12-03-2024 19:03
Πολιτισμός
- Κατηγορία: Εκπαίδευση
Διώξεις εκπαιδευτικών, αντιδημοκρατικοί λεονταρισμοί και άλλα τινά αστικά ευτράπελα
Χρήστος Δ. Τουρτούρας
Αναπληρωτής καθηγητής Παιδαγωγικής, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Τίτλος: «Διώξεις εκπαιδευτικών, αντιδημοκρατικοί λεονταρισμοί και άλλα τινά αστικά ευτράπελα»
Από το 2010 και εντεύθεν, βιώνουμε καταστάσεις που παραπέμπουν σε αυταρχικά καθεστώτα του παρελθόντος, κλονίζοντας συθέμελα την άλλοτε συλλογική πεποίθηση για τον δήθεν αδιαμφισβήτητο χαρακτήρα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η ολοένα περισσότερο εντεινόμενη απαξίωση της ίδιας της έννοιας του ανθρώπου, η πολιτική απρέπεια απέναντι στις ζωτικές του ανάγκες, σε συνδυασμό με την κατάφωρη παραβίαση των ατομικών και πολιτικών του δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς του σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής ζωής, συνθέτουν το κάδρο της σύγχρονης πολιτικής απανθρωπιάς. Μιας πολιτικής απανθρωπιάς που δύσκολα αποφεύγει τις ευθείες αναγωγές της στο, εξαιρετικά πρόσφατο για να έχει τόσο πολύ λησμονηθεί, ιστορικό παράδειγμα του ναζισμού. Τότε που, όπως αναφέρει ο Γκύντερ Άντερς, καθοδηγητές και συνεργοί, δουλικοί, δειλοί και τιποτένιοι Άιχμαν έσπευδαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο σύστημα, τις οποίες και εκλογίκευαν στη βάση της δικαιολογίας της υπακοής σε διαταγές‧ τότε που πείσμονες και άπληστοι Άιχμαν, που αποδέχθηκαν την ολοσχερή απώλεια της ανθρωπιάς τους για χάρη της εξουσίας που απολάμβαναν, συμμετείχαν στην υπέρτατη θηριωδία που έχει να αναδείξει η σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας. Όμως, η θηριωδία που συντελέστηκε από τους ναζί, έγινε δυνατή εξαιτίας ακριβώς εκείνου του υπερβολικού μεγέθους των πεπραγμένων τους. Πράξεις υπερβολικά μεγάλες για τα ανθρώπινα μέτρα. Η ανεπάρκεια συναισθηματικής αντίδρασης σε κάτι υπέρμετρο, αναφέρει ο Άντερς, δηλώνει εμφαντικά τη συναισθηματική ανωριμότητα του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στις υπερβολικές για τις δυνατότητές του σημερινές απαιτήσεις. Ο συναισθηματικός του αναλφαβητισμός, η ψυχρότητα, εμφανίζονται ως συνέπεια αδυναμίας απόκρισης απέναντι στο υπέρμετρο. Ωστόσο, σε αυτήν ακριβώς την αδυναμία στοιχειοθετείται και η δυνατότητα επανάληψης ανάλογα τρομερών πραγμάτων, τα οποία ενίοτε φαντάζουν αναπόδραστα. Συνοπτικά, θα έλεγε κανείς ότι μηδενίζεται και ακινητοποιείται ολόκληρος ο μηχανισμός αναστολών του ατόμου, μόλις ξεπερνιέται ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο. Αυτός είναι ο κανόνας της κόλασης που ανοίγει τον δρόμο στη θηριωδία. Στη βάση του παραπάνω σκεπτικού, ο Άιχμαν, όπως και όλοι οι Άιχμαν σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, παραμένουν αμέτοχοι και αποστασιοποιημένοι, όχι παρά τη θηριωδία των πράξεών τους, αλλά ακριβώς εξαιτίας του υπερβολικού μεγέθους της, της τερατώδους φύσης της, που ξεπερνά ακόμη και τα δικά τους ατομικά όρια.
