Print this page

Ο Ιούλης στην ποίηση - ΒΙΝΤΕΟ

July 10, 2022 573

 

Ο Ιούλης στην ποίηση - ΒΙΝΤΕΟ

Μανώλης Αναγνωστάκης 

Φοβάμαι τους ἀνθρώπους που ἑφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».

 

Κώστας Βάρναλης

«…Ήτανε μήνας Αλωνάρης, ντάλα μεσημέρι,
που ξεφαντώνανε στα κλώνια ασίγαστα τζιτζίκια,
στη θάλασσα των αμπελιών μελώναν τα σταφύλια
και βίγλιζε στη δεμοσιά με χίλια μάτια ο ήλιος
κι από τον ήλιο πιότερο λαμπάδιαζεν ο τάφος…»
Η «άγνωστη» ατιμία



Οδυσσέας  Ελύτης 

i. “…Τον ΙΟΥΛΙΟ κάποτε μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν…
Αμαρτία μου να ‘χα κι εγώ μιαν αγάπη
Ρόδο μου ρόδο αμάραντο…”


 Άξιον εστί

ii.«Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ’ ένα στεντόρειο μεσημέρι,
γεμάτο τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, νάρθει η ώρα που θα
δαγκώνεις το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις δροσερό
νερό, καφέδες, και σιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.»

Εκ του πλησίον

iii.  [Γυμνός, Ιούλιο μήνα]

("Ο Μικρός Ναυτίλος")
Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.
Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Mόνο που 'ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση - αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.


Κ. Π. Καβάφης   - Να μείνει

 

Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισυ.

Σε μια γωνιά του καπηλειού·
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.

Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.

Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.

Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα·
γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά του
είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.



 Ρένα Καρθαίου - Ιούλιος 

Γέμισε χρυσάφι ο κάμπος ,
γέμισαν τα μάτια θάμπος .

Φως το αλώνι του Αλωνάρη ,
ήλιο ξέχειλο και στάρι .

Τρεμουλιάζει, αχνός , η μέρα
μες στον διάφανον αιθέρα .

Και του τζίτζικα το πριόνι ,
όσο πάει και δυναμώνει .

Το θερμόμετρο ανεβαίνει ,
σπίτι του κανείς δε μένει .

Μπλουμ! Στη θάλασσα πηδάει
όλη η Ελλάδα κολυμπάει .

Νίκος Καρούζος 

 

  1. Αλλόφρονας Ιούλιος

“Ο γενέθλιός μου μήνας στα θολερά/ λιοπύρια του Καρκίνου
μ’ έναν απρόκοφτον ίσκιο που αναβλύζει/ δονούμενος από φευγαλέα
φωνήματα κληματαριάς- τι άρια/ ο θάνατος ή η έβδομη κοίμηση…

Σα να αισθάνομαι το σώμα μου στον ιδρώτα/ λουσμένο μουσείο
Οπού ‘χει να δείξει σωζόμενες αστραπές
τη μεγάλη του πόνου προσωπογραφία.

Μοναστήρι παμπάλαιο τούτος- εδώ ο ύπερος.
Δεν επιτρέπω υπολειπόμενα δάκρυα
προχωρώντας με χαυλιόδοντες αταραξίας
ανάμεσα στα μελανθή με φως ανήμερο
να κατακάψω και τις πέντε ηπείρους.
Την καλησπέρα μου στα Ιδανικά σας”.


ii. 17 Ιουλίου 1979

“Μακρινός ο ήχος απ’ τα πένθη
στο ακόρεστο ξέφωτο που οδεύουμε
τόσο λεπτή σαν κλωστούλα φυσαρμόνικα
στα σαρκώδη χείλη της βραδιάς η απουσία
ξετινάζοντας
όνειρα πρησκόμενα
κι αγιάτρευτα.
Είμαι πικρός και επώδυνος
από αρχαϊκότητα
ωσάν το στρουφί που ραμφίζει
τα μικρά του ευρήματα.
Είμαι σήμερα κλειδωμένος στην ευτυχία.
Τη μουσική μου δεν τη θέλω πια
σας τη χαρίζω.”
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)


