Print this page

Ο Επιτάφιος θρήνος στη λογοτεχνία

April 30, 2021 525

 

ΠΗΓΗ: του Θωμά Σίδερη - ert.gr

Οι Επιτάφιοι του Γιώργου Σεφέρη

Απρίλιος 1932, Ελληνικό Γενικό Προξενείο Λονδίνου. Γιώργου Σεφέρη, ιδιόχειρο ημερολόγιο (εμπεριέχεται στο «Μέρες Β’», 1975).

«Χθες, Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον Επιτάφιο. Κάποτε να μου θυμίσεις να σου πω την ιστορία των Επιταφίων μου. Λογάριασαν πολύ στη ζωή μου. Σε κάθε κόχη που έστριβα, έβλεπα χθες, καθώς στεκόμουν επίσημος και τελετουργικός με το κερί στο χέρι, κι έναν Επιτάφιο. Ο χτεσινός πλούτισε τη συλλογή μου. Ηταν ο πιο καθωσπρέπει που είδα ποτέ μου. Φράγκικη πολυφωνία (Η ζωή εν τάφω είχε γίνει Τραβιάτα ξεψυχισμένη): Φράκα. ‘Ασπρα γάντια. Χρυσαφικά. Κόκκινα κι άσπρα ροδοπέταλα, τόσο περιποιημένα, που μοιάζαν από celluloid. Κι η απαραίτητη εγγλεζοχιώτικη προφορά: κατ (h) ετ (h) έθης Κριστ (h) έ. Ο ωραιότερος και ο πιο αληθινός που είδα ήταν εκείνος που περνούσε με κλαπαδόρες κάτω από τον Παρθενώνα, τ’ Αϊ-Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη. Συλλογίστηκα και τη Στέρνα και μου φάνηκε καλή και σωστή στον τόνο της. Λέω να τη δημοσιέψω το Σεπτέμβρη, μόνη. Τι λες; Μου μένει ακόμη ένας Επιτάφιος εδώ, κι έπειτα θα μπορέσω να αντικρίσω το Αιγαίο […]»

Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου

Θεσσαλονίκη, Μάης, 1936. Αρχικά, οι απεργίες των καπνεργατών και ύστερα των βαστάζων του λιμανιού, των εργατών, των αυτοκινητιστών. Ανάμεσα στους απεργούς και ο Τάσος Τούσης. Ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου αρχίζει με την εξής σκηνική οδηγία. «Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει τον θρήνο της».

Στο πρώτο άσμα, η μάνα ξεσπάει σε γοερό και σπαρακτικό θρήνο, τη στιγμή που αναγνωρίζει το νεκρό πια παιδί της, μη μπορώντας να πιστέψει ότι έχει πεθάνει:

«Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου

πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω

και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;»

Η μάνα απαριθμεί τα χαρίσματα του νεκρού γιου:

«Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γειρατειώ μου,

ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου

γιε μου, αν δεν σούναι βολετό ναρθείς ξανά σιμά μου

πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ’ ευωδιαστό μου δάσο,

πώς να πιστέψω η άμοιρη πώς μπόραε να σε χάσω;»

Στο έκτο άσμα ο ο θρήνος της μάνας κορυφώνεται:

«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,

άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω.

Και μού λεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,

και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας».

 

Η μάνα δεν μπορεί να ξεχάσει την εικόνα του γιου της στο παραθύρι του σπιτιού τους και όσο αυτή η εικόνα δυναμώνει στο μυαλό της, ο σπαραγμός της γίνεται φουσκωμένο ποτάμι μέσα της:

«Στο παραθύρι στέκοσουν κ’ οι δυνατές σου οι πλάτες

φράζαν ακέρια τη μπασιά, τη θάλασσα, τις τράτες.

Κ’ ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου

κ’ έβγαζε στον παράδεισο που τ’ άστρα ανθίζαν, φως μου.

 

Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους

την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.

Δεν ήσουν ζήτουλας εσύ να πας παρακαλιώντας,

με τη γερή σου την καρδιά πήγες ορθοπατώντας.

 

Ω, γιε μου, αυτοί που σ’ έσφαξαν σφαγμένα ναν τα βρούνε

τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε,

και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη ναν τη βάψω,

και να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω».

Ο επιτάφιος θρήνος του Γιώργου Ιωάννου

Το διψασμένο σώμα, το επί της ηδονής κρεμάμενο, σε ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής στην Ομόνοια. «Βρώμικα ξενοδοχεία και φτηνά δωμάτια, με στεγάζουν από τότε που κυλιέμαι μάταια». Πίσω από τα μακρόστενα παράθυρα με τις λερές κουρτίνες ένας Επιτάφιος στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, στη Ζήνωνος και στη Σωκράτους, εκεί που τα σώματα συνωστίζονται τη μέρα στο μεγάλο πέρασμα, εσωτερικοί μετανάστες, φαντάροι, εργάτες, υπάλληλοι.