Πρόκειται, ωστόσο, για εκείνους τους πιο δειλούς, τους λιγότερο ικανούς ν’ αντισταθούν που, ως αντιστάθμισμα στη μικροπρέπειά τους, επιλέγουν την αμείλικτη στάση απέναντι στους συνανθρώπους τους, όποτε τους δίνεται η ευκαιρία να ασκήσουν κάποια εξουσία. Η κατάχρηση που της κάνουν, μοιάζει, όπως έλεγε ο Μαρξ, με ωμή ανταπόδοση της υποταγής και εξάρτησης με την οποία, εκόντες άκοντες, συνέδεσαν τους εαυτούς τους με την αστική κοινωνία. Ο κίνδυνος, είναι αλήθεια ότι τρομάζει, ιδιαίτερα, τις μηδαμινές αυτές ψυχές.
Μηδαμινές ψυχές που, κατά τα άλλα, σπεύδουν να στελεχώσουν τον εκάστοτε μηχανισμό της κρατικής καταστολής, παρέχοντας από «θέσεις ευθύνης» τις ανεκτίμητες υπηρεσίες τους στον αστικό καιροσκοπισμό, τον συνεπικουρούμενο από νεοφιλελεύθερα ιδεώδη και μπόλικη ρεβανσιστική αρχοντοχωριατιά. Σ’ αυτά τα πλαίσια, πρακτικές κοινωνικού ελέγχου και ακραίας καταστολής μετατρέπονται σε ευφημισμούς, ενώ ξεχασμένες πρακτικές ντροπής ανασύρονται από τα συρτάρια αντιδημοκρατικών επιτελικών γραφείων, κατονομάζοντας όποιους και όποιες αγωνίζονται για τα αυτονόητα και εγκαλώντας τους ως απειθείς προς την υπηρεσία και το κράτος και καθόλου εχέμυθους όσον αφορά τις ενίοτε κοινωνικές ανορθογραφίες της διοίκησης.
Λησμονούν, ωστόσο, οι μηδαμινές αυτές ψυχές ότι ανάχωμα στον όλεθρο, αποτελεί, κατ’ αρχήν, το αίσθημα της φρίκης προς το τερατώδες, ο σεβασμός και η συμπόνοια προς τον συνάνθρωπο, αλλά και το αίσθημα ευθύνης απέναντι στον εαυτό και την κοινωνία. Αγνοούν οι μηδαμινές επιτελικές ψυχές ότι αποδίδει κανείς σεβασμό μόνον σε εκείνους (τους θεσμούς και τους φορείς τους) που σέβονται και οι ίδιοι τους ανθρώπους‧ πρόκειται για τον αποκαλούμενο κανόνα της αμοιβαιότητας.
Ωστόσο, χάριν μιας επίμονης διαλεκτικότητας που ενυπάρχει σε όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις, το υπέρμετρο και τερατώδες καθιστούν αναπόφευκτη την αποκάλυψη μιας ολοένα εντεινόμενης -και εκτεταμένης σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής- κατάστασης ανελευθερίας που χάνει πάραυτα την εργαλειακά λειτουργική, φιλελεύθερη και δημοκρατική της φενάκη. Προσωπικά, με έλκει ιδιαίτερα η πεποίθηση του Μπρεχτ ότι τίποτε δεν είναι χειρότερο από την κρυφή σκλαβιά, όταν ανάγεται σε φυσική κατάσταση και κάνει την ελευθερία να φαντάζει αφύσικη‧ γι’ αυτό, η αποκάλυψη της υποδουλωτικής συνθήκης μόνον λυτρωτική μπορεί να είναι για το μέλλον των ανθρώπινων πλασμάτων που στερούνται παραδοσιακά την ελευθερία τους. Στο σημείο αυτό, μπαίνουν στο κάδρο όλες εκείνες οι ευγενικές ανθρώπινες φιγούρες, που εμφορούνται από όλα τα ανώτερα αισθήματα για τα οποία έχει να καυχιέται ο ανθρώπινος πολιτισμός. Όλες εκείνες οι γυναίκες και οι άντρες που επιλέγουν, κατ’ αρχήν για την ψυχή και την αξιοπρέπειά τους, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην κοινωνία, τασσόμενες και τασσόμενοι με το μέρος της αλήθειας και του «κάτω λαού», όπως συνήθιζε να αποκαλεί ο μεγάλος