Θέμης Τζήμας - kosmodromio.gr
Επέλεξαν να συρρικνώσουν την παραγωγική τους ικανότητα προς όφελος των ανταγωνιστών τους. Επέλεξαν λίγοι να κερδοσκοπούν εις βάρος των πολλών.
Το παρακάτω κείμενο εδράζεται στο άρθρο του Ματ Στόλερ (Matt Stoller), με τίτλο ‘Monopoly Round-Up: Tariffs, Abundance and Why America Can’t Build’. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο το οποίο εν πολλοίς εξηγεί την παραγωγική και ως εκ τούτου εν γένει στρατηγική κρίση των ΗΠΑ. Είναι πολύ σύνηθες να προσπαθούμε να εξηγήσουμε τι συμβαίνει στις ΗΠΑ με όρους προσώπων ή μόνο επιμέρους γεγονότων. Υπάρχει όμως μια σύνθεση από βαθύτερες αιτίες οι οποίες εξηγούν τις σημερινές εξελίξεις και τεκτονικές αλλαγές σε πλανητικό επίπεδο.
Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την προηγούμενη θητεία του Τραμπ, ο εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ εναντίον της Κίνας τον οποίο ο ίδιος απείλησε να ξεκινήσει «βάλτωσε» εν μέσω Covid-19. Κάπου τότε, έγινε κατανοητό ότι απλώς η παραγωγή των ΗΠΑ σε υγειονομικό υλικό δεν έφτανε. Επιπλέον όμως και όπως αναφέρεται στο παραπάνω άρθρο :
Ακόμη και σήμερα, [στις ΗΠΑ] έχουμε ελλείψεις σε βρεφικά γάλατα και φαρμακευτικά προϊόντα, για να μην αναφέρουμε ότι οι υποδομές και η στέγαση είναι εξαιρετικά ακριβές… Η κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία πηγαίνει εκθετικά στις εξαγωγές, η Airbus παίρνει μερίδιο αγοράς έναντι της Boeing και ο στρατός των ΗΠΑ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την παραγωγή βλημάτων πυροβολικού και πυραύλων. Αν κοιτάξετε το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, είναι ένα τεράστιο τρισεκατομμύριο δολάρια συν το σύνολο των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών.
Το ζήτημα των ΗΠΑ ωστόσο δεν αφορά μόνο τον δευτερογενή τομέα αλλά και τον πρωτογενή. Για το 2024, το εμπορικό έλλειμμα στον αγροτικό τομέα θα αγγίξει το ποσό-ρεκόρ των 32 δισ. δολαρίων.
Ένας από τους βασικούς λόγους που εξηγούν την παραπάνω δυσπραγία των ΗΠΑ είναι η ολοένα εντονότερη ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αμερικανικής οικονομίας αλλά και το σύστημα της παραγωγικής αλυσίδας στην αμερικανική οικονομία. Στο ίδιο άρθρο στο οποίο αρχικώς αναφερθήκαμε, καταγράφονται δηλώσεις του CEO της Ford βάσει των οποίων σε κάθε αυτοκίνητο της Ford υπάρχει λογισμικό γραμμένο από 150 διαφορετικές εταιρείες, οι περισσότερες εκ των οποίων δεν συνεννοούνται κατά κανέναν τρόπο, ούτε καν βρίσκονται στο ίδιο κράτος.
Αν η ΕΣΣΔ κατηγορούνταν για το γραφειοκρατικό παραγωγικό μοντέλο της, εδώ έχουμε την αποθέωση της γραφειοκρατίας, παρότι είναι μεταφερμένη στον ιδιωτικό τομέα.