«[…] Βγαίνοντας από την εκκλησιά ο Επιτάφιος, τράβηξε πρώτα πλάγια, χώθηκε μες στις γειτονιές με τα κλειστά, όπως είπαμε, ισόγεια, με τα χαμαιτυπεία του λιβανιού, και δεν τον είδαμε σχεδόν καθόλου, άλλωστε στην αρχή είναι μπουλούκι πάντοτε, ώσπου να συνταχθεί, να βρει τον ήχο του και το ρυθμό του, να πάρει ν’ αναδίνει μυρωμένο θάνατο, φτάνοντας στο κορύφωμα στο τελευταίο ιδίως στάσιμο, όπου όλοι έχουνε πιάσει πια το ρόλο τους, τον εκτελούνε στην εντέλεια, τόσο που θέλει χρόνο ολόκληρο για να εξατμισθεί αργότερα. Πάντως, ακούσαμε τις πρώτες νότες του ν’ απομακρύνονται και ήταν η μοναδική ίσως στιγμή που νιώσαμε ένα σφίξιμο, που μέναμε έτσι μακριά από το πλήθος και το συρφετό, ενώ εκεί ανήκαμε, μπορούσαμε να είμαστε κι εμείς κατόπι του, σηκώνοντας σκόνη τεφρή με τα ποδάρια μας, μα ώσπου να διαλογιστούμε αυτά, πιάσαμε θέσεις στο παράθυρο να δούμε τον λαμπρό του γυρισμό στο λαξευτό μνημείο του. Και όταν πήρε η κυκλοφορία να παραλύει, να προηγούνται τα μικρά παιδιά, ν’ ανάβουνε κεριά στα υψηλά πατώματα, ετοιμαστήκαμε κι εμείς να απολαύσουμε το μέγα θέαμα, στο σκότος μέσα της κρεβατοκάμαρας.

  Από μπροστά μας όταν διάβαιναν, έψελνε η χορωδία τα εγκώμια, μαθήτριες με επιπόλαιες φωνές, παρόμοιες με τον γραφικό τους χαρακτήρα, βαδίζοντας στο ψευτοκουρασμένο βήμα των στρατιωτών, εκείνο με το λύγισμα το αδιόρατο, που με εφ’ όπλου λόγχη, ωραίοι και σκοτεινοί, τραβούσαν φορτωμένοι νιάτα και έξαψη, θαρρείς από το πρόσφατο μαστίγωμά τους, κοιτάζοντας λοξά τα πεζοδρόμια […] δίπλα τους κατά στοίχο οι μαθήτριες, μαύρη ποδιά ατλαζένια τσιτωτή, άσπρο γιακά, κι ένα πανέρι ροδοπέταλα στο στήθος, θαρρείς για ν’ ακουμπάνε τα λαχταριστά βυζιά, που τα πήγαιναν προσφορά σ’ αυτόν που είχε πεθάνει «τετρωμένος ώσπερ πελεκάν», με την τεράστια μύτη, και παραμέσα οι παπάδες, όλο στόλισμα, κρατώντας αδιόρατες μαβιές γιρλάντες, σε ανταπόκριση με τους πρασινοσκούφιδες, όπου αποκάτω ψέλναν αφηρημένα οι μαθήτριες -αυτά, βέβαια, οι βολεμένοι της αγάπης δεν τα βλέπουνε- και ύστερα το ρεύμα με τα πλήθη, με ανάμενα τα κεριά, κι όλοι οι γνωστοί κι οι συγγενείς, κι οι δάσκαλοι που είχαμε κατά καιρούς, μετάρσιοι, ωραιότατοι, με το κεφάλι τους που έχει σβήσει πια, γερμένο προς τα πίσω κάπως, παραδομένοι στα εγκώμια, παρόλο που ‘ναι έξω απ’ τα εγκόσμια, να ρέουν σαν βουβό ποτάμι, και μυρωδιές ανάμικτες, αρβύλες και χακί -χειμερινό ακόμα, παστωμένο με οσμές- με μοσχολίβανα λεπταίσθητα, φερμένα από πολιτείες της μοναξιάς, αρώματα των γυναικών, βιολέτες και ακακίες της πλατείας ολάνθιστες, τσαμπιά-τσαμπιά, και να ‘χεις και τον υπαξιωματικό να σου φυσάει το σβέρκο με την καυτή ανάσα του, που μόνη της μιλούσε για την ψυχική αγνότητα, να καίει ολόκληρος και να μοσχοβολά, χωρίς ωστόσο να ‘χει αίσθηση της λάμψης του, και ευτυχώς, γιατί αν τα ‘νοιωθε αυτά, θα ήταν προπολλού ανάρπαστος, στον Επιτάφιο να λάμπει μοναχός, πίσω από το Χριστό και τις μαθήτριες, κι εκείνες σαν τον έβλεπαν μοναχικό και μάθαιναν την ιστορία του, πολύ θα θέλαν να προσφέρανε σ’ αυτόν τα δώρα που στηρίζανε μες στα πανέρια με τα ροδοπέταλα, να τρίψει απάνω τους το ορφανεμένο μάγουλο, να τα βυζάξει, μα ευτυχώς ετούτα τα παιδιά, έχουνε ταπεινή ψυχή, θέλουν πολλές φορές, να κλείνονται, όπως κλεινόντουσαν στο αχυρώνα του χωριού και παίζαν με τις ώρες ή χώνονταν στο δάσος μέσα στα κλαριά. Και λάτρευαν εκεί όλοι οι συνομήλικοι μαζί τον Πάνα με τη συνοδεία των σατύρων του. Η φύση είναι όσο κι η νύχτα ερωτική. Κι ακόμα, κατά τον Θεολόγο τον Γρηγόριο: «Γλυκείς οι ήλοι, και ει λίαν οδυνηροί».

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.