Παιδαγωγός Μιχάλης Παπαμαύρος τον γκρίζο ογκώδη όχλο που, όταν αποφασίζει να αποκτήσει υπόσταση, μετατρέπει τη ζωή σε πολύχρωμη παλέτα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για τα καλύτερα παιδιά της ανθρώπινης ιστορίας, τους μπροστάρηδες στους «σκοτεινούς καιρούς», όταν εκείνη (η ιστορία) τους αναζητά, για να την τραβήξουν από τον «γύψο». Πρόκειται για εκείνους και εκείνες που οραματίζονται μια πολιτική ζωή με ακατάλυτα αναφαίρετα δικαιώματα, όπου οι απεργίες δεν θα ποινικοποιούνται, ούτε θα χαρακτηρίζονται με συνοπτικές διαδικασίες παράνομες και καταχρηστικές, όπου δεν θα δαιμονοποιείται η συμμετοχή στα συνδικάτα, όπου θα κατοχυρώνεται το απαραβίαστο των ατομικών ελευθεριών και εκείνων του λόγου και του τύπου. Κι ας μην ξεχνούν οι παντός τύπου καταχραστές και τα δουλικά επιτελεία τους, εκείνο που τόνιζε ο Κάουτσκι, ότι οι πολιτικές ελευθερίες είναι το φως και ο αέρας για το προλεταριάτο και ότι όποιος τις αφήνει να μαραθούν ή τις στερεί και δεν επιτρέπει στο προλεταριάτο να αγωνιστεί για να τις κερδίσει, εκείνος αποτελεί έναν από τους χειρότερους εχθρούς του λαού.
Έτσι, λοιπόν, όταν πια τίποτε δεν θα υπάρχει για να ξεσκεπαστεί, γιατί, όπως διατεινόταν ο Μπρεχτ, η καταπίεση θα προχωρά χωρίς το προκάλυμμα της δημοκρατίας, ο πόλεμος χωρίς τον μανδύα της ειρηνοφιλίας, η εκμετάλλευση χωρίς τον μύθο της αβίαστης συναίνεσης των ίδιων των εκμεταλλευόμενων, όταν θα κυριαρχεί η λογοκρισία του κάθε στοχασμού -στις σπάνιες περιπτώσεις, βέβαια, που δεν θα καθίσταται η ίδια περιττή, αφού κανένας πια δεν θα στοχάζεται- τότε θα έχει φτάσει ο καιρός της υπέρβασης, θα έχει έρθει η ώρα ο εργαζόμενος λαός να εκπληρώσει το ιστορικό καθήκον του, να θέσει τα θεμέλια για μια άλλη κοινωνία, αφού σημασία έχει ο τρόπος της παραγωγής να αλλάξει και όχι να βελτιωθούν, απλά, οι όροι της κατανάλωσης.
Όταν, λοιπόν, δεν θα υπάρχει χώρος για τις απαραίτητες συνθήκες διαμόρφωσης γνώμης, ούτε για εκείνο που ονόμαζε η Άρεντ «αυθεντική διαβούλευση» μεταξύ πολιτικά ισότιμων εταίρων‧ όταν, αντιθέτως, θα παρατηρείται η επικράτηση μιας ακραίας επιθετικότητας προς τον δημόσιο διάλογο και περιορισμού της συλλογικής πληροφόρησης από πηγές κατευθυνόμενες και ολοσχερώς προκατειλημμένες‧ όταν η υποτιθέμενη ελευθερία γνώμης θα εξελίσσεται σε φάρσα -αφού η αντικειμενική πληροφόρηση δεν θα διασφαλίζεται, τα ίδια τα γεγονότα δεν θα είναι αναμφισβήτητα, οι άνθρωποι δεν θα επικοινωνούν ελεύθερα μεταξύ τους, ούτε θα έχουν το δικαίωμα της δημόσιας έκφρασης των απόψεών τους και οι όποιες αμφιβολίες θα αντιμετωπίζονται με τεράστια εχθρότητα, αφού το μείζον διακύβευμα θα είναι η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της δημόσιας ασφάλειας, δηλαδή, της ασφάλειας της ηγεμονεύουσας αστικής τάξης- τότε θα έχει έρθει η ώρα της χειραφέτησης των εκμεταλλευόμενων πλασμάτων. Δηλαδή, της επαναφοράς του ανθρώπινου κόσμου, των ανθρώπινων σχέσεων στον ίδιο τον άνθρωπο.
