03-17-2025 22:27
Κέρκυρα
- Κατηγορία: Ιστορία
ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΟ ΤΟΠΙΚΟ ΜΑΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΟ ΤΟΠΙΚΟ ΜΑΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Του Παναγιώτη Ε. Γαλάνη
Η γενέτειρά μου, Μυρόφυλλο Τρικάλων, βρίσκεται στην οροσειρά της Πίνδου, στα Ανατολικά Τζουμέρκα, στα σύνορα με το νομό Άρτας. Στην τοπική διάλεκτο, που εντάσσεται στη Θεσσαλική αλλά και στην Ηπειρώτικη, υπάρχουν οι λεγόμενες «χωριάτικες» λέξεις, που δεν μπορούν να ετυμολογηθούν, δάνεια από άλλες γλώσσες, αλλά και λέξεις που είναι αρχαιοελληνικές(αρχ.), της ελληνιστικής(ελνστ.), της μεσαιωνικής(μεσν.) περιόδου ή έχουν αντίστοιχη προέλευση. Τις λέξεις αυτές τις θεωρούσα «χωριάτικες». Όταν απέκτησα μία καλύτερη επαφή με τα Αρχαία Ελληνικά άρχισα να αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη αυτού του γλωσσικού πλούτου στο τοπικό μας λεξιλόγιο.
Στην τοπική διάλεκτο και στην ευρύτερη έχουμε τις εξής κύριες μετατροπές:
α) Αποβολή ή συγκοπή άτονων φωνηέντων. β) Μετατροπή των ε, αι σε ι. γ) Μετατροπή των ο, ω σε ου. δ) Προσθήκη σε μερικές περιπτώσεις του α στην αρχή λέξεων που αρχίζουν από σύμφωνο.
Λέξεις αρχαιοελληνικές
Ø Αγγειό = ἀγγεῑο(αρχ.) = δοχείο < ἂγγος(αρχ.) = δοχείο
Ø Αδοκήθκα = δοκήθηκα = θυμήθηκα < δοκῶ(αρχ.) = νομίζω,φαντάζομαι
Ø Ακουρμάζομαι, Ακουρμαίνομαι = ακούω με προσοχή < ἀκρουμαίνομαι(μεσν.) < ἀκροῶμαι(αρχ.) = ακούω
Ø Αλυχτάω(για ζώα) = γαυγίζω < ἀλυκτῶ(μεσν.) < ὑλακτῶ(αρχ.) < ὑλακή(αρχ.) = γαύγισμα < ὑλῶ(αρχ.) = γαυγίζω
Ø Απούθι = από πού < πόθεν(αρχ.) = από πού
Ø Αστοχάω = ξεχνώ < ἀστοχέω-ῶ(αρχ.) = δεν πετυχαίνω το στόχο μου < α(στερητικό) + στόχος
Ø Αυτού = αὐτοῡ(αρχ.Ομηρ.) = σε αυτό ακριβώς το μέρος, εδώ, εκεί
Ø Γούλη,η (δοχείου) = γούλα(ελνστ.) = λαιμός ,φάρυγγας
Ø Γούπατο = βαθούλωμα εδάφους < γούβα + πάτος, γούβα < γύπη(αρχ.) = κοίλωμα γης
Ø Γουρμάζω(για καρπούς) = ωριμάζω < ὣριμος(ελνστ.) < ὡραῑος(αρχ.)
Ø Θαραπαύκα = θαραπαύτηκα = ευχαριστήθηκα < θεραπεύομαι < θεράπων(αρχ.ουσιαστ.) = αυτός που υπηρετεί κάποιον
Ø Καθάρειο(ψωμί) = ψωμί σιταρένιο ολικής άλεσης < καθάρειος < καθαρεύω(αρχ.) = είμαι καθαρός, αγνός, γνήσιος
Ø Κακάβι, το = είδος χύτρας < κακκάβιον < κακκάβη(αρχ.) = χύτρα.
Ø Καλοπίχειρα = εύκολα < καλός + ἐπιχειρῶ(αρχ.)
Ø Καρκώνομαι = πνίγομαι από φαγητό < καρκαίρω(αρχ.) = κραδαίνομαι, τρέμω
Ø Καταή= κάτω < κατά + γη < κατά + γῆς(αρχ.)
Ø Κείθε = ἐκεῑθεν(αρχ.) = από ή προς εκείνο το μέρος
Ø Κρένω = απευθύνω το λόγο, μιλώ < κρίνω(αρχ.) = θεωρώ
Ø Κόθρος(πίτας) < κόθουρος(αρχ.) = αυτός που δεν έχει ουρά, άκρη < κοθώ-οῡς = βλάβη + ουρά.
