Print this page

Γαμήλια τραγούδια Αργυράδων

April 07, 2021 654

 

Του Γιάννη Δ. Μπαρδάκη από τη "Φωνή των Αργυραδιτών", αρ. φ. 159 Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2021

Τα παλιά χρόνια, κυρίως στα χωριά, ήταν λίγες και μοναδικές οι χαρές. Μια από τις μεγάλες χαρές ήταν ο γάμος. Άλλωστε μέχρι και σήμερα μια από τις ευχές όταν απευθυνόμαστε σε νέους ανθρώπους σε κάποια πρόποση ή σε κέρασμα λέμε « στις χαρές σου».

Ο γάμος ακόμη ήταν σημαντικό γεγονός και ορόσημο στη ζωή δύο ανθρώπων, που είτε γνωρίζονταν μεταξύ τους, είτε και το πιο πιθανό να μη είχαν ιδωθεί ποτέ, οπότε συνδετικός κρίκος ήταν το προξενιό, στο οποίο βέβαια κυρίαρχο θέμα ήταν η διαπραγμάτευση για …..προίκα, ένα αναχρονιστικό έθιμο που καταργήθηκε το 1983.

Μετά τις …..οικονομικές διαπραγματεύσεις, ακολουθούσε ο αρραβώνας των μελλονύμφων και ύστερα από ένα σχετικά σύντομο χρόνο ο γάμος, που ήταν το γεγονός, η κορύφωση.

Το κορυφαίο αυτό γεγονός μελέτησε από κοντά και κατέγραψε στις όμορφες Αργυράδες, ο μεγάλος λαογράφος της Κέρκυρας Γεράσιμος Σαλβάνος και το 1931 εξέδωσε στη Θεσσαλονίκη ένα βιβλίο με τίτλο « Γαμήλια έθιμα Αργυράδων Λευκίμμης», από το οποίο ένα απόσπασμα φιλοξένησε το 15νθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό « Ελληνική Δημιουργία», που εξέδιδε ο πολυπράγμων Σπύρος Μελάς ( Ναύπακτος 1) στο τεύχος 111 της 15ης Σεπτεμβρίου 1952 που ήταν αφιερωμένο εξολοκλήρου στο νησί «της λυρικής φαντασίας» κατά τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο ( Αιτωλικό 1900-1982).

Το βιβλίο είναι εξαντλημένο, αλλά η επιμονή μου στη συλλογή είχε το ευχάριστο αποτέλεσμα να ανακαλύψω σ’ ένα παλαιοπωλείο βιβλίων στο Μοναστηράκι το παραπάνω περιοδικό που ήταν αφιερωμένο στη Κέρκυρα και περιείχε αυτό το απόσπασμα που με χαρά αντιγράφω διατηρώντας τη πρωτότυπη γραφή, αλλά στο μονοτονικό για τη φιλόξενη αγκαλιά της εφημερίδας των Αργυραδιτών της Αθήνας, του γενέθλιου χωριού της γυναίκας μου Ελένης, που από το 1976 έχει γίνει και για μένα η δεύτερη πατρίδα.

Είναι δύο γαμήλια τραγούδια, που το ένα επιγράφεται « Το τραγούδι τση νύφης», συγκλονιστικό και δραματικό μαζί, σε μορφή διαλόγου, από το χωρισμό της νέας από το σπίτι της , τους δικούς της και τη γειτονιά της και το άλλο με τίτλο « Το τραγούδι τση νύφης και του παρένυφου», χαρούμενο και πανηγυρικό στην υφή του.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΣΗ ΝΥΦΗΣ

Άστα ψηλή, άστα λιγνή, κι άστα καμαρωμένη,

μωρή στρογγυλοπρόσωπη και αμυγδαλοπλεγμένη.

Στολίσου-λίσου, λίγερη, στολίσου –λίσου , κόρη,

γιατί ο γαμπρός σε καρτερεί μ’ όλο τα’ αρχοντολόϊ.

-Κι αν καρτερή,

κι ας έχη λίγη απομονή,

τι εμείς θα τη στολίσουμε

και θα τη τραγουδήσουμε.

«Δε μας λες, κυράτζα νύφη,

Τούρκα ν’ είσαι ή Ρωμιά,

πο τη Βενετιά σε φέρα,

πόχεις τέτοιαν ομορφιά?

-Μηδ’ από την Πόλιν είμαι

μηδ’ από τη Βενετιά,

είμ’ από τα Καββαδάτα

τη μεγάλη τη γενιά.

