Print this page

Τι σημαίνει η λέξη "αποσίμπελο" (κερκυραϊκή διάλεκτος)

April 17, 2024 1203

 Αποσίμπελο = Πιθανόν, παρά λίγο, παρά τρίχα, μπορεί, σχεδόν Ιταλικά:  Possibile

Διάλεκτος: Κερκυραϊκή - Ιόνια νησιά

Π.χ.: «Στην πιάτσα έγινε Αποσίμπελο Ρεμπόμπο». Δηλαδή Παραλίγο να γίνει φασαρία-καυγάς.

Άλλη σημασία:

Σε περίπτωση που κάποιος πετυχαίνει να μην επιτευχθεί ο στόχος κάποιου άλλου (συνήθως με πλάγια μέσα)

Καββαδίας

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.