Έχει περάσει σχεδόν μια γενιά (28 χρόνια) από την κρίση των Ιμίων και ο χρόνος είναι ικανός για να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία, οι ιθύνοντες (κόμματα εξουσίας, διπλωμάτες, στρατιωτικοί, ακαδημαϊκοί και οικονομικοί παράγοντες), τα αποφεύγουν όπως ο «διάολος το λιβάνι». 

Για να κατανοήσουμε το ταραγμένο/ επικίνδυνο παρόν των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θα πρέπει να θυμηθούμε (και όχι να ξεχνούμε) το παρελθόν τους και η υπόθεση των Ιμίων είναι κρίσιμο τμήμα αυτού του παρελθόντος.  

Βάσιμα μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι η σημερινή επικίνδυνη κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ερμηνεύεται από την κατάληξη της κρίσης των Ιμίων καθώς και όσων προηγήθηκαν τις δύο προηγούμενες (από την 31η Ιανουαρίου 1996) δεκαετίες. 

 

Για την ακρίβεια η κρίση των Ιμίων ήρθε σαν επιστέγασμα των προηγούμενων κρίσεων (όταν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος με διαφορετικά ονόματα Χόρα το 1976 και Σισμίκ το 1987) έπλευσαν στο Αιγαίο με συνοδεία στολίσκου πολεμικών πλοίων οδηγώντας τις δύο χώρες (όχι στο χείλος του πολέμου όπως συχνά παρουσιάζεται) αλλά στην αμερικανική επιδιαιτησία μεταξύ δύο χωρών συμμάχων στο ΝΑΤΟ.  

Με τις κρίσεις του Χόρα και του Σισμίκ τα δύο κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα (ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέουαποδέχτηκαν στην πράξη  τον περιορισμό της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.

Ούτε έξω απ το Σούνιο…

Έκτοτε η Ελλάδα αποδέχθηκε ότι δεν έχει δικαίωμα  έρευνας και εκμετάλλευσης στο Αιγαίο πέραν των 6 ναυτικών μιλίων των ακτών της. Με απλούστερα λόγια με βάση τις συμφωνίες (πρωτόκολλο της Βέρνης και συνάντηση Παπανδρέου Οζαλ στο Νταβός) η Ελλάδα δεν έχει δικαίωμα να ερευνήσει ούτε στα 6,1 ναυτικά μίλια από το Σούνιο, ούτε, ως ακραίο παράδειγμα στο κέντρο του Θερμαϊκού κόλπου που εκτείνεται πέρα από τα 6 μίλια των ακτών του.

Με την κρίση των Ιμίων που κορυφώθηκε τον Γενάρη του 1996 η Τουρκία πρόσθεσε στα κέρδη των προηγούμενων κρίσεων την αναγνώριση εγγράφως (Συμφωνία Μαδρίτης μεταξύ Σημίτη – Ντεμιρέλ υπό την διαμεσολάβηση της Αμερικανίδας ΥΠΕΞ  Μαντλίν Ολμπράιτ το καλοκαίρι του 1997) των τουρκικών ζωτικών συμφερόντων στο Αιγαίο.

Έκτοτε, στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών κυρίαρχο θέμα παραμένει η διευκρίνιση της κυριαρχίας επί εκατοντάδων νησιών νησίδων και βραχονησίδων που η Τουρκία, από την κρίση των Ιμίων και έπειτα θεωρεί ότι δεν διευκρινίζεται από τις Συνθήκες.

 

Τα ελληνοτουρκικά σήμερα

Παρακολουθώντας τις συνέπειες (μεσο- μακροχρόνιες) της κρίσης των Ιμίων και έχοντας κατά νου τις βασικές εντάσεις του 1976 και 1987, μπορεί κάποιος να κατανοήσει/ εξηγήσει τη σημερινή κατάσταση στα ελληνοτουρκικά.

Από τη στιγμή που η κυβέρνηση Σημίτη προκειμένου να διαχειριστεί την κρίση των Ιμίων επέλεξε να «αγοράσει» ειρήνη «πουλώντας» γκρίζες ζώνες τα γεγονότα, πέρα απ τα σκαμπανεβάσματα, ήταν νομοτελειακά καθορισμένο να οδηγήσουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο σημερινό τους ναδίρ.