Φ. Γκ. Λόρκα - Μπαλάντα μιας μέρας του Ιουλίου

“Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών.
Πού πας, ομορφούλα μου,/ Χιονούλα και ήλιε;
Πάω στις μαργαρίτες/ του πράσινου λιβαδιού.
Δε φοβάσαι/ που αλαργεύεις μόνη;
Ούτε ο ερωδιός ούτε ο ίσκιος/ φοβίζουν τον έρωτα.
Τον ήλιο να φοβάσαι, ομορφούλα μου,/ χιονάτη κόρη.
Έχει φύγει η καρδιά μου,/ για πάντα.
Ποια είσαι, λευκή κόρη,/ κι από πού έρχεσαι;
Γυρίζω από τους έρωτες/ κι από τις κρήνες.
Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών.
Τι έχεις στα χείλη σου/ που τα φλογίζει;
Το άστρο του καλού μου/ που ζει και πεθαίνει.
Τι έχεις στο στήθος σου/ λεπτό κι ωραίο;
Το σπαθί του καλού μου/ που ζει και πεθαίνει.
Τι λεν τα μαύρα μάτια σου,/ σοβαρό και βαθύ;
Τη σκληρή απελπισιά μου/ που πάντα πληγώνει.
Γιατί φοράς μαύρο/ του θανάτου μανδύα;
Αλίμονο, είμαι θλιμμένη/ κι άκληρη χήρα,
του κόντε της Δάφνης/ της Ροδοδάφνης.
Αφού κανέναν δεν αγαπάς,/ τι ψάχνεις εδώ;
Το σώμα του όμορφου κόντε μου/ της Ροδοδάφνης.
Ψάχνεις λοιπόν τον έρωτα να βρεις/ άπιστη χήρα;
Σου εύχομαι να τον βρεις.
Τα άστρα του ουρανού/ είναι οι πόθοι μου,
σ’ αυτά θα βρω τον εραστή μου/ που ζει και πεθαίνει.
Αναπαύεται μες στο νερό,/ χιονάτη κόρη
σκεπασμένος με νοσταλγίες/ κι άσπρα γαρίφαλα.
Αχ, ιππότη περιπλανώμενε/ στα κυπαρίσσια,
μια νύχτα φεγγαρόφωτη/ σου χαρίζει η ψυχή μου.
Ω, Ίσις ονειροπαρμένη!/ Κόρη δίχως γλύκα,
με στόματα παιδιών/ λέει τις ιστορίες της.
Την καρδιά μου σου δίνω./ Μια καρδιά ήρεμη
πληγωμένη από το βλέμμα/ των γυναικών.
Γενναίε ιππότη,/ ο Θεός μαζί σου.
Πάω να βρω τον κόντε/ της Ροδοδάφνης.
Αντίο, δέσποινα μου,/ κοιμισμένο ρόδο,
εσύ πας στον έρωτα/ κι εγώ πάω στο θάνατο.
Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών.
Η καρδιά μου αιμορραγεί,/ κόκκινη κρήνη”.


(Φ. Γκ. Λόρκα, Ποιητικά άπαντα, εκδ. Εκάτη)Ποίηση: Federico Garcia Lorca.
Ποιητική απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Μουσική: Χρήστος Λεοντής.

 

Λένα Παππά - Ιούλιος-Αύγουστος

Ο  ηλιοφόρος Ιούλιος λίγος,
ο εύγευστος Αύγουστος ελάχιστος
καὶ πότε κιόλα ο σιγαλός Σεπτέμβριος.
Προς το  κενό καλπάζοντας
να  κρατηθείς, από που
να  φύγεις,
κλειδί—κλαδί δεν έχει ο  χρόνος λείος, απότομος
κάθε στιγμή του γκρεμός — πως να  σώσεις
την αστραπή τη  ζωή σου
—μ’ ένα ποίημα, μ’ ένα παιδί,
μ’ ένα άγαλμα στο μουσείο;
Μία, δύο και  τρεις φορές κι εκατοντάδες
κι αν έρθει ο Ιούλιος
κι ο  Αύγουστος αν έρθει πάλι
στο θάνατό σου θα  σ’ εγκαταλείψουν
που λίγο-λίγο, καθημερινός σ’ έχει κερδίσει, όσα
φιλιά  κι όσα φτερά
μέσα τους κι αν επρόφτασες να  θησαυρίσεις.


