Print this page

ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ ΔΙΣΤΙΧΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

September 17, 2020 890

Τα δίστιχα της αγάπης αποτελούν ανώνυμες συνθέσεις. Πολλά από αυτά τα έχουν συνθέσει γυναίκες των χωριών, ενώ δούλευαν, συνήθως, μαζεύοντας ελιές στους ελαιώνες του νησιού. Μία γυναίκα άρχιζε τον πρώτο στίχο και άλλη τον συνέχιζε, συμπληρώνοντάς τον. Το τραγούδι κατά τη διάρκεια της δουλειάς ήταν ανακούφιση από τον κόπο και ευκαιρία διαφυγής και εκτόνωσης. Παρουσιάζουμε ορισμένα από την πλούσια συλλογή.
Αγγελικούλα, ζάχαρη, Αγελικούλα, μέλι,
Aγγελικούλα, κρύο νερό, που πίνουν οι αγγέλοι!

Άγγελος εκατέβηκε με το χρυσό κoντύλι
κι έκατσε και ζωγράφισε τα κόκκινά σου χείλη.

Άνοιξε το χειλάκι σου το κόκκινο, πουλί μου,
και δώσε μου υπόσχεση πως θα γενείς δική μου.

Απόψε ρόδα μάζευα, και συ, ψυχή μου, τ’ άνθη·
απόψε σ’ ονειρεύτηκα κι ο ύπνος μου εχάθη.

Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα ’ναι που σού μοιάζει:
αυτό που βγαίνει το πρωί, όταν γλυκοχαράζει.


Βασίλισσα των κοριτσιών πρέπει να σ’ ονομάσω,
γιατί η ωραιότης σου με κάνει να θαυμάσω.

Εμίσεψες και μ’ άφησες τρία γυαλιά φαρμάκι,
σα νίβομαι κάθε πρωί, να πίνω από λιγάκι.

Η αγάπη σίδερα τρυπά και μάρμαρα τσακίζει,
καλόγερους και κοσμικούς, όλους τους δαιμονίζει.

Θάλασσα δίχως κύματα καράβι δε σηκώνει,
κι αγάπη δίχως βάσανα ποτέ δεν τελειώνει.

Κρύο αεράκι νά ’μουνα, να μπω μες στα σεντόνια,
να χάιδευα τα στήθη σου, πού ’ναι σα δυο λεμόνια.

Μαργαριτάρι στρογγυλό είναι το πρόσωπό σου
και δυο δαχτυλιδόπετρες οι κόρες των ματιών σου.

Μελαχρινό μου πρόσωπο, σαν βάζεις κοκκινάδι,
οι πεθαμένοι κι οι νεκροί σηκώνονται απ’ τον Άδη.

Μικρή, μικρή σ’ αγάπησα, μεγάλη δεν σε πήρα,
μα έχω ελπίδα στο Θεό για να σε πάρω χήρα.

Νά ’μουν στο μεσοφόρι σου κουμπί μαλαματένιο,
και να φιλώ το στήθος σου, το μαργαριταρένιο!

Να χαμηλώναν τα βουνά κι οι λεμονοκορφάδες,
νά ’βλεπα την αγάπη μου από τις Αργυράδες

Ξανθά μαλλιά στην κεφαλή, πλεγμένα με την τάξη
και κάθε τρίχα γίνεται μαχαίρι να με σφάξει.

Όλο τον κόσμο γύρισα, πουνέντη και λεβάντη,
δεν είδα τέτοιο πρόσωπο να λάμπει σαν διαμάντι!

Όποιος δεν είναι γλεντιστής πρέπει του να πεθάνει,
γιατί στον κόσμο όπου ζει άδικα τόπο πιάνει.

Ο έρωτας εις την αρχή είναι γλυκός, καϊμάκι,
μα σαν ριζώσει στην καρδιά, ποτίζει την φαρμάκι.

Σού στέλνω χαιρετίσματα με μήλο δαγκωμένο
και μέσα στη δαγκωματιά φιλί είναι κρυμμένο.


Τα χείλη σου τα κόκκινα μοιάζουνε σαν κεράσι,
κι ο νέος που τα φίλησε ποτέ δεν θα γεράσει.

Χριστός Ανέστη, μάτια μου, κι έλα να φιληθούμε,
κι αν δεν σ’ αρέσει το φιλί, στρώσε να κοιμηθούμε.

Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι,
χωρίς αγάπη δεν βαστούν κόρη και παλικάρι.

Ψηλό μου κυπαρίσσι, λυγάει η κορφάδα σου,
και ποιος θα τη γλεντήσει την ομορφάδα σου;

Ω φουντωμένη λεμονιά και ανθισμένη βιόλα,
εσύ ’σαι που τα μάρανες τα παλικάρια όλα.

 

 

Γιώργος Κ. Καββαδίας

 

                  Δείτε σχετικό Video

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

Media