φτυσμένο.

Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;

Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.

Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!

Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.

Στίχοι που ξεσκεπάζουν, προειδοποιούν, προβλέπουν

Ο Μαγιακόφσκι αποκάλυψε, με λόγο ανιδιοτελή και πηγαίο, το «μικροαστικό κάθαρμα» που, μόλις «πάψανε οι θύελλες των επαναστατικών λίκνων» και «σκεπάστηκε με βρύα ο σοβιετικός αναβρασμός», έκανε την εμφάνισή του «σαν σκιάχτρο» και μπήκε «σε όλα τα ιδρύματα με αέρα / Γεμίζοντας με ρόζους τους πισινούς απ’ το πεντάχρονο καθισιό», στήνοντας «βολικά γραφεία και κρεβατοκαμαρούλες».

Μίλησε ακόμα (ενδεικτικά σταχυολογούμε) για: 

 Τους «Συνεδριάζοντες» (1922), τους πολυάσχολους γραφειοκράτες που σπαταλούσαν ολημερίς τον χρόνο τους σε συνεδριάσεις, αφήνοντας την πραγματική ζωή να περνάει από δίπλα τους. 

 Τον δύσπιστο «Θωμά» (1923), που τριγυρνούσε ανάμεσα σε όσους πασχίζουν να φτιάξουν την κομμούνα, να ανταποκριθούν στο κάλεσμα που «η ζωή σαλπίζει για την καινούργια εποχή». Και ο ποιητής, αισιόδοξος ακόμη, τον κατακεραύνωνε: «Αλλά άκου / εσύ συνομοταξία των Θωμάδων! / Εμείς / θα τα καταφέρουμε / και χωρίς τα καλά σας λόγια − / μόνο εσείς / τη δουλειά μας να μην εμποδίζετε». 

 Τον «Τεχνητό άνθρωπο» (1926), τον «άνθρωπο του συστήματος– τον “γραφειοκράτη”», που μοιάζει εξωτερικά με όλους τους άλλους «Αλλά μέσα / αντί για φωνή – / συσκευή για παραγωγή / τυποποιημένων εκφράσεων» έχει. 

 Τον «Δειλό» (1928), τον ευθυνόφοβο γραφειοκράτη, που κυκλοφορoύσε «στη δοξασμένη / από ήρωες / χώρα», σαν ψάρι που χαμηλώνει τα «ματάκια» του «ακόμα κι εμπρός σε πρόσωπα συγγενικά του», που προσπαθεί συνεχώς να καταχωνιαστεί «πίσω από τη διαταγή», να κρυφτεί «πίσω από την εντολή», που «στους διευθυντές / ξωπίσω τρέχει, / τη γνώμη / τη δική τους / ν’ ακούσει / και αύριο / πρώτος να την έχει». 

 Την «Υπαλληλάρα» (1928), το «κομματικό κουνούπι», το «παρασημοφορεμένο ψωράλογο», τον τύπο που αφού ριζώσει στη θέση του «δεν βλέπει / πέρα / από τη δική του μύτη» και σπαταλάει τον χρόνο του σε κολακείες και γλειψίματα. Ο τύπος αυτός «Τον κομμουνισμό / τον έμαθε απ’ τα βιβλία / παπαγαλίζοντας κάθε “ισμό”» και από τότε «τέλειωσε για πάντα / με τις σκέψεις / για τον κομμουνισμό. / Γιατί να κοιτάξει παραπέρα;! / Την εγκύκλιο / θα καθίσει / να περιμένει» − επειδή πιστεύει ότι «εμείς, λοιπόν, / δε χρειάζεται / να σκεφτούμε, / όταν / σκέφτονται οι ηγέτες». 

 Τον «μεγαλόσχημο Σοβιετικό» αξιωματούχο τύπου «Πομπαντούρ» (1928), ο οποίος λογάριαζε «τη νίκη του λαού που του ’δωσε το σήμα / και την απρόσβλητη της εξουσίας πατέντα […] σαν δικό του κτήμα, / σαν αμοιβή για τα σπουδαία του ταλέντα». Γραφειοκράτης σαν αυτόν «Με το λαό δεν έχει πια δεσμό / Κι όμως κεφάλαια -πολιτικά- αποταμιεύει / Εχει τη γνώμη πως πήρε διορισμό / σαν πρίγκιπας ισόβιος να βασιλεύει». Ενάντια σε όλους αυτούς ο ποιητής καλούσε: «Σαρώστε τους ηλίθιους για πάντα. / Σύντροφοι! Ας φουρτουνιάσουν του λαού τα κύματα / μαζί με το κόμμα / στους Πομπαντούρ ενάντια!» 

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.