Ø Λακίζω = τρέπομαι σε φυγή < λακῶ(ελνστ.) = σκάζω < λακίς –ίδος(αρχ. ) = ράκος
Ø Λειανοπαίδια = λεπτά, λιγνά, μικρά παιδιά λειανός(μεσν.) < λεῑος(αρχ.) = oμαλός
Ø Λώβα , η (με αρνητική σημασία για πρόσωπο) < λωβιάζω < λώβη(αρχ.) = λέπρα
Ø Μαργώνω = κρυώνω, μουδιάζω από το κρύο < μαργόω –ῶ(αρχ.) = ορμώ < μάργος(αρχ.) = τρελός(για δέσιμο)
Ø Μπουτινέλος = ξύλινο σκεύος για εξαγωγή βουτύρου < βυτίον(ελνστ.) < βυτίνη < πυτίνη(αρχ.) = φλασκί
Ø Ξυθάλι = μασιά για τα κάρβουνα < ξέω(αρχ.) = ξύνω + αἰθάλη(αρχ.) = στάχτη
Ø Πάφλας = πάφιλας = τενεκές < πάφιλος(μεσν.) = λεπτό ορειχάλκινο έλασμα
Ø Πεδικλώνω = μπουρδουκλώνω < περδικλώνω < πεδικλῶ(μεσν.) <πέδικλον(μεσν) = είδος δεσμών στα πόδια ζώων < πούς-δός(αρχ.) = πόδι.
Ø Πλαλάω = τρέχω γρήγορα < πιλαλῶ(μεσν.) < ἐπιλαλῶ(ελνστ.) = μιλώ γρήγορα, και μεταφορικά = τρέχω γρήγορα
Ø Ποδένομαι = φοράω τα παπούτσια μου < ὑποδένομαι(ελνστ.) < ὑποδέω(αρχ.) = δένω κάτω από(το πόδι).
Ø Πυρομάδα = ψωμί πυρωμένο στα κάρβουνα < πῡρ(αρχ.) + ὠμός
Ø Σκαμνιά = σκαμινέα(αρχ.) = μουριά
Ø Σκανιάζω < σκάζω <σκάνω < σχάνω(αρχ.) = στεναχωριέμαι
Ø (δεν με) στρέει = δεν με συμφέρει, δεν μου πάει < στέργω(αρχ.) = φροντίζω
Ø Σφαλαγγούδι = έντομο έρπον < σφαλάγγι(μεσν.) < φάλαγξ(αρχ.) < φαλάγγιον(αρχ.) = είδος δηλητηριώδους αράχνης
Ø Ταχιά = ταχιά(μεσν.) = αύριο < ταχέα(αρχ. πληθ. ουδ.) < ταχύς = γρήγορος
Ø Τίσοιδεί; (προφέρονταν σαν μία λέξη) = Τίς οἶδε; (αρχ.) = Ποιος ξέρει;
Ø Τλώνω = τυλώνω = συμπιέζω < τυλόω –ῶ(αρχ.) = σκληραίνω κάτι < τύλος(αρχ.) = κάλος, ρόζος
Ø Τράω = τηράω(μεσν.) = βλέπω, παρατηρώ, προσέχω < τηρέω –ῶ(αρχ.) = παρατηρώ, καραδοκώ
Ø Φκάρι = θήκη μαχαιριού < θηκάρι < θηκάριον < θήκη < τίθημι(αρχ.) = θέτω
Ø Φκυάρι < φτυάρι < πτυάριον(ελνστ.) < πτύον(αρχ.) = φτυάρι
Ø Φλέσουρα = πεσμένα φύλλα, ροκανίδια < φλοιός + σύρω(αρχ.)
Ø Φουκάλη = σκούπα < φουκαλίζω = σκουπίζω < φιλοκαλέω-ῶ(αρχ.) = αγαπώ το ωραίο
Ø Χαλεύω = ζητώ κάτι, ψάχνω να βρω κάτι < χαλή(αρχ.) = παλάμη (ανοίγω την παλάμη μου για να ζητήσω κάτι)
Ø Χλιάρι = κουτάλι < κοχλιάριον(ελνστ.) =κουτάλι < κοχλίας(αρχ.) = σαλιγκάρι
Προφανώς θα υπάρχουν και άλλες λέξεις που μου διαφεύγουν.
ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΟ ΤΟΠΙΚΟ ΜΑΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Συνέχεια της από 23-4-24 ανάρτησής μου)
- γλέπω = βλέπω γλέπω (αρχ. δωρ.)
