Το καλοκαίρι του 1863 ο Δανός πρίγκιπας αναγορεύτηκε βασιλιάς των Ελλήνων, τον έκαναν και ενήλικα με νόμο για ν’ αποφύγουν αντιβασιλεία, όπως είχε γίνει με τον Όθωνα και αποφασίστηκε να υπογραφεί η συνθήκη όσο γινόταν γρηγορότερα».
Πραγματικά οι εκπρόσωποι των πέντε (5) Δυνάμεων, οι οποίες το 1815 στο Παρίσι είχαν συνυπογράψει την ανάληψη από τους Βρετανούς της «Προστασίας» των νησιών, συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο και ετοίμασαν τη συνθήκη παραίτησης της Μ. Βρετανίας από την «Προστασία» της Επτανήσου για να τα παραχωρήσουν στο βασιλιά Γεώργιο τον Α΄. Πήραν αποφάσεις για μας χωρίς εμάς και μετά ζήτησαν οι Βρετανοί με επίσημο έγγραφό τους, έναν Έλληνα πληρεξούσιο, για να συνυπογράψει μόνο τη συνθήκη παράδοσης των Επτανήσων στο βασιλιά Γεώργιο, όπως αναφερόταν στο άρθρο 6 της συνθήκης των 5 δυνάμεων.
Καταλληλότερος για την περίσταση θεωρήθηκε ο γιος του Σπύρου Τρικούπη Χαρίλαος, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον πατέρα του στην Πρεσβεία του Λονδίνου. Ήταν 32 ετών τότε, πήρε οδηγίες από τον Υπουργό Εξωτερικών του Γεωργίου Α΄ τον Π. Δελιγιάννη και έφτασε στο Λονδίνο, όταν είχε υπογραφεί η συνθήκη των πέντε (14-Νοεμβρίου 1863), προκειμένου να συνυπογράψει μία άλλη παρόμοια μ’ εκείνη, αλλά με τις τρεις μόνο δυνάμεις, που είχαν υπογράψει το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Φεβρουάριο 1830) για την ίδρυση του Ελληνικού κράτους.
Αυτή τη συμπεριφορά των Μ. Δυνάμεων επέβαλε το «veto» της Αυστρίας επειδή, φίλοι μου, είχε θεωρήσει προσβλητική την έξωση του Όθωνα. Δεν ίσχυε για την Αυστρία η εκλογή του νέου βασιλιά, αφού αυτός δεν είχε παραιτηθεί. Άρα ούτε την κυριότητα του Γεωργίου πάνω στα Επτάνησα παραδεχόταν , ούτε την κυβέρνησή του αναγνώριζε, ούτε και τον απεσταλμένο του μπορούσε να αποδεχτεί ως συνομιλητή στο ίδιο τραπέζι για τις διαπραγματεύσεις.
τη συνέχεια, ο Δεληγιάννης όρισε πληρεξούσιο της Ελλάδας τον Τρικούπη, ο οποίος γνώριζε τα του Λονδίνου και ήταν δεινός διαπραγματευτής. Στην αγγλική πρωτεύουσα οι Δυνάμεις είχαν ετοιμάσει ειδικό πρωτόκολλο από την 1η Αυγούστου και με βάση αυτό έγιναν οι συνομιλίες που θα κατέληγαν στην οριστική συνθήκη. Ενώ ο Τρικούπης μετέβαινε στο Λονδίνο, ο Δεληγιάννης του γνωστοποιεί με επείγον τηλεγράφημα ότι υπάρχουν φήμες πως το σχέδιο της σύμβασης περιλαμβάνει την οριστική κατεδάφιση των φρουρίων των νησιών, ειδικά αυτών της Κέρκυρας. Πράγματι, το μεγαλύτερο «αγκάθι» στις διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο ήταν το θέμα της ενδεχόμενης κατεδάφισης των φρουρίων. Οι Μ. Δυνάμεις, ειδικά η Αγγλία και η Αυστρία, έθεταν ως όρο την ομαλή κατεδάφιση όλων των ιστορικών φρουρίων των νησιών, φοβούμενες μια ενδεχόμενη εξόρμηση Ελλήνων προς τις ηπειρωτικές ακτές του αυστριακού και τουρκικού τότε εδάφους. Αυτή η ρύθμιση προκάλεσε έντονη δυσφορία στην ελληνική πλευρά, η οποία αντιλαμβανόταν τη μεγάλη ιστορική και συναισθηματική σημασία που είχαν τα φρούρια για τους Επτανησίους και τους Έλληνες γενικά. Μάλιστα, ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, σε τηλεγράφημά του στον Τρικούπη την 21η Νοεμβρίου (3η Δεκεμβρίου) 1863 αναλύει με σαφήνεια τρεις λόγους για τους οποίους θα έπρεπε ο Έλληνας πληρεξούσιος να διαπραγματευθεί μέχρι τέλους ώστε να μην ισχύσει αυτή η ρύθμιση:
«Εν Αθήναις, την 21 Νοεμβρίου 1863.