Η οκταετία Σημίτη έθαψε (έτσι νόμισε τουλάχιστον) τις συνέπειες της κρίσης των Ιμίων «πουλώντας» εκσυγχρονισμό και ευημερία με δανεικά. Με τέτοιου είδους δανεικά που οδήγησαν τελικά στη χρεοκοπία της χώρας:

·        Μαγειρεύτηκαν από την Goldman Sachs τα δημοσιονομικά της χώρας προκειμένου να γίνει δεκτή στη ζώνη του ευρώ

·        Υλοποιήθηκε το μεγαλύτερο (μέχρι το σημερινό τρέχον) εξοπλιστικό πρόγραμμα της χώρας που τελικά οδήγησε δύο υπουργούς (Τσοχατζόπουλο και Παπαντωνίου) στη φυλακή

·        Υπονομεύτηκε (με αμερικανική υπόδειξη/ πίεση) το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας- Κύπρου ως ένδειξη καλής θέλησης απέναντι στην Τουρκία, την οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις υποστήριζαν ένθερμα και έμπρακτα για να ενταχθεί στην ΕΕ

Η αλλαγή ατμόσφαιρας στα ελληνοτουρκικά με τις βήμα- προς βήμα συνομιλίες αν και δεν έφεραν ουσιαστικό αποτέλεσμα παγίωσαν μια διαχειρίσιμη κατάσταση μέχρι το καλοκαίρι του 2016 που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα σε βάρος του Ερντογάν. Από τότε ο Ερντογάν αποστασιοποιείται με ταχύτητα από την αμερικανική σφαίρα επιρροής, γεγονός που εντείνει τις τριβές στα ελληνοτουρκικά.

Η … αποστρατιωτικοποίηση

Από το 2019 σχηματοποιείται μια νέα σκληρή αντίληψη και πρακτική στην Άγκυρα η οποία σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως μαριονέτα που χρησιμοποιεί η Ουάσιγκτον για να πιέσει την Τουρκία.

Έκτοτε, η Τουρκία έχει βάλει στο τραπέζι:

·        Τα ζωτικά της συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, υποστηρίζοντας ότι τα ελληνικά νησιά  ( όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο αυτά που αμφισβητεί) δεν έχουν δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες πέρα από τα 6 μιλια των χωρικών τους υδάτων

Το θέμα αυτό η Άγκυρα το έβαλε στο τραπέζι με τις προκλήσεις τους Ορούτς Ρέις που ερεύνησε επί 40 μέρες την περιοχή μεταξύ Καστελόριζου, Ρόδου και Κρήτης, φτάνοντας, με τη συνοδεία πολεμικών πλοίων μέχρι και 6,5 μίλια από τις ακτές των εν λόγω νησιών.

Για την αποτροπή της πρόκλησης θερμού επεισοδίου, με αμερικανική/ γερμανική διαμεσολάβηση το Ορούτς Ρέις αποσύρθηκε με την υπόσχεση οι δύο χώρες (Ελλάδα και Τουρκία) θα συνομιλούν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για την μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος στη μεθόριό τους.

Το αποτέλεσμα αυτής της «συνεννόησης» είναι η τοποθέτηση στο γεμάτο από προβλήματα τραπέζι των ελληνοτουρκικών και του απειλητικά διατυπωμένου τουρκικού αιτήματος για αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών που βρίσκονται στα τουρκικά παράλια.

Έκτοτε, η σχετικά αυτόνομη από τις αμερικανικές επιρροές τουρκική κυβέρνηση συντηρεί συστηματικά το κλίμα έντασης στα ελληνοτουρκικά, δικαιολογώντας σε έναν βαθμό τις νέες θηριώδεις εξοπλιστικές δαπάνες στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη με προφανή στόχο: Να (εξ)αγοράσει προστασία των Αμερικανών και Γάλλων οι οποίοι θα λάβουν την μερίδα του λέοντος από τις ελληνικές αμυντικές δαπάνες.

Κάπως έτσι, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί πως έχει πράξει το χρέος της  ελπίζοντας ότι Ουάσιγκτον και Παρίσι θα σταματήσουν τον Ερντογάν να ζητάει όσα έχει κερδίσει η τουρκική διπλωματία δημιουργώντας και αξιοποιώντας κρίσεις εδώ και μισό αιώνα.

Και κάπως έτσι, τα κόμματα εξουσίας που κυβέρνησαν στο παρελθόν (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) σιωπούν, καθώς γνωρίζουν ότι δεν είναι σε θέση να προτείνουν τίποτε διαφορετικό από την διαιώνιση της εξάρτησης από τους ισχυρούς «φίλους και προστάτες»…