Ανάρτηση της Χριστιάννας Στυλιανού
Πέθανε ο Βασίλης Δημάκης, 47 ετών, στις φυλακές Κορυδαλλού. «Ξαφνικά», λένε. Σαν κεραυνός εν αιθρία. Όμως, για όσους παρακολουθούσαν την ιστορία του, ο θάνατός του δεν ήταν ξαφνικός, αλλά προαναγγελθείς. Ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας εξόντωσης, που είχε ξεκινήσει χρόνια πριν.
Αν η νεκροψία είναι το επίσημο έγγραφο που θα επικυρώσει τον θάνατό του, τότε οι πολιτικές αποφάσεις, η κρατική αδιαφορία και η στοχευμένη υπονόμευση των δικαιωμάτων του είναι η νεκροψία που είχε ήδη γραφτεί πολύ πριν βρεθεί νεκρός στο κελί του.
Ας θυμηθούμε τους ηθικούς αυτουργούς
Ας ξεκινήσουμε με τα ΜΜΕ, και ιδιαίτερα τον ΣΚΑΪ, που ανέλαβε εργολαβικά την προσπάθεια απαξίωσης του Βασίλη Δημάκη. Όταν η Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής, υπό την κ. Νικολάου, προχωρούσε σε μια τιμωρητική διαχείριση της υπόθεσής του, το κανάλι έπαιρνε ανοιχτά θέση εναντίον του. Δεν ήταν τυχαίο. Δεν ήταν αμέλεια. Ήταν συνειδητή επιλογή.
Όταν αποφασίστηκε η αποψίλωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης και η ενίσχυση του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: το κράτος έπαψε να ενδιαφέρεται για τα δικαιώματα των κρατουμένων. Ο εγκλεισμός δεν είχε πια ούτε προσχήματα σωφρονισμού ή κοινωνικής επανένταξης. Ήταν καθαρά τιμωρητικός.
Ο Βασίλης Δημάκης ήταν μια χαρακτηριστική περίπτωση που ανέδειξε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Ήταν ένας άνθρωπος που, μέσα στη φυλακή, διεκδίκησε την εκπαίδευσή του, τη μόρφωσή του, το δικαίωμά του να παραμένει φοιτητής και όχι απλώς κρατούμενος. Και αυτό, για το σωφρονιστικό σύστημα, ήταν ανεπίτρεπτο.
Πόσο ν’ αντέξει ένα σώμα που του στερούν τα πάντα;
Η μεταχείριση του Δημάκη από το κράτος δεν ήταν απλώς αδιάφορη, ήταν εκδικητική. Η επανειλημμένη απομόνωσή του, οι συνεχείς αρνήσεις στα αιτήματά του, η μεταγωγή του στα Γρεβενά και η μετέπειτα επιστροφή του στον Κορυδαλλό είχαν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: θα σε τσακίσουμε. Θα σε εξοντώσουμε μέχρι να πάψεις να διεκδικείς.
Ο ίδιος αντιστάθηκε. Έκανε απεργίες πείνας, απεργίες δίψας. Κάθε φορά που το σύστημα επιχειρούσε να τον εξαφανίσει, ο ίδιος έβγαινε μπροστά. Διεκδικούσε. Και αυτό ήταν το πιο επικίνδυνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ένας κρατούμενος: να μην αποδεχτεί τον ρόλο που του επέβαλαν.
Όμως, πόσο να αντέξει ένα καταπονημένο σώμα; Κι αν κάποιοι τώρα πέφτουν από τα σύννεφα, το ερώτημα είναι: πού ήταν όταν η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή;
Η πολιτική διαχείριση της υπόθεσης Δημάκη: μια χαμένη ευκαιρία
Το πιο οξύμωρο είναι ότι, ακόμα και αν το κράτος δεν ενδιαφερόταν για τον ίδιο τον Βασίλη Δημάκη, θα μπορούσε να αξιοποιήσει την περίπτωσή του για να διαφημίσει τη φυλακή ως χώρο επανένταξης. Θα μπορούσε να τον προβάλλει ως παράδειγμα ενός ανθρώπου που, παρά το παρελθόν του, αξιοποίησε τον εγκλεισμό του για να μορφωθεί. Θα μπορούσε να τον παρουσιάσει ως «success story» του σωφρονιστικού συστήματος.
Δεν το έκανε.
Δεν το έκανε γιατί δεν ήθελε να δώσει ούτε καν το μήνυμα ότι η φυλακή μπορεί να λειτουργήσει ως χώρος αναμόρφωσης. Δεν ήθελε να υπάρξει ούτε ένας άνθρωπος που θα πίστευε ότι η παιδεία μπορεί να είναι διέξοδος. Προτίμησε να τον τσακίσει.
Ο θάνατος που είχε ήδη γραφτεί
Ο Βασίλης Δημάκης δεν πέθανε ξαφνικά. Όχι, ο θάνατός του είχε ήδη γραφτεί στις πολιτικές αποφάσεις που τον εμπόδισαν να σπουδάσει. Στα πειθαρχικά μέτρα που του επιβλήθηκαν. Στις διαρκείς αρνήσεις των αιτημάτων του.
Η νεκροψία που θα συνταχθεί τώρα, είναι απλώς η τελική πράξη μιας ιστορίας που είχε ήδη γραφτεί από τους ηθικούς αυτουργούς του θανάτου του. Και όσο κι αν προσπαθήσουν να παρουσιάσουν τον θάνατό του ως μια «δυσάρεστη συγκυρία», η αλήθεια είναι ότι τον οδήγησαν εκεί βήμα-βήμα.
Τώρα, που ο Βασίλης Δημάκης είναι πια είδηση, τώρα που ο θάνατός του είναι «σοκαριστικός», ας αναρωτηθούμε: πόσοι ακόμα θα πρέπει να πεθάνουν για να σταματήσουμε να κάνουμε ότι δεν βλέπουμε;