[…]. Δεν έχομεν τι νεώτερον να σας γνωστοποιήσωμεν ως προς την κατεδάφισιν των φρουρίων. […] Εν μόνο σας προσθέτομεν, ότι η κατεδάφισις όλων των εν Κερκύρα φρουρίων δεν δύναται ή να επιφέρη την καταστροφήν ολοκλήρου της πόλεως της Κερκύρας, εν τοις κόλποις τοις οποίας κείονται πολλά των οχυρωμάτων τούτων. Παραλείπομεν το ηθικόν και θλιβερόν αποτέλεσμα ο θέλει προξενήσει αφεύκτως εις τα πνεύματα ενθέρμου και φιλοτίμου λαού η προ των οφθαλμών του πραγματοποίησις έργου τοσούτον καταστρεπτικού.[…] Αι μεγάλαι της Ευρώπης Δυνάμεις δεν πρέπει νομίζομεν να θεωρήσωσιν ως όλως αδιάφορον την τε κατεδάφισιν των οχυρωμάτων και την απογύμνωσιν από πάσης αξιομάχου στρατιωτικής δυνάμεως μιας θέσεως σρατηγικής τοιαύτης σπουδαιότητος οποία εστί η της Κερκύρας. Και τω όντι, εάν, ο μη γένοιτο, ήθελεν επέλθη ποτέ πόλεμος μεταξύ των θαλασσίων Δυνάμεων Αγγλίας και Γαλλίας, μ’ όλη την και υπ’αυτών τούτων και υπό των άλλων συνομολογηθείσαν ουδετερότητα της χώρας ταύτης, το πρώτο βεβαίως κίνημα των έσεται, τίς πρώτη των δύο αυτών εμπολέμων Δυνάμεων να φθάση να καταλάβη δι’ αιφνιδίου επιθέσεως την Κέρκυρα. Ποία δε τότε έσεται η θέσις της όλης Ελλάδος; […] Πώς είναι δυνατόν δε η μεν νήσος των Κυθήρων, η εις απόστασιν τριακοσίων περίπου μιλίων κειμένη από της Κερκύρας, και μόλις δια στενοτάτου πορθμού διαχωριζομένη της Πελοποννήσου, να ήναι ουδετέρα, μή ούσης τοιαύτης της απέναντι στερεάς, μεθ’ής διοικητικώς, οικονομικώς και δικαστικώς έσεται συνδεδεμένη; Πώς είναι δυνατόν η Λευκάς, η διά γλώσσης μόνον αβαθών υδάτων διαχωριζομένη της Ακαρνανίας, να διέπεται υπό των νόμων της ουδετερότητος κατ’ εξαίρεσιν του λοιπού νομού, ούτινος πρέπει εξ’ανάγκης να αποτελεί μέρος; Την αυτήν εντελώς σχεδόν παρουσιάζουσι παρατήρησιν η Ζάκυνθος, η Κεφαλονιά, η Ιθάκη. Άπασαι αι νήσοι αύται ίνα διοικηθώσι πρέπει να αποτελώσιν εκάστη μέρος ενός των ήδη αποτελούντων το Ελληνικό Βασίλειον Νομών. Τα Κύθηρα ενωθήσονται μετά της Λακωνίας˙ η Ζάκυνθος και Κεφαλληνία ίσως μετά της Ηλείας˙ η Ιθάκη μετά της Αιτωλίας˙ η Λευκάς μετά της Ακαρνανίας˙ άλλως η διοίκησις των νήσων τούτων καθίσταται ανέφικτος. […] Άλλως τε είς τί δύναται να χρησιμεύση των νήσων τούτων η ουδετερότης;»
Ο Υπουργός
Π. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ
Καθώς ο Χ. Τρικούπης, λοιπόν, ταξίδευε προς το Λονδίνο οι πέντε (5) ετοίμαζαν μια συνθήκη φρικτή, μη λειτουργική, της οποίας ο απόηχος άφηναν να φτάνει ως τα Επτάνησα. Φήμες διαδίδονταν επίσης για κατεδάφιση των φρουρίων της Κέρκυρας και για επιβολή ουδετερότητας στα νησιά και τη θάλασσά τους. Τρόπος για να επαληθευτούν οι ειδήσεις δεν υπήρχε.
Με βάση τη συνθήκη των πέντε (11-11-1863) απαιτούσαν οι Δυνάμεις::
1)Τη συνεχή ουδετερότητα των Ιονίων .
2)Τον περιορισμό της στρατιωτικής και ναυτικής δύναμης που θα μπορούσε να συγκεντρώσει σ’ αυτά η Ελλάδα, μόνο όση χρειαζόταν για την επιβολή της τάξης.
3)Την κατεδάφιση των φρουρίων που υπήρχαν στην Κέρκυρα και στις νησίδες Οθωνούς, Ερείκουσα και Μαθράκι.