= Πού’σαιν άσπρη σαν το γάλα,

Κόκκινη σαν το βαρζί,

Τέτοια νιάνε δεν την είδα

Μήδε σ’ όλο το νησί»

Δεν έχω ιδούν τα μάτια μου τέτοια μαυροματούσα,

τέτοια δαχτυλιδόστομη και γαϊτανοφρυδούσα.

Για ιδές μαλλιά τετράξανθα τσου πλάτες της ριμμένα,

που τα χτενίζουν οι άγγελοι με τα χρυσά τα χτένια.

Τα μάτια σού ναι ολόμαυρα σαν της ελιάς κλωνάρι

τα φρύδια σου στεφανωτά σα δυό μερώ φεγγάρι.

Μωρή δαχτυλιδόστομη, λακκουδοπηγουνάτα,

Όλους τσου νιούς εμάρανες μ’ αυτά τα μαύρα μάτια.

Όντα σε γέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβη

Και σού δωκε τες ομορφιές και πάλε μετανέβη,

Όντα σε γέννα η μάννα σου , χρυσή τανε η κοιλιά της

και σ’ έκαν’ ομορφύτερη απ’ όλα τα παιδιά της,

Όντα σε γέννα η μάννα σου, όλα τα δέντρα ανθούσα

και τα πουλάκια στη βοσκή γλυκα ν’ εκελαδούσα.

Ποιος άγγελος, αρχάγγελος, άγγελος των αγγέλω,

Ποιος σού’ καμε το πρόσωπο μ’ ένα χρυσό πενέλλο?

Πόχεις του ήλιου τα’ ομορφιές του φεγγαριού τα’ ασπράδες,

του μήλου του βενέτικου στη ροδοκοκκινάδες.

Όντα σε γέννα η μάννα σου, ήτανε μέρα σκόλη

και λειτρουγούσε ο Χριστός κ’ οι δώδεκ’ Αποστόλοι.

Στολίστρα που σε στόλισε πολλές αδειές οπού’ χε

είχε του Μάη τες αδειές, του Απριλιού τση χάρες,

είχε και τα λαμπρόγιορτα που’ ναι καλές ημέρες.

Στην εκκλησιάν οπού θα πάς και που θα φας τη σούπα,

Άγγελοι θε να κατεβούν να σου βαστάν τη κούπα.

Ασήκου, χρυσοπέρδικα και τίναξ’ τα φτερά σου.

Δος τα κλειδιά τση μάννα σου, σύρε να βρης δικά σου.

Σήκου , νύφη, και τήραξε ζερβιά σου και δεξιά σου,

ν’ αφήκης γειά στ’ αδέλφια σου και γειά στη συντροφιά σου.

« Θυμάσαι που σε τάϊζα ρύζι με του κουτάλι,

για να σου κάμω το κορμί να στο γοδέρουν άλλοι?

_ Μισεύω παραμάννα μου , και δός μου την ευχή σου,

και πες που δε με τάϊζες μιαν ώρα στο βυζί σου,

και πες που δεν με τάϊζες ρύζι με το κουτάλι,

για να μου κάμεις το κορμί να το γοδέρουν άλλοι».

΄Εχετε γειά, γειτόνισσες, και σεις αδρέφια υγεία,

τι εγώ πάω στ’ αϊταίρι μου για να’ βρω λευτερία.

Έχετε γειά, γειτόνισσες και σεις γειτονοπούλες,

ποτίστε μου τσοι νερατζιές και τσοι νερατζοπούλες,

Τέσσεροι στύλοι του σπιτιού, ντυθήτε στολιστήτε,

κι αυτήν την κόρη πόρχεται να την αποδεχτήτε.

Επήρανε την κόρη μου, την πεντεπλουτισμένη,

κι αφήκανε τη γειτονιά σα χώρα κουρσεμένη,

σαν εκκλησιά αλουτρούητη και παραπονεμένη.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΣΗ ΝΥΦΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΕΝΥΦΟΥ

Εδώ πέρα κι αντίπερα,

πέρα στο Δάφνον ποταμό,

οπού ‘ναι οι δάφνες οι πολλές

κ’ οι κόκκινες τριανταφυλλιές,

που΄ναι τα ρόδα τα πολλά,

τα κόκκινα και τα δασιά,

τα κόκκινα μυρίζουνε

και τα’ άσπρα λουλουδίζουνε,

εκεί που κειώνται δυό φωτιές

δειπνά η νύφη κι ο γαμπρός,

εκεί που κειώνται δυό και τρείς

δειπνάει κι ο παρένυφος.