Προς επίρρωση των παραπάνω, παρατίθενται, στη συνέχεια, καταγραφές ιστορικών γεγονότων που έχουν το δικό τους ειδικό βάρος για τις τρέχουσες συνθήκες που συζητιούνται στο κείμενο. Εντοπίζονται, λοιπόν, σε κείμενα τα παρακάτω: Οι απεργίες μειώνονταν δραματικά, σε ένα πλαίσιο αναδυόμενης καταστολής, ενώ η κυβέρνηση απαγόρευε τις συναθροίσεις, τις οποίες και θεωρούσε επιζήμιες για τη δημόσια ασφάλεια. Επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία από μία συγκεκριμένη ώρα και μετά. Όλα αυτά, εντείνονταν όσο πλησίαζε η ώρα της μεγάλης επανάστασης… Εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι, όσο αυξάνονταν οι κοινωνικές εντάσεις τόσο μειώνονταν τα ποσοστά συμμετοχής του λαού στις εκλογές των τοπικών οργανώσεων και επιτροπών. Η οικονομική κρίση είχε καταρρακώσει τον κόσμο και τον είχε κάνει απρόθυμο να προχωρήσει στην επίθεση στο πλευρό των επαναστατημένων. Ο ηγέτης των επαναστατών ισχυριζόταν ότι η διάθεση των μαζών δεν ήταν ανέτοιμη, αλλά ευμετάβλητη. Ο ίδιος στηλίτευε την πολιτική του Υπουργείου Παιδείας ακόμη και μετά την εποχή της πρώτης (αλλά ημιτελούς, όπως αποδείχθηκε) επανάστασης. Το αποκαλούσε Υπουργείο Λαϊκής συσκότισης και αποβλάκωσης, που χρησιμοποιούσε πολιτικές πρακτικές εξαπάτησης του λαού. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, οι πουλημένοι κονδυλοφόροι και λακέδες του δημοσίου αντέτειναν με συνέπεια ότι η χώρα ήταν φτωχή, ότι δεν είχε χρήματα να διαθέσει. Παρέλειπαν να συμπληρώσουν, ωστόσο, ότι η χώρα ήταν φτωχή (και, μάλιστα, θεόφτωχη) μόνο σε ό,τι αφορούσε τα έξοδα για την Παιδεία, για τη λαϊκή μόρφωση. Αντιθέτως, ήταν πάρα πολύ πλούσια, όταν επρόκειτο για έξοδα του φεουδαρχικού κράτους, για τη συντήρηση στρατού και αστυνομίας, για την αποπληρωμή των ενοικίων και των μισθών των τσιφλικάδων που αναρριχήθηκαν στα ύπατα αξιώματα, για τα έξοδα των τυχοδιωκτικών πολιτικών της κυριαρχίας και της καταλήστευσης άλλων χωρών. Ήταν προφανές για τον επαναστάτη ηγέτη, ότι η χώρα θα παρέμενε φτωχή όσον αφορά τα έξοδα για τη μόρφωση του λαού, όσο ο λαός δεν θα διαφωτιζόταν, προκειμένου να αποτινάξει από πάνω του τον ζυγό της αστικοτσιφλικάδικης κυριαρχίας. Ακόμη, η χώρα ήταν φτωχή όταν επρόκειτο για τους μισθούς των δασκάλων και δασκαλισσών. Έτσι, οι τελευταίοι και οι τελευταίες καταδικάζονταν σε μισθούς πείνας και να ξεπαγιάζουν μέσα σε τρώγλες που έμοιαζαν περισσότερο με στάβλους παρά με κατοικίες. Οι δάσκαλοι και οι δασκάλες διώκονταν από τον πιο τιποτένιο χαφιέ χωριάτη και υπόκειντο στις μηχανορραφίες της εκάστοτε προϊσταμένης αρχής. Η χώρα ήταν φτωχή για να πληρώνει