4)Τη συνεχή και για αόριστο χρόνο ισχύ των πλεονεκτημάτων που απολάμβανε στα Ιόνια λιμάνια το ξένο εμπόριο κα η ξένη ναυτιλία, σύμφωνα με τις παλαιότερες συμβάσεις που είχαν συνυπογραφεί επί «Προστασίας».
Στην τελική συνθήκη 17/29 Μαρτίου 1864 ελάχιστα σημεία τροποποιήθηκαν ή βελτιώθηκαν.
Στις τροποποιήσεις που πέτυχε ο Τρικούπης αναφέρουμε ότι:
Α) Κανένας περιορισμός δεν θα υπήρχε για τη στρατιωτική και ναυτική δύναμη, την οποία θα μπορούσε η Ελλάδα ν’ αναπτύξει στα νησιά.
Β) Εκτός από την Αυστριακή ναυτιλιακή εταιρεία Λόυδ, περιορίστηκαν σε 15 ακόμη χρόνια τα πλεονεκτήματα των ξένων στα Ιόνια λιμάνια. Νέες συμβάσεις μπορούσαν να κάνουν ύστερα οι ξένοι με την Ελληνική κυβέρνηση της Αθήνας πια…
Γ)Η ουδετερότητα των νησιών, που απασχόλησε για πάνω από δύο μήνες τους διπλωμάτες, περιορίστηκε μόνο στην Κέρκυρα και τους Παξούς. Για το θέμα της ουδετερότητας διαμαρτυρήθηκαν πολλοί βουλευτές της αντιπολίτευσης στην Εθνοσυνέλευση των Αθηνών. Κάποιον μάλιστα τον κατέβασαν από το βήμα για… «ακαιρολογίες κατά φίλης και ευεργέτιδας δύναμης» έγραψε η εφημερίδα «Αθηνά» 28-3-1864. Ο δε υπουργός μας των Εξωτερικών προσπάθησε να ελαφρύνει τα πράγματα ισχυριζόμενος ότι, όπως του εξήγησε ο ΥπΕΞ. της Γαλλίας, Δρουέν Δη Λουί, με τον τρόπο που εκτίθεται στο άρθρο η ουδετερότητα υποχρεώνει μόνο τις ξένες δυνάμεις και όχι την Ελληνική κυβέρνηση. Μάλιστα ο συντάκτης της «Αθηνάς» επισημαίνει ότι η εξήγηση αυτή δόθηκε μέσα στα έγγραφα της υπόθεσης με αριθμό 49 και στη σελίδα 54, αλλά στο τελικό επίσημο κείμενο δεν αναφέρεται διόλου αυτή η επεξήγηση. ΜΟΝΟ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΡΗΓΟΡΟΥΜΕΘΑ ΜΕ ΕΤΤΡΑΦΑ ΑΝΕΠΙΣΗΜΑ ΠΟΥ ΔΙΑΡΡΕΟΥΝ.
Οι σοβαροί διαπραγματευτές Αυστριακοί ισχυρίστηκαν ότι δεν είναι αξιοπρεπές γι’ αυτούς ούτε ν’ αφαιρεθεί χωρίς την παρουσία τους ο όρος [ουδετερότητα] από τη δεύτερη συνθήκη των τριών, ούτε να φανεί πως μέσα σε ένα μήνα έδωσαν τέτοιο δείγμα αστάθειας αλλάζοντας τις αποφάσεις τους. Όλα αυτά ήταν προφάσεις, βέβαια, για να πετύχουν την συνεχή ισχύ της ήδη ληγμένης σύμβασης της ναυτιλιακής εταιρίας Λόυδ. Τα δικαιολόγησαν όμως όλα αυτά οι Αυστριακοί ως υποχώρηση και υπέγραψαν ξεχωριστό συμφωνητικό.
Δ) Τα φρούρια κατεδαφίστηκαν, όπως ακριβώς ήθελαν Άγγλοι και Αυστριακοί, παρά τις παρακλήσεις της Ελληνικής πλευράς, η οποία με επιχειρηματολογία απέδειξε πως το μέτρο ήταν μάταιο και επιζήμιο και άδικο και απραγματοποίητο. Δεν τους άγγιξε καμία δικαιολογία. Πίστευαν ότι μια Κέρκυρα «γυμνή» δεν θα ήταν ελκυστική για κανένα. Φυσικά το έλεγε η μια από φόβο προς την άλλη, γιατί 60 χρόνια μετά και με μια μόνο έφοδο το 1923 έπεσε η Κέρκυρα στα χέρια του Μουσολίνι. Ο σεβασμός τον οποίον έδειξαν τάχα, ήταν να κατεδαφίζουν λίγο-λίγο, ώστε να ολοκληρωθεί το γκρέμισμα ως την ημέρα υπογραφής της τελικής συνθήκης, για να μην περιληφθεί η λέξη [κατεδάφιση] στο επίσημο κείμενο (πολιτικό κόστος για το βασιλιά)...
Νικολέττα Γ. Καββαδία, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ: - greeksurnames.blogspot.com
-Μπατιστάτος Ευάγγελος, Πανεπιστήμιο Πειραιώς www.corfuhistory.eu