Ο ΑΚΤΑΙΩΝ

Του Γιώργου Καγκουρίδη
- Τον ηξέρεις τον Αχταίο;
- Εννοείς τον Ακταίονα;
- Μωρέ ποιον Ακταίονα…, τον Αχταίο τον ηξέρεις;
- Το σινεμά το Ακταίον;
- Ορέ, το καλύτερο κυνηγό, ορέ. Έχεις ακουστά;
- Βάρβαρο σπορ το κυνήγι. Αίματα, σκοτωμοί…
- Ναι, αλλά άμα τρως αγριογούρουνη σπαλομπριτζιόλα στα κάρβουνα γλύφεις και τα δάχτυλά σου.
- Το αγριογούρουνο το προτιμώ με δαμάσκηνα, ολόκληρα μήλα καραμελέ και σβημένο με κρασί Βουργουνδίας.
- Και στιφάδο ωραίο είναι.
- Τα κρεμμύδια μου κάνουνε φουσκωμάρα.
- Να σου φέρω ένα να το μαγειρέψεις; Τα πιάνουνε στα Λεύκη. Έχουνε βγει κολυμπώντας από απέναντι. Πουλούνε και τη προβιά. Ξέρεις να τήνε καλαμώνεις;
- Δεν είμαι φίλος του master chef. Προτιμώ φαγητό στο Ακταίον. Μακριά από τα μάτια του κόσμου. Τόχουνε κάνει σα γκρότα υποδοχής εκλεκτής ελίτ. Ματσωμένης. Γύρω-γύρω δέντρα ως δάσος. Κι από κάτου η Ξέρα Παππά, οι Κανάρες και τα θαλάσσια ύδατα. Τυρκουάζ. Παίρνω και το Μπούλη μου και κάνει επί της περιφράξεως, η αγάπη μου. Εξαιρετικοί τρόποι.
- Έτσι κι ο Αχταίος. Στη γκρότα μέσα τόνε πίτυχε η Άρτεμη, τούπε εσύ βρε κυνηγάς στα δάση του Δήμου μου; παρανόμως; Μου κάνεις και καμουφλάζ με τα δέντρα που φυτεύεις να μη σε βλέπουνε;
Έτσι τούπε και τον έκαμε ελάφι. Θεά ήτο ως και ο Δήμος της, Θεός κι αυτός, και ό,τι θέλανε κάνανε. Άμα θέλανε.
- Ελάφι με κέρατα;
- Με τα κέρατα τση φυλής του. Και του ριχτήκανε τα σκυγιά του που τόνε πήρανε δι’ έλαφον και τόνε κάμανε κυνήγι σαλμί. Εσύ κοίτα μη σου ορμήσει καμιά ώρα ο Μπούλης.
- Ο Μπούλης μου;
- Αμέεε… Άκουσα που ο Μπούλης θέλει να τήνε χαλάσει τη γκρότα δια να την αποδώσει ελευθέραν εις το κοινόν, όπως παλαιά που σουλατσάραμε και μεταξύ των τραπεζοκαθισμάτων κι εσκύβαμε από πάνου να διούμε άμα σουλατσάρουνε οι κέφαλοι από κάτου.
- Είσαι καλά; Τα βάνουνε με τσι γκρότες;
