Πλησιάζοντας τα σαράντα χρόνια παρουσίας στη νεοελληνική λογοτεχνία (από τότε που εμφανιζόταν με τη συλλογή λυρικών αφηγημάτων «Ένα μήλο, ένα κυδώνι, ένα κλωνί βασιλικό»), κορυφαίος πεζογράφος πια ο Ανδρέας Μήτσου, ξετυλίγει με τούτο το βιβλίο τη συναρπαστική περιπέτεια που έζησε όλα αυτά τα χρόνια, τα βιώματα που δοκίμασε και τα έργα που ύψωσε, μέσα στην «παγίδα» όχι απλώς της γραφής μα της ίδιας της ζωής.

Πρόκειται για περιγραφή μιας ευφρόσυνης ειρκτής που δεν στέρησε ποτέ από τον συγγραφέα την έμπνευση και δεν τον απέσπασε από το μείζον, να κάνει δηλαδή ένα τέχνη και ζωή, όσοι κίνδυνοι και αν καιροφυλακτούσαν γύρω ή μέσα του.

«Η Παγίδα» δεν είναι μια απόπειρα ερμηνείας αλλά επίτευγμα διαρκούς απορίας. Και, όσο κι αν ξενίζει, είναι μυθιστόρημα. Αυτό ακριβώς πιστοποιεί την συγγραφική ιδιοφυία του Μήτσου που μπόρεσε να συνθέσει στοχασμούς, λυρικές πρόζες και ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού όχι με το φιλολογικό νυστέρι που στομώνει αλλά με το γυμνό αντίκρισμα και την ανάπλαση της έμπνευσης. Εναντίον του χρόνου και των δεινών του, που δεν είναι η φθορά όπως πολλοί νομίζουν αλλά ο κυνισμός και η λήθη, ο Μήτσου αποτινάσει την κηδεμονία του τετελεσμένου και αναδημιουργεί τον κόσμο. Ανασκαλεύοντας την κρύα στάχτη της λήθης που είναι κι αυτή μια μορφή μνήμης (μια «αποθήκη» κατά τον μπορχεσιανό ορισμό), ανασύρει στοιχεία εκρηκτικά πυροδοτώντας τα εκ νέου με οξεία ματιά και αφηγηματική μαστοριά. Σαν απόσταξη περιστατικών που δεν ολοκλήρωσαν τη ζωή τους και έχουν ακόμη χυμούς, ανοιχτοί λογαριασμοί που ζητούν εξόφληση, εμπειρίες ατομικές ή οικειοποιημένες, παίρνουν νέα πνοή αποδεικνύοντας πως παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι ένα συνεχές.

Με αφετηρία τον πανταχού παρόντα τόπο, τον τόπο της ψυχής και του σώματος, από τα καταγωγικά βιώματα, την οργιώδη παιδική φαντασία και τις εικόνες που πρώτη φορά αναθρώσκουν μέσα από τους καπνούς κάποιων βιβλίων μισοκαμμένων, ως τις αρχέγονες ενοχές και φοβίες, μυστικά ψυχής επανέρχονται ακαταπαύστως με τρόπο παράδοξο και ονειρικό, ανασυνιστώντας τους υπερχρονικούς του ήρωες σ’ έναν καθαρό δικό τους χρόνο και σε μια διαρκώς νέα μορφή, με ρυθμό τον οποίο μόνο να θαυμάσει μπορεί κανείς. Η στοχαστική εμβάθυνση στα γεγονότα και η ψυχογραφική λεπταισθησία στην περιγραφή, σφραγίζουν σταθερά το έργο του που είναι μια έξοχη σπουδή του ερωτικού φαινομένου.