όσο πρέπει τους τίμιους εργάτες και εργάτριες της λαϊκής παιδείας, ενώ ήταν ιδιαιτέρως πλούσια, ώστε να πετά εκατομμύρια στους κάθε λογής ευγενείς-χαραμοφάηδες, βασιλιάδες του πετρελαίου, ζαχαροβιομήχανους και ποικίλους μιλιταριστές τυχοδιώκτες. Ωστόσο, αποκρουστικότερη και θλιβερότερη από την οικονομική αδικία, ήταν η πνευματική αποβλάκωση, η ταπείνωση και η κρατική καταπίεση, καταστολή και αυθαιρεσία σε βάρος μαθητών και δασκάλων. Αναφέρεται δε και μια καταγγελία κάποιου στη Βουλή, σχετικά με την άρνηση του επιθεωρητή κάποιας σχολικής περιφέρειας να επιτρέψει τη μετατροπή ενός αριθμού διτάξιων σχολείων σε τετρατάξια, με το πρόσχημα της έλλειψης ικανού αριθμού παιδιών σχολικής ηλικίας, την ίδια στιγμή που στη Φινλανδία, σε πολύ μικρότερες κωμοπόλεις, υπήρχαν ακόμη και 4 μέσες, ακόμη και ανώτερες, Σχολές. Ήταν προφανές ότι δεν υπήρχε πιο άσπονδος εχθρός της μόρφωσης του λαού στη χώρα από την ίδια την κυβέρνησή της. Όσο για τους δωρητές χρημάτων (τους σπόνσορες, όπως θα λέγαμε σήμερα) για τη λαϊκή Παιδεία, αποδείχθηκε στην πράξη ότι συνέβαλλαν στην κρατική αποχαλίνωση. Οποιαδήποτε ομοιότητα με τα του οίκου μας, αποτελεί απλά μια ανατριχιαστική σύμπτωση. Όλα όσα αναφέρθηκαν, αφορούν το προεπαναστατικό πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της Ρωσίας, όπως καταγράφηκε βιβλιογραφικά σε διάφορες πηγές.
Ωστόσο, τη διαπίστωση ότι δεν πρόκειται για την Ελλάδα της (νεοφιλελεύθερης) ανάπτυξης και της προόδου, διαδέχεται το διπλό αίσθημα της απογοήτευσης και της ελπίδας που φέρει μια πεποίθηση‧ της απογοήτευσης, εξαιτίας της ιστορικής και χωροχρονικής διαχρονικότητας της μιζέριας και της καταπίεσης, αλλά και της ελπίδας και πεποίθησης ότι τόση συσσωρευμένη θλίψη και εξαθλίωση δεν έχει μείνει ποτέ ιστορικά αναπάντητη. Η διευκρίνιση είναι θαρρώ ενθαρρυντική όσον αφορά τους καταπιεσμένους και πολύ, μα πολύ διαπαιδαγωγική όσον αφορά τα αφεντικά και τους λακέδες τους…
1. Για όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, βλ. Άντερς, Γκ. (2005). Εμείς οι γιοι του Άιχμαν (μτφρ.: Κ. Σπαθαράκης). Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ.
2. Πρόκειται για απόσπασμα από τις σημειώσεις του Μαρξ πάνω στα γραφόμενα του Ζακ Πεσέ: Μαρξ, Κ. (2003) (Επιμ.: Μπ. Κουζέλη & Γ. Κουζέλης). Περί αυτοκτονίας (μτφρ.: Θ. Παρασκευόπουλος). Αθήνα: νήσος.
3.. Βλ. Άντερς, ό.π.
4 Μπρεχτ, Μπ. (1987) (ανατύπωση). Για τη Φιλοσοφία και τον Μαρξισμό (μτφρ.: Β. Βεργωτής). Αθήνα: Στοχαστής.
5 Lih, T.L. (2016). Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν (μτφρ.: Γ. Μπαρουξής). Αθήνα: Μεταίχμιο.
6 Βλ. Μπρεχτ, ό.π.
