«Μια ξεχωριστή και στιβαρή ποιητική παρουσία, με τονισμένο το στοιχείο της αμφισβήτησης», υπήρξε, σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη («Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας»), ο Μιχάλης Κατσαρός,ο ποιητής, που  μας μήνυσε:

«Μην αμελήσετε/ Πάρτε μαζί σας νερό/ Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία» (από το ποίημα «Θα σας περιμένω»).

Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός εντάσσεται από τους κριτικούς στην πρώτη μεταπολεμική λογοτεχνική γενιά. «Ιδιόρρυθμος, αμφισβητίας, μέσα από έναν ρομαντικό και πιο πολύ ρητορικό αναρχισμό», σύμφωνα με τον κριτικό Μιχάλη Μερακλή, είναι γνωστός για το ποίημα του «Η Διαθήκη Μου», που περιλαμβάνεται στην κορυφαία ποιητική του δημιουργία «Κατά Σαδδουκαίων» (1953)

Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε το 1919 στην Κυπαρισσία της Μεσσηνίας. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε μέσα από το περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων», το 1929. Στη διαδήλωση του 1935 στην Κυπαρισσία για τα «Σταφιδικά» συμπορεύτηκε με τους σταφιδοπαραγωγούς, κρατώντας το κόκκινο λάβαρο του ΚΚΕ, ενώ έγραψε και ποίημα αφιερωμένο στα γεγονότα αυτά. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του, ήρθε να σπουδάσει στην Αθήνα, χωρίς τελικά να τό κατορθώσει, γιατί τόν βρήκε ο πόλεμος.

 

Έλαβε μέρος στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο ως αεροπόρος, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής πάλεψε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Πιάστηκε από συνεργάτες των Γερμανών και βασανίστηκε άγρια στα κολαστήρια της Γκεστάπο και των φυλακών Χατζηκώνστα. Στα «Δεκεμβριανά» (1944) πολέμησε με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Ανάμεσα στους συντρόφους του εκείνης της εποχής, ήταν και ο Μίκης Θεοδωράκης. Το 1947, μαζί με άλλους, εκδίδει το περιοδικό «Θεμέλιο» (1947) και το 1950 το περιοδικό «Στόχος» (ένα τεύχος). Από το 1975 και για ένα διάστημα εξέδιδε το περιοδικό “Σύστημα”.

Το καλοκαίρι του 1945, έγινε μέλος του ΚΚΕ και ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε τα ποιήματά του «Σήμερα έγινα σύντροφος» και «Χιροσίμα». Στις 26 Μαΐου 1947, ο «Ριζοσπάστης» με αφορμή το θάνατο του Γιώργη Σιάντου, της ηγετικής προσωπικότητας του ΚΚΕ που είχε πεθάνει στις 20 Μαΐου, δημοσίευσε το θρηνητικό ποίημα «Στον τάφο του Γ. Σιάντου», σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο.

Μεταπολεμικά για λόγους επιβίωσης έκανε διάφορα επαγγέλματα, πάντοτε προσωρινά. Δούλεψε ως δημοσιογράφος σε σε έντυπα της περιφέρειας, στο ραδιόφωνο, ταμίας σε κέντρο της Αθήνας και σε άλλες ανάλογες εργασίες, προσπαθώντας να μην έχει, εξαρτήσεις, όπως έλεγε.

 

Στα γράμματα εμφανίστηκε επισήμως το 1946 από το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» με το ποίημα «Μπαρμπερίνικο καράβι» και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα «Βγενιώ στο ίδιο περιοδικό». Το 1947, συμμετείχε στην έκδοση του βραχύβιου λογοτεχνικού περιοδικού «Θεμέλιο» και δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε το συνθετικό ποίημα «Μεσολόγγι».

Ο Μιχάλης Κατσαρός υπήρξε ασυμβίβαστος και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του αντιστάθηκε στο βόλεμα, το οποίο πολέμησε και με την ποίησή του: «Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι καὶ λέει καλὰ εἶμ᾿ ἐδῶ (…)  Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετᾶ ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὧρες ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις (…) Ἀντισταθεῖτε, σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται μεγάλοι καὶ γράφουν λόγους πλάι στὴ θερμάστρα» (από το ποίημα του «Αντισταθείτε», μέρος της ποιητικής συλλογής «Κατά Σαδδουκαίων πάθη» -1953).