- ζαράλι (το) = κουσούρι < ζάρα < ζαρώνω < ὀζαρώνω (μεσν.) =κάμπτω, λυγίζω < ὂζος (αρχ.) = βλαστός, κλαδί
- ζούδι (το) = μικρό ζώο , ερπετό, ζωύφιο < ζούδιον (μεσν.) < ζῴδιον (αρχ.) υποκοριστικό του «ζῷον»
- καρδιλάγκος (ο) = οισοφάγος < καρδία (αρχ.Ομηρ.) = καρδιά (όπως και σήμερα) αλλά και στόμαχος (αρχ.) = λαιμός, φαρυγγας + λαγκός (αρχ.) = χαράδρα, κοιλάδα λαγκάδα, λαγκάδι < λαγκός
- κειτάζομαι = είμαι ξαπλωμένος < κείτομαι (μεσν.) < κεῖμαι (αρχ.) = είμαι ξαπλωμένος, βρίσκομαι
- ξά(γ)ι (το) = τα αλεστικά < ἐξάγιον (ελνστ.) < ἐξάγω (αρχ.)
- οδίζω = μοιάζω < ὁδίζω (αρχ.) = παίρνω (τον ίδιο) δρόμο
- όμπυο (το) = πύον < ἒμπυον (αρχ.) < πύθω/-ομαι ( αρχ.) = σαπίζω, ξινίζω, βρομώ
- πάκια (τα) = τα γύρω από τους νεφρούς μέρη του σώματος <
ἀπάκιον (μεσν.) < ἀλώπεκες (αρχ.) = οι μυώνες γύρω από τους νεφρούς
- σκουτί (το) = χοντρό μάλλινο ύφασμα, ρούχο < σκουτίον (μεσν.) < σκῡτος (αρχ.) = κατεργασμένο δέρμα
- τέμπλα (η) = δοκάρι < τέμνω (αρχ.) = κόβω
- (στέκομαι) χάβδα = με ανοιχτά τα πόδια < χαβδώνω (αρχ.) = ανοίγω τα πόδια < χαβδός < λαβδός (αρχ.) λάβδα = το γράμμα Λ
- φκέντρα (η) < βκέντρα < βουκέντρα = ξύλινο ραβδί με σιδερένια αιχμή με την οποία κεντούν τα βόδια για να πηγαίνουν γρήγορα (στο όργωμα) < βοῡς(αρχ.) + κέντρο
Και κάτι ακόμη που μερικώς έχει σχέση με τα παραπάνω:
Η ορθή γραφή ενός τοπωνυμίου του χωριού μας ή πώς η ντοπιολαλιά μας μετέτρεψε τη λέξη «χέρσος» σε «χοίρος». To τοπωνύμιο «Χοιρόλακος» (σημείο, όπου ο Άρης Βελουχιώτης με τους άντρες του έπεσε πάνω στο στρατό, λίγες μέρες πριν από το θάνατό του) νομίζω ότι γράφεται εσφαλμένα. Κατ’ αρχάς ο συγκεκριμένος τόπος είναι τόπος αφιλόξενος για το συμπαθές τετράποδο. Η ορθή γραφή, κατά τη γνώμη μου, είναι «Χερρόλακκος».
Χερρόλακκος < Χερσόλακκος < χέρσος = ακαλλιέργητος, άγονος, άνυδρος + λάκκος = λάκκα.
Άρα: Χερρόλακκος = ξερότοπος. Η παρανόηση προήλθε από το ότι η ντοπιολαλιά μας μετατρέπει το ε σε ι.
Παναγιώτης Ε. Γαλάνης

Ακαδημαϊκός Ψαριανισμός
Διονύσιος Γ. Δρόσος - kosmodromio.gr Δύο γεγονότα φαίνεται πως μεγάλη ταραχή έχουν προκαλέσει στους «διανοούμενους» του μητσοτακικού καθεστώτος. Δύο γεγονότα φαίνεται πως μεγάλη ταραχή έχουν προκαλέσει στους «διανοούμενους» του μητσοτακικού καθεστώτος. Βέβαια, «διανοούμενοι» λέγοντας μην φανταστούμε...

«ΛΑΖΑΡΕΤΟ/Προσκυνώ»: του Κ. Ρούσσινου σε μελοποιημένη μορφή από τον Σπ. Σαμοίλη (ΒΙΝΤΕΟ) – Στην Αθήνα: Δευτέρα 24 Μάρτη, 19.00 (ΒΙΝΤΕΟ)