Η εξήγηση στα παραπάνω ανατρέχει αρκετές δεκαετίες πριν, στον συνδυασμό μετατροπής της οικονομίας των ΗΠΑ σε οικονομία υπηρεσιών και νεοφιλελευθερισμού. Οι ΗΠΑ στους δύο παγκοσμίους πολέμους ήταν το «εργαστήρι του κόσμου». Το ίδιο μέχρι τη δεκαετία του ‘70 αν και όχι στον ίδιο βαθμό. Κατόπιν, η μετατροπή τους σε οικονομία υπηρεσιών “σάρωσε” την παραγωγή, δεδομένου ότι υποσχόταν περισσότερα λεφτά, πιο γρήγορα. Το ίδιο μοντέλο προωθήθηκε στις περισσότερες από τις αναπτυγμένες οικονομίες. Το λογισμικό, ο χρηματοπιστωτικός τομέας, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα εμπορικά σήματα, η ψυχαγωγία έγιναν οι αιχμές (και μάλιστα πλεονασματικές αιχμές) της οικονομίας των ΗΠΑ. Ο Πολ Κρούγκμαν αποτελεί διαπρύσιο υποστηρικτή της άποψης ότι αυτή η εξέλιξη δεν αλλάζει, ό,τι και αν γίνει. Η υποστήριξη προς αυτήν την πολιτική είναι διακομματική.
Δεν είναι τυχαίο φυσικά: η Wall Street θησαυρίζει έτσι. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας, η ροή κεφαλαίων, η κερδοφορία με βάση το δολάριο, τα κρυπτονομίσματα φέρνουν σε λιγότερους αλλά απολύτως ισχυρούς, πολύ περισσότερα χρήματα με πολύ ευκολότερο τρόπο από ό,τι η παραγωγή σύνθετων βιομηχανικών προϊόντων, χάλυβα, ημιαγωγών, τροφίμων. Κυρίως δε, το δολάριο.
Βεβαίως, η στροφή στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο προϋπέθετε και κάτι ακόμα: την απορρύθμιση του ίδιου του τραπεζικού τομέα σε όλη την κλίμακα. Ο δανεισμός ο οποίος αρχικώς κατευθυνόταν στην παραγωγή κατά βάση θα έπρεπε να στραφεί στις πλέον κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Η κληρονομιά του New Deal παρέμενε ισχυρή: υψηλό επίπεδο ρύθμισης, σχετικώς (με σήμερα) περιορισμένες ανισότητες, ένας βαθμός δημοσίου παρεμβατισμού, πολλές μικρές τράπεζες και αγροκτήματα, αμοιβές εργαζομένων σχετικώς αντίστοιχες με το κόστος ζωής.
Όλα αυτά άρχισαν να υποχωρούν μπροστά στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο και στην απορρύθμιση. Η Wall Street έπρεπε να πάρει την εκδίκησή της για τους περιορισμούς του New Deal. Αντί για επενδύσεις σε βιομηχανίες ή στη γεωργία, τα ομόλογα, οι μετοχές και πιο πρόσφατα τα κρυπτονομίσματα και κάθε λογής «εξωτικά» προϊόντα προσέφεραν υψηλότερες αποδόσεις και ταχύτερα. Η δε κυβέρνηση των ΗΠΑ (ή για την ακρίβεια η κυβέρνηση των ΗΠΑ σε συνεργασία με την FED) δεν είχαν καμία αντίρρηση να «ταΐσουν» αυτό το μοντέλο με άφθονα δολάρια.
Η μεταβολή αυτή δικαιολογήθηκε από τη νεοφιλελεύθερη διανόηση που εμφανίστηκε ήδη από τη δεκαετία του 1970 και ξεκίνησε να υλοποιείται όχι από τον Ρίγκαν αλλά από τον Κάρτερ. Τότε μάλιστα ήταν που διορίστηκε ο φίλος της Wall Street Paul Volcker, πρόεδρος της Fed.
Από τη δεκαετία του ‘80, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση είχε προχωρήσει, χωρίς φυσικά να αναιρεθεί επί προεδρίας Κλίντον. Οι τραπεζικοί κολοσσοί κάθε άλλο παρά απείχαν από αυτό το παιχνίδι, ενώ ακόμη και μια σειρά συνδικάτων αποδέχτηκε τις προωθούμενες αλλαγές. Το εμπορικό έλλειμμα εκτοξεύθηκε επί Ρίγκαν και η παραγωγική ικανότητα των ΗΠΑ συρρικνώθηκε. Το 1975 εντοπίζεται το τελευταίο καταγεγραμμένο εμπορικό πλεόνασμα των ΗΠΑ. Από τη δεκαετία του ‘80, το εμπορικό έλλειμμα καταγράφεται στα περίπου 100 δισ. δολάρια ετησίως, μόνο και μόνο για να αυξηθεί περαιτέρω τις επόμενες δεκαετίες.