7 Βλ. Bernstein, J. R. (2019) (Επιμ.: Δ. Ψυχογιός). Γιατί πρέπει να διαβάζουμε Χάνα Άρεντ (μτφρ.: Β. Σουλαδάκη). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
8 Πρόκειται για εκείνο που έγραφε ο Μαρξ ότι η αστική τάξη τρέμει το προλεταριάτο και είναι καταδικασμένη να φοβάται την ηλιθιότητα των μαζών όταν μένουν συντηρητικές και τη νοημοσύνη τους μόλις γίνουν επαναστατικές. Χάριν αυτής της ανυποχώρητης ανασφάλειάς της η αστική τάξη υπομένει διαδοχικές ήττες, παραχωρώντας σε φεουδαρχίσκους Βοναπάρτες μια σειρά από προνόμια. Έτσι, όταν οι τελευταίοι, γράφει ο Μαρξ, κυνηγημένοι από τις αντιφατικές απαιτήσεις τους και αναγκασμένοι ως ταχυδακτυλουργοί να στρέφουν την προσοχή του κόσμου πάνω τους με συνεχείς δυσάρεστες εκπλήξεις και με καθημερινά μικρά πραξικοπήματα θα αναστατώνουν ολόκληρη την αστική οικονομία, οι ίδιοι θα αφαιρούν από την κυβερνητική μηχανή το φωτοστέφανο, καθιστώντας την απαίσια και γελοία μαζί. Αφαιρετικά, θα έλεγε κανείς ότι η αστική τάξη, για να σώσει το πουγκί της, θα καλείται να αρνηθεί το στέμμα της. Το ξίφος που θα την υπερασπίζεται θα επικρεμάται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι της. Τα δώρα και τα δάνεια θα αποτελούν διαχρονικά την οικονομική επιστήμη του κουρελοπρολεταριάτου. Η κερδοσκοπία πάνω στην προστυχιά του όχλου θα αποτελεί το πλέον συνεπές όπλο στο παιχνίδι του σφετερισμού και της εξαπάτησης. Στο τέλος, μαζί με τους πολιτικούς και τους γραφιάδες της θα καταληστεύεται και το πουγκί της, αφού θα έχει το στόμα φιμωμένο και την πένα της σπασμένη [βλ. Μαρξ, Κ. (2005). Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή].
9 Εννοείται η αληθινή χειραφέτηση, ανθρώπινη και πολιτική μαζί, όπως αναλύεται χαρακτηριστικά στο: Μαρξ, Κ. (1999). (δ΄ έκδ.). Το εβραϊκό ζήτημα (μτφρ.: Γ. Κρητικός). Αθήνα: Οδυσσέας. Εκεί αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, όταν ο πραγματικός ατομικός άνθρωπος ξαναπαίρνει μέσα του τον αφηρημένο πολίτη και σαν ατομικός άνθρωπος στην εμπειρική του ζωή, στην ατομική του εργασία, στις ατομικές του σχέσεις, γίνεται ον που ανήκει στο είδος του, μόνον όταν ο άνθρωπος αναγνωρίζει και οργανώνει τις δικές του δυνάμεις σαν κοινωνικές δυνάμεις και παύει να διαχωρίζει από τον εαυτό του τις κοινωνικές δυνάμεις ως πολιτικές δυνάμεις, μόνον τότε ολοκληρώνεται η ανθρώπινη χειραφέτηση.
10. Βλ. ενδεικτικά:
Λένιν, Ι.Β. (1979). Άπαντα. Τόμ. 23. Μάρτης-Σεπτέμβρης 1913. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Miéville, Ch. (2017) (α΄ έκδ.). Οκτώβρης: Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης (μτφρ.: Γ.-Ίκ. Μπαμπασάκης). Αθήνα: Μεταίχμιο.
Ο ματωμένος Δεκέμβρης άρχισε στην Κέρκυρα τον Οκτώβρη
Γράφει ο Χρήστος Κορφιάτης (πρώτη δημοσίευση Πέμπτη, 15 Ιουλίου 2021 Τασούλα τη φώναζαν, Αναστασία Τζώνη ήταν το πλήρες, βαφτιστικό της όνομα. Μέχρι τη μέρα που πέθανε σε μια...