***********

Να ζήσης μπρε παρένυφε,

με το ζευγάρι πόζεψες,

να τσου βαχτίσης και παιδιά

κι αρσενικά και θηλυκά.

Να ζήσης, μπρέ παρένυφε,

με το ζευγάρι πόζεψες,

τ’ αρσενικό, το θηλυκό,

τη πέρδικα με τον αϊτό.

Τ’ αρσενικό κάνει φτερό

και πέτεται στον ουρανό,

το θηλυκό περικαλεί:

« Χριστέ, να μου και με φτερό,

να πέτωμαι στον ουρανό,

να πάω να βρώ αϊταίρι μου,

τ’ αϊταίρι, τ’ αϊταιράκι μου

και το χελιδονάκι μου».

*************

Να ζήσης, μπρε παρένυφε,

με το ζευγάρι πόζεψες

να ζήσης χρόνους εκατό και να τους απεράσης

και τσουμ παιδιώνε τσοι χαρές κουφέττα να μοιράσης.

Όχι κουφέττα μοναχά, μόνε και λεφτοκάρυα

και μπότσες με γλυκό κρασί να πιούν τα παλληκάρια.

Πως λάμπει τα’ άδολο κρασί στην ασημένια κούπα,

έτσι λαμπεί ο κουμπάρος μας, τόμου ντυθεί στα ρούχα.

Πως λάμπει το χρυσόγνεμα στην ασημένια ανέμη,

έτσι λαμπεί ο κουμπάρος μας στη σκάλα π’ ανεβαίνει.

Πως λάμπει τ’ άδολο κρασί μέσα τσου μαστραπάδες,

έτσι λαμπεί ο κουμπάρος μας μεσ’ τσου πραματευτάδες.

Βγάλε και το μπουγκάκι σου, το περιχρυσωμένο,

και βάλε το χεράκι σου πως τόχεις μαθημένο.

αν έχη ασήμι, δός μας το,

λογάρι, χαρισέ μας το,

κι αν έχη και πεντόφραγκο,

στη τάβλα ‘πέλυσέ μας το.

************

Απάνουνε στον ουρανό κάνουν οι αγγέλοι σκόλη

σήμερα γιογραφίζουνε μια πλουμισμένη κόρη,

με ζάχαρη τη κάνανε με μέλι τη ζυμώνα,

με τα ζαφείρια τα’ ουρανού την αποτελειώνα.

Πέτρος και Παύλος το ‘λεγε κ’ οι δώδεκα Αποστόλοι,

τ’ αντρόγυνο που γίνηκε το περιχαίροντ’ όλοι.

Μαργαριτάρ’ είν’ ο γαμπρός και μάλαμα είν’ η νύφη,

κι οπού τους εστεφάνωσε χρόνους πολλούς να ζήση.

Καλώς ανταμωθήκαμε, καινούργιοι συμπεθέροι,

από το Θεό χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι.

Εφάγαμε πολλά γλυκά, γλυκά και τηγανίτες,

έχουμε και γλυκό κρασί για τους Αργυραδίτες.

**********

Εψές ημούν στους ουρανούς και τώρα ‘γω ‘ρθ απόκει

τον άγγελον εδούλευα και το Θεό προσκύνα.

Εβγάλαν και μου δώκανε κλειδιά τση Παραδείσος

κι όπου μου δώκη ‘να φιλί ν’ ανοίξω να ‘μπη μέσα,

να ιδή κιτριές και λεϊμονιές, τι ωραία κεπαρίσσια,

να ιδή καινούργιο κάτεργο με τη χρυσή του πρύμη,

δυό οργυιές βαστάει το κάτεργο κι τρείς είν’ τα νερά του

και μέσα η κόρη κάθονταν. Σ’ ένα χρυσό μαντήλι

σενιάρει τον αυγερινό, τα’ άστρα και το φεγγάρι

και την Κωνσταντινούπολι με το μαργαριτάρι.

Να σμίξουμε το μάλαμα με το μαργαριτάρι,

να κάμουμε τση νύφης μας ένα χρυσό ζωνάρι

και να το βάνη του Βαϊώ, να βγαίνη βαϊοφόρα

και να το βάνη τη Λαμπρή, να βγαίνη λαμπροφόρα.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΠΑΡΔΑΚΗΣ

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.