Η συλλογή αυτή του Κατσαρού εισάγει ένα νέο ποιητικό λόγο και ρυθμό, επηρεασμένο από τον ιστορισμό του Κ. Π. Καβάφη, την επαναστατικότητα του Μαγιακόφσκι και το λυρισμό του Γιεσένιν, που στρέφεται άμεσα εναντίον των τάσεων ενσωμάτωσης, παραίτησης και «γραφειοκρατικοποίησης» των κομμουνιστικών κομμάτων, νόμιμων και -τότε – παράνομων. Τα σύμβολα της σοσιαλιστικής εξουσίας, που απονέκρωναν κάθε μεγάλη επαναστατική ιδέα, βρίσκονταν στο κριτικό του στόχαστρο:

Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω / …τα ονόματα που οδήγησαν όλα δολοφονούνται… / Πώς βγήκανε πάλι απ’ αυτή τη φωτιά / ο κος Διευθυντής / ο διπλωματικός ακόλουθος / ο κος Πρέσβης; / …Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές / ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία; (Στο νεκρό δάσος).

Μετά το συνθετικό του ποίημα «Οροπέδιο» (1956), ακολούθησε μια μακρά σιωπή του ποιητή, έχοντας αποστασιοποιηθεί από το ΚΚΕ για να ακολουθήσει έκτοτε ένα μοναχικό δρόμο. Επανεμφανίσθηκε το 1975 με τις ποιητικές συλλογές «Σύγγραμμα», «Πρόβα και ωδές» και αργότερα με τις συλλογές «Ενδύματα» (1977), «Αλφαβητάριον, ποιήματα Α-Ω» (1978), «Ονόματα» (1980), «3Μ+3Μ=6Μ» (1981) και «4 Μαζινό» (1982), για το οποίο βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο με Κρατικό Βραβείο Ποίησης.

Ο Κατσαρός εξέδωσε επίσης τα πεζά κείμενα: «Χρονικό Μορέως, μετά Τσοτερπίου χωρίου Λιβεριανού» (1973), «Πας-Λακίς-Michelet, φιλοσοφικαί Ιδέαι και Μορφαί» (1974), «Σύγχρονες μπροσούρες» (1977), «Το Κράτος εργοδότης» (1978), «Ελεύθεροι Κομμουνισταί και Κομμουνάριοι» (1978), που «κινούνται σε ένα ασαφές ιδεολογικά και λογικά πεδίο» σύμφωνα με τον κριτικό Αλέξανδρο Αργυρίου. Αλλά και στα μετά το 1974 ποιήματά του «ο βαθμός απροσδιοριστίας είναι μεγάλος, ο λογικός ειρμός απουσιάζει και η πρόσβασή τους παραμένει αμφίβολη, αν όχι ποιητικά (υπάρχουν αρκετοί στίχοι κι εδώ αφοριστικοί που διασώζονται), πάντως όμως από την πλευρά τής ύπαρξης ενός ενιαίου κλίματος οπωσδήποτε». Το 1975 εξέδωσε το περιοδικό «Σύστημα», όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα.

 

Σύμφωνα με τον μελετητή του έργου του Αλέξανδρο Αργυρίου, το σημαντικότερο από τα ποιητικά βιβλία του Κατσαρού είναι το «Κατά Σαδδουκαίων». «Τα δεκαεννέα κομμάτια που συγκροτούν τη συλλογή σκοπεύουν σ’ έναν κοινό στόχο. Δεν στρέφονται μόνον κατά Σαδδουκαίων, αλλά και κατά Δωριέων, Ρωμαίων, Βησιγότθων και καταγγέλλουν κάθε μορφή συμβιβασμού και κάθε μορφή φαλκίδευσης του επαναστατικού πνεύματος. Τα ποιήματα έχουν λίγο ή πολύ αλληγορικό χαρακτήρα κι οι ιστορικές τους αναφορές παραπέμπουν σαφώς σε σύγχρονες καταστάσεις. Ο τόνος τους φυσιολογικά είναι ρητορικός, κάποτε εκτρέπεται σε προφητικό, προκειμένου να διατηρήσουν το διδακτικό τους στοιχείο, και περατώνονται σε αφοριστικούς στίχους. Ωστόσο, καθώς η συλλογιστική τους αναπτύσσεται ελλειπτικά και μάλλον ανακόλουθα, ο διδακτισμός τους και οι προθέσεις τους διασκεδάζονται και λειτουργούν περισσότερο ως ποιητικά μηνύματα παρά ως πολιτικές θέσεις».

Ποιήματά του Μιχάλη Κατσαρού μελοποίησε κυρίως ο Γιάννης Μαρκόπουλος [«Την εικόνα σου (Χρώματα και αρώματα)» το πιο γνωστό τραγούδι], όπως και οι Μίκης Θεοδωράκης, Θανάσης Γκαϊφύλλιας και Μιχάλης Τερζής.

Ο Μιχάλης Κατσαρός πέθανε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 1998, σε ηλικία 79 ετών. Ήταν νυμφευμένος με την ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπουλου (1910-1997) και γιός τους είναι ο σκηνοθέτη Στάθης Κατσαρός (γ.1956).