Ο ΦΑΝΤΟΚΙΟΣ

Του Γιώργου Καγκουρίδη
Σήμερα το λένε η γλώσσα του σώματος. Τότες δεν ηξέρανε αυτή τη γκλώσσα. Δε τη διδάσκανε και στα φροντιστήργια. Τη στραβοκοιταξιά ηξέρανε, το ξύσιμο του κεφαγιού, το ανασήκωμα των ώμων, το ξύσιμο τ’ αυτιού με το μικρό το δαχτυλάκι, την ανασκαφή τση μύτης, το εξεπίτηδες χασμουρητό, το φτου-φτου-φτου, το πολύ-πολύ το Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά.
- Ξυεις τη μύτη σου; Ξύλο θα φας.
- Θα με βαρήσεις;
- Δεν είπ’ αυτό.
- Όχι, λέω…
- Ακούς, ορέ παιδί μου, και δε μιλείς. Γυροφέρνεις στη καρέκλα, αλλάζεις πόδι τόνα πάνου στ’ άλλο, ξυέσαι, στρωνίζεις, ξεφυσάς, κάνεις μότες, ασκώνεις τα φρύδια σου, φτυείς, στραβώνεις το στόμα σου, βαρείς τα δάχτυλά σου στο τραπέζι λες και παίζει η μουζική, βαρείς το τσιγάρο να πάει κάτου ο καπνός, αλλά δε μιλείς. Ως κι ο καραγκιόζης μιλεί. Εσύ βούβα; Κουνείς μούτρο, χέργια, πόδια στη γραμμή κι όλοι κάθονται στη γήηη… Πες μια κουβέντα κι εσύ, δεν έχεις γνώμη;
- Χρυσός η σιωπή.
- Χρυσός αλλά σα και το νευρόσπαστο κάνεις. Φαντόκιος είσαι;
- Τι να πω;
- Πες για τον καιρό, για τα χιλιδόνια π’ αριβάρανε, για το άμα θα βρέξει, πες κάτι, πες…
- Θα βρέξει χιγιάρικα.
- Χιγιάρικα; Και πώς;
- Θα γίνει θάμα. Θα γιομίσουν’ οι δρόμοι χιγιάρικα σα χαρτοπόλεμο. Θα τα μαζώνει ο Δήμος και δε θα κάνει αύξηση τελών. Θα του περσσεύουνε κιόλις και θα κάνει μείωση. Θα κρατήσει και τα μέτρα στα 45. Θα λέει του κόσμου πελείτε τα σκουπίδια σας όπου νάναι, λεφτά έχουμε, θα πλερώνουμε όπου δει κι απ’ αργοστάσιο ανάγκη δεν έχουμε. Μήτε από διαλοή στη πηγή και πράσινη γωνιά. Ελευθέρα Κέρκυρα.
- Κι άμα δε βρέξει;
- Άμα δε βρέξει θα κάμει αύξηση η ΔΕΥΑΚ.
- Δε μπορείς να δώκεις βάση στο καιρό. Μία έτσι, μία αγοιώς… Έκλεισε κι η Κόντρα Φόσσα, που ήλεγχε τσι καιροί, κι εγίνηκε σκέτο Φόσσα όπου παλεύουνε οι κερκυραιολόγοι πώς να βγάλουνε τα μάτια τους.
- Γιατί μπορείς να δώκεις βάση στο Δήμο; Όχι ετούτονε, από Νικολάου Μάνεση. Από την εποχή τση Ενώσεως.
- Έτσι, έ;
- Έτσι και παραέτσι.
- Και τι πρέπει να γίνει; Να πάμε στην Επιτροπή του άρθρου 152;
Τόνε ξανάπιακε η βούβα. Άλλαξε ποδάρι, έξυσε τ’ αυτί του, στραβομουτσούνιασε, σάγιωσε τ’ άφιλτρο κι άρπαξε τη σκάτουλα με τα ξυλάκια. Φαντόκιος ήτανε.