Η λογική συνίστατο στο ότι το έλλειμμα με αρκετούς τρόπους θα «επέστρεφε» στις ΗΠΑ: μετοχές, ομόλογα, ακίνητα ή άλλες επενδύσεις στις ΗΠΑ και επομένως χρηματοδότηση του ελλείμματος των ΗΠΑ. Οι εργαζόμενοι μπορεί να χάνουν τις δουλειές τους, αλλά η Wall Street έβγαζε πολλά λεφτά και τα προϊόντα θα έπρεπε να φτηναίνουν. Το σχέδιο ήταν κακό για τους εργαζομένους εξ αρχής και δούλεψε ακόμα πιο άσχημα στην πορεία.
Η ιστορία όμως δεν σταματά εδώ. Υποτίθεται ότι οι ΗΠΑ θα επικεντρώνονταν σε τεχνολογίες αιχμής όπως για παράδειγμα είναι οι ημιαγωγοί και το λογισμικό. Σε αυτούς τους τομείς το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ήρθε να προσφέρει μια γενναία χείρα βοηθείας στα ολιγοπώλια επεκτείνοντας τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας σε μια σειρά τομέων, που ξεκινούν από το λογισμικό και τα βακτήρια και φτάνουν μέχρι τα γενετικώς τροποποιημένα φυτά, τα ζώα, τα τρόφιμα και τα τσιπ ημιαγωγών.
Με άλλα λόγια, απώλεια εισοδημάτων για τους εργαζομένους, συρρίκνωση της παραγωγικής δραστηριότητας της οικονομίας στις ΗΠΑ, ενίσχυση της Wall Street και ενίσχυση των ολιγοπωλίων συνέργησαν προκειμένου ολοένα λιγότεροι να κερδίζουν ολοένα περισσότερα λεφτά. Τα ολιγοπώλια φυσικά αξιοποίησαν κάθε δυνατότητα τόσο σε ό,τι αφορά την άσκηση επιρροής όσο και τις παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη προκειμένου να κερδοσκοπούν ολοένα περισσότερο, περιορίζοντας την πρόσβαση στους τομείς στους οποίους δραστηριοποιούνται. Προφανώς, μέσα στις ΗΠΑ αναδείχθηκαν υπέρ- πλούσιοι με τεράστια ισχύ.
Έκτοτε, το βασικό ζήτημα παραμένει η ανάγκη να ανατιμώνται διαρκώς τα περιουσιακά στοιχεία στις ΗΠΑ. Η παραγωγική ικανότητα είναι απλώς δευτερεύουσα. Δεν πρόκειται για ατύχημα αλλά για στρατηγική. Ο Τραμπ μοιάζει να θεωρεί πως μπορεί να αλλάξει αυτήν την κατάσταση με τους δασμούς και ουσιαστικώς αναγκάζοντας τους πολίτες των ΗΠΑ να αγοράζουν προϊόντα που (θα) κατασκευάζονται στις ΗΠΑ. Ωστόσο ο Τραμπ βλέπει μόνο προς τους «έξω». Οι προς τα «μέσα» ολιγάρχες ή έστω υπέρ-πλούσιοι παραμένουν φίλοι του. Κατά κανέναν τρόπο δεν συγκρούεται με την απορρύθμιση μέσα στις ΗΠΑ αλλά αντιθέτως την επιτείνει με διαφόρους τρόπους. Απέναντι στον Τραμπ ορθώνεται ένας πιο «παραδοσιακός» νεοφιλελευθερισμός παρόμοιος με των Δημοκρατικών της δεκαετίας του ‘90.
Οι ΗΠΑ έχουν ζήτημα στρατηγικής και στρατηγικό ζήτημα ταυτοχρόνως. Έχοντας επενδύσει στην απορρύθμιση και στον νεοφιλελευθερισμό επέλεξαν να συρρικνώσουν την παραγωγική τους ικανότητα προς όφελος των ανταγωνιστών τους. Επέλεξαν επιπλέον λίγοι να κερδοσκοπούν εις βάρος των πολλών. Πλανητική κυριαρχία με ένα τέτοιο μοντέλο δεν είναι εφικτή.