Ο ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΟΣ

Του Γιώργου Καγκουρίδη
Τον ήφερε με το κάρο ο Κουνάργιας. Στο φόρο τον άφηκε. Ποιός ήτανε; Είχε μια χαρακιά πάνου από τ’ αριστερό το μάτι ίσαμε το πηγούνι και παρακάτου στο λαιμό. Από σπαθιά πρέπει νάτανε. Τούχε κόψει τη μισή τη μύτη, τα χείγια και τούχε πάρει τ’ αριστερό το μάτι. Εστάθηκε στη μέση του φόρου. Εσήκωσε το χέρι του να χαιρετίσει. Καένας δεν αντιχαιρέτησε. Ποιός ήτανε; Κάποια μιτσά που παίζανε τόνε φοβηθήκανε και φύγανε. Έφυγε για τη Απάνου Γειτονιά. Κούτσαινε.
- Ποιός είναι;
- Σημαδεμένος είναι. Μακριά από σημαδεμένο άνθρωπο.
- Πού πάει; Ορέ Κουνάργια ποιός είναι;
- Λέει που είναι ο Σπύρος τση Μαρούλως.
- Ο Σπύρος; Αυτόνε δε τον είχανε πιάκει οι Σαρακηνοί κάτου απ’ τ’ Αγγελόκαστρο; Μόνος του τσου πολέμουνε. Εγλύτρωσε κόσμος απ’ αυτόνε. Θερίο. Για εκατό έκανε. Τον επιάκανε όμως και τόνε πήρανε. Ζιεί;
- Αγνώριστος είναι.
- Δε μπορεί νάναι ο Σπύρος. Ο Σπύρος ήτανε μέχρι κει πάνου. Κάποιος άλλος είναι. Τι χαλεύει σημαδεμένος άνθρωπος στο χωργιό μας;
- Καλά λες. Ο Σπύρος το πιο όμορφο παλληκάρι ήτανε. Αρραβωνιασμένοι με τη Κατερίνα του παππά. Τσήβαλε πλάτη να τήνε σώσει τότε στο κούρσος. Έτσι τόνε πιάκανε οι Αγαρηνοί. Πρόκαν’ αυτή κι ανέβηκε πάνου. Εσώθη. Αλλά κι αυτή με τη Μαρούλω επήγε κι έμεινε. Δε την άφηκε. Το τίμησε το δαχτυλίδι της.
- Δε μπορεί νάναι ο Σπύρος, ορές παιδιά. Δε μπορεί…
- Πάμε να δούμε;
- Πάμε.
Όξω από το πηγάδι τση Μαρούλως η Κατερίνα άσκωνε το σίσκλο. Η Μαρούλω έπλενε. Τον είδανε το σημαδεμένονε. Λαχταρίσανε.
- Μάμα! ο Σπύρος! Σπύρο μου…
- Παιδί μου…
Αγκαγιαστήκανε σφιχτά κι οι τρεις τους.
*Φωτ. Άγγελος Τάντης