Ο Ανδρέας Μήτσου

Από τα πρώτα του βήματα στα «Τα σοκάκια της Πάτμου», ένα διήγημα που τρεις δεκαετίες αργότερα επανέρχεται ως «Ιδεατή τοποθεσία», ως το τρίτο του αντίκρισμα εδώ, χωρίς την αμεριμνησία πια της πρώτης εκδοχής αλλά ούτε την σκοπιμότητα της δεύτερης, η αποκάλυψη γεγονότων, τεχνικών και φράσεων που έχουν ρίζες βαθιές σε μια μεταφυσική της παιδικότητας, κυματίζει διαρκώς ως φόβος αλλά και ως λαχτάρα της έκρηξης, στα θραύσματα της οποίας χρωστούμε ως αναγνώστες χάριτες καθώς ενώνονται μαγικά σε επιτεύγματα γραφής. Έχοντας το πάθος και τις εμμονές των ηρώων του, αναλαμβάνοντας με οδύνη το ύφος τους, μήπως επιτύχει τη συμφιλίωση με τα άγνωστα κομμάτια του εαυτού του, ο Μήτσου δεν επιχειρεί έναν απολογισμό. Δεν πρόκειται δηλαδή για αυτοβιογραφία ή νοσταλγική ανακίνηση συναισθημάτων με εύκαιρο όχημα το συντελεσμένο έργο. Αποστάγματα εμπειριών συλλέγει και αναθερμαίνει, ικανός για την υπονόμευση όσο και για τον εξωραϊσμό, τεχνουργός της φαντασίωσης και της ευθύγραμμης κατόπτευσης συγχρόνως.

Ένας συγγραφέας του ύψους του Μήτσου γνωρίζει ασφαλώς πως είναι μάταιη κάθε εμπρόθετη αποξένωση. Η αγωνία του, να εγκατασταθεί στο παρόν, να συμφιλιωθεί με όλα, είναι μια ακροβασία μεταξύ πραγματικότητας και υποκειμενικής αλήθειας, μια έξοδος από τα συναισθήματα και όχι έκφρασή τους. Με αστείρευτη έμπνευση και ζυμώνοντας αισθήσεις ζωής, με όλα εκείνα τα υλικά που η συγγραφική ευφυΐα του προσκομίζει ή μεταπλάθει, αλλά και με μοναδική ικανότητα ψυχογράφου, μπορεί να μεταστοιχειώνει και να απαθανατίζει τον κόσμο. Βιώματα και γεγονότα, επεισόδια απρόσμενα και χαρακτήρες έκκεντροι, δίνουν άλλη συνέχεια και τελικά άλλη δόξα στο τυχαίο, γιατί ο συγγραφέας δεν εξηγεί απλώς την πλοκή των ανθρώπινων με τρόπους που καθηλώνουν τον αναγνώστη αλλά οδηγεί και στην κατάληξη εκείνη που αθωώνει τον άνθρωπο και τον λυτρώνει από τον φόβο, αποκαλύπτοντας την τραγική μας ουσία.

Στην «Παγίδα», φαντασία, μνήμη και αλήθεια συναπαρτίζουν ένα αδιαίρετο όλον. Η σιωπή των λέξεων, το ανάμεσα διάστημα που καμιά αναγνωστική θεωρία δεν μπορεί να συλλάβει, η γνώση πως η αποτίμηση είναι πάντα ατομική (η συλλογική κι οι τάχα «κανόνες» των κριτικών κρύβουν οίηση και προκατάληψη, είναι εκφυλισμένη μορφή θεολογίας), αποδεικνύουν πως το κείμενο υφίσταται στο μέτρο του αναγνώστη και η πρόσληψή του δεν είναι ούτε διαρκής ούτε μόνιμη. Η αυθεντικότητα και η ομορφιά επιδέχονται πολλές προσεγγίσεις. Με αυτή την αρχή, το παλίμψηστο του οποίου το φορτίο και τον καημό σηκώνει ο Μήτσου γράφοντας και ξαναγράφοντας, δεν είναι απλώς ιχνογραφία πόνου αλλά το πιο ακριβό απόσταγμα του χρόνου.

Αν η γλώσσα είναι ο οίκος του όντος, ο συγγραφέας είναι ο ιερέας του ανεξήγητου. Όπως κι αν διαβάσει λοιπόν κανείς αυτό το βιβλίο, ως εκδοχές ιστοριών ή ως αγωνία για την εξάντληση, πριν τη μεγάλη σιωπή που θα δώσει το δικό της τέλος στη μορφή, όταν θα το τελειώσει, θα δει τον Ανδρέα Μήτσου να φεύγει χαμογελώντας, φορώντας την πανοπλία της γραφής για την επόμενη μάχη του. Κι είναι μια πανοπλία που δεν σκουριάζει μα λάμπει, καινούργια πάντα, όσο αίμα κι αν κρύβει.

 

Ανδρέας Μήτσου

Η παγίδα

Βίωμα και γραφή

Εκδόσεις Καστανιώτη 

Σελ.: 528