Γιάννης Ρίτσος 

i.Κυρά των αμπελιών 

(απόσπασμα)

«Κυρά κυρά θαλασσινή και στεριανή
με τα λουλουδιασμένα μάγουλα
σφίγγοντας μες στον μπούστο σου
την κάψα του αλωνάρη
πότε κρατώντας στην ποδιά σου

ένα καράβι μικροκάραβο
πότε σαν παναγιά αιγιοπελαγίτισσα
ντυμένη μ’ένα δίχτυ
να κουβαλάς στο σούρπωμα στηνκεφαλή σου
το πανέρι με τα ψάρια

Μηλί βαϊ βαϊ μηλί, μηλίτσα της ανηφοριάς
πως σου τριαντιαφυλλίσανε τα μήλα της αγάπης

Σπανε τα ρόδια στη ροδιά και πεφτουν γέλια στο ποτάμι
με κουκουναρια κυνηγιουνται οι κορασιες στο περιγιάλι κι αχ, ο δραγάτης δε βαστά τέτοιο πουλί στον κόρφο του
κι αχ, δε βαστάνε οι βιολιτζήδες τ’αμπελιόυ μες στα βιολιά τους

Μηλί, βαϊ βαϊ μηλί, μηλίτσα της ανηφοριάς
πως σου τριανταφυλλίσανε τα μήλα της αγάπης»


ii [Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου]


Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών
και των γρύλων – έλεγε, –
το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς αγκυροβολημένο στο
παλιό τζάκι της καλύβας,
η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –
δε σου ζητούν αποδείξεις,
οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση,
υπάρχουμε,
μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της
θερινής νύχτας,
τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα,
οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές,
τα κορίτσια ξύπνια,
η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της,
το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι.
Ο μικρός ακούρευτος βοσκός
ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων,
τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού,
το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του,
τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πώς περίμενε,
έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο
και ξάπλωσε μόνος,
σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του,
(μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας),
κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα –
Άγνωστη γνώση
γνώση του σώματος,
άγνωστο σώμα.
(Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 3ος, Κέδρος)

iii. ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ;


Ολα γερνάνε, παλιώνουν, αχρηστεύονται - είπε-
παράνομοι καπνοί, κλεισμένες κάμαρες,
σημαίες, σκοτωμένοι, προκηρύξεις, αγάλματα-
η άσπρη κουρτίνα κιτρίνισε,
ο καθρέφτης γδάρθηκε μαζί με το πρόσωπο,
στ' όμορφο φόρεμα που φορούσες κείνη τη νύχτα
εγκαταστάθηκε ο σκόρος,
το καφενείο της γωνιάς έκλεισε,
το μπαλκόνι έπεσε μπρούμυτα στις τσουκνίδες,
τ' άγαλμα του κήπου χωρίς φαλλό-
τι χρειάζεται, λοιπόν, η λύπη, τι χρειάζεται το μίσος,
η ελευθερία, η έλλειψη ελευθερίας,
τ' ασημένια κουταλάκια, η αποταμίευση,
η χρυσή μασέλα της νεκρής, ο ήλιος,
τα δυο κηροπήγια στο τραπέζι, οι ασπιρίνες,
τι χρειάζονται ο έρωτας κι η ποίηση;

Είχε λιακάδα τότε -Ιούλιος μήνας-

δίπλωναν το ψωμί στην πετσέτα,

το πλοιάριο έφευγε,

έκαιγαν οι εφημερίδες σ' ένα ψάθινο καπέλο

καταμεσής στο νερό.

 Πηγή:   http://homouniversalisgr.blogspot.gr/2017/06/blog-post_73.html

ΙΟΥΛΙΟΣ ΠΟΡΘΗΤΗΣ - ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

 

Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική: Παντελής Θαλασσινός

Φοράει νύχτα στα μαλλιά, του φεγγαριού την άλω
να γίνει η αγάπη διάφανη, γυναίκα ποθητή
από το κάστρο της Ωριάς στέλνει στερνό σινιάλο
και περιμένει τρέμοντας Ιούλιο πορθητή

Με της φωτιάς τα άλογα ο ήλιος ταξιδεύει
σε παϊτόνι ολόχρυσο στους δρόμους τ' ουρανού
και μια ψυχή που καίγεται τον άνεμο αγναντεύει
και χάνεται στα σύννεφα τσιγάρου πρωινού

Ένα τσαμπάκι μέλισσες και λιάτικο σταφύλι
είναι του μήνα Καίσαρα το βιος το αληθινό
κι ο ποιητής που έψαχνε θαλασσινό τριφύλλι
έγινε άσπρο ανέσπερο και φως εωθινό

 

ΠΗΓΗ: pablodelamopalimpsisto.